Της Θεοδώρας Κρέπη,
Το Μάιο του 1941, η Κρήτη ήταν το μοναδικό ελεύθερο τμήμα της Ελλάδας. Εκεί είχαν εγκατασταθεί ο βασιλιάς και η κυβέρνηση. Εξαιτίας της στρατηγικής της θέσης, ήταν πολύτιμη τόσο για τους Συμμάχους όσο και για τις δυνάμεις του Άξονα και η κατάκτηση και ο έλεγχός της ήταν ζωτικής σημασίας για τον έλεγχο της ευρύτερης περιοχής.
Μέχρι την άνοιξη του 1941, δεν φαινόταν να υπάρχει κάποιος κίνδυνος για την Κρήτη. Μετά την αστραπιαία, ωστόσο, κατάληψη της ηπειρωτικής Ελλάδας από τους Γερμανούς, η απειλή για το νησί ήταν ορατή, τα μέσα, όμως, για την υπεράσπισή του ελάχιστα. Η 5η Μεραρχία, που υπό κανονικές συνθήκες θα επιφορτιζόταν με την άμυνά του, βρισκόταν στον δρόμο της επιστροφής από το μέτωπο (και τελικά διαλύθηκε λίγο πριν τη γερμανική εισβολή στην Κρήτη), ενώ ο εξοπλισμός ήταν υποτυπώδης, όπως και η αντιαεροπορική άμυνα. Από τη μεριά τους, οι Βρετανοί, που είχαν δεσμευτεί να αναλάβουν την άμυνα της Κρήτης, λόγω των πολεμικών συγκρούσεων με τις δυνάμεις του Άξονα δεν μπορούσαν να διαθέσουν τις δυνάμεις και τον εξοπλισμό, που θα ήθελαν.
Από τις αρχές της άνοιξης του 1941, άρχισαν να γίνονται κάποιες προσπάθειες για την οργάνωση της άμυνας της Κρήτης. Ιδρύθηκε Πολιτοφυλακή (η οποία, όμως, ήταν βραχύβια) και κατέφθασε στο νησί ένας αξιόλογος αριθμός ελληνικών και βρετανικών στρατευμάτων. Αρχηγός της επιχείρησης ορίστηκε ο Νεοζηλανδός στρατηγός Φράιμπεργκ, ο οποίος είχε διακριθεί για την ανδρεία του στον πόλεμο στην ηπειρωτική Ελλάδα. Παρά, όμως, αυτές τις φιλότιμες προσπάθειες, υπήρχε πάντα το πρόβλημα του ελλιπούς εξοπλισμού. Έγιναν κάποιες απόπειρες αποστολής εξοπλισμού από το Στρατηγείο Μέσης Ανατολής, ωστόσο αυτές ωχριούσαν μπροστά στις προετοιμασίες των Γερμανών.
Στο γερμανικό στρατόπεδο, εν τω μεταξύ, ο επικεφαλής της επιχείρησης για την κατάληψη της Κρήτης, ο πτέραρχος Loehr, υπεύθυνος για τις εναέριες επιχειρήσεις στη νοτιοανατολική Ευρώπη, έκανε πυρετώδεις προετοιμασίες. Στα χέρια του είχε μια σημαντική δύναμη, αποτελούμενη από μεγάλο αριθμό ανδρών, αεροσκαφών και πλοίων, ενώ, ταυτόχρονα, μπορούσε να υπολογίζει και στην ιταλική βοήθεια. Το σχέδιο «Ερμής» (στα γερμανικά, “Merkur”), όπως ονομάστηκε, προέβλεπε την από αέρος εισβολή στην Κρήτη 10.000 αλεξιπτωτιστών και 750 ανδρών με ανεμοπλάνα, η οποία θα πραγματοποιούνταν σε δύο κύματα. Το πρωί θα χτυπούσαν η ομάδα «Κομήτης», υπεύθυνη για τη δυτική Κρήτη και με βασικό της στόχο το αεροδρόμιο του Μάλεμε, και το 1ο κλιμάκιο της ομάδας «Άρης», υπεύθυνο για τις περιοχές των Χανίων, της Σούδας και του Ρεθύμνου (με το αεροδρόμιό του).
Αργότερα, θα εμφανιζόταν το 2ο κλιμάκιο της ομάδας «Άρης» και η ομάδα «Ωρίων», με στόχο την κατάληψη τη ανατολικής Κρήτης, με κέντρο βάρους το Ηράκλειο και το αεροδρόμιό του. Αμέσως μετά την κατάληψη των ανωτέρω περιοχών, η ομάδα των αλεξιπτωτιστών θα ενισχυόταν από πολεμιστές και πολεμικό υλικό που θα κατέφθαναν διά θαλάσσης. Για την επιτυχή έκβαση της επιχείρησης απαιτούνταν ταχύτητα, ακρίβεια και συντονισμένες κινήσεις.
Από τις αρχές Μαΐου, οι Γερμανοί ξεκίνησαν εντατικές προσπάθειες, να αποκόψουν το νησί από κάθε επικοινωνία και να αναχαιτίσουν τον ανεφοδιασμό του. Υπό τις εντολές του πτεράρχου Ριχτχόφεν, αεροπλάνα βομβάρδιζαν ανελέητα το νησί (ιδίως το Μάλεμε και τη Σούδα) και εμπόδιζαν τα αγγλικά πλοία να πλησιάσουν. Οι εκφορτώσεις πολεμικού υλικού γίνονταν κρυφά και μόνο τη νύχτα και το πολεμικό υλικό, που μετέφεραν, ήταν πενιχρό. Εν τω μεταξύ, τα γερμανικά αεροπλάνα κατάφεραν να καταστρέψουν την αντιαεροπορική άμυνα του νησιού, χτυπώντας αεροπλάνα και προβολείς.
Το βράδυ της 19ης Μαΐου, την παραμονή της γερμανικής εισβολής, οι δυνάμεις, που θα υπερασπίζονταν την Κρήτη, ελληνικές και αγγλικές, ανέρχονταν περίπου στους 43.000 άνδρες, αριθμός επιβλητικός και σχεδόν διπλάσιος του αριθμού των Γερμανών πολεμιστών. Ωστόσο, υπήρχε το πάγιο πρόβλημα του εξοπλισμού, που ήταν ανεπαρκής, ενώ υπήρχε έντονος προβληματισμός για την υπεροχή των Γερμανών στον αέρα. Οι στρατιώτες είχαν διαιρεθεί σε 4 τμήματα, καθένα από αυτά υπεύθυνο για έναν τομέα του νησιού (Μάλεμε, Χανίων–Σούδας, Ρεθύμνου–Γεωργιούπολης και Ηρακλείου).
Η γερμανική επίθεση ξεκίνησε νωρίς το πρωί της 20ης Μαΐου. Γερμανικά αεροσκάφη άρχισαν να βομβαρδίζουν το νησί, με έμφαση στο Μάλεμε και τα Χανιά. Λίγο αργότερα, νέα αεροπλάνα φάνηκαν στον ορίζοντα, τα οποία αποβίβασαν άνδρες με αλεξίπτωτα και ανεμοπλάνα. Οι υπερασπιστές της Κρήτης αιφνιδιάστηκαν, αρχικά, από αυτή την από αέρος απόβαση, ωστόσο σύντομα συνήλθαν και αντεπιτέθηκαν. Οι συγκρούσεις, που ακολούθησαν σε πολλά σημεία της Κρήτης, ήταν σφοδρές και συμμετείχαν ακόμα και απλοί πολίτες, που ενεπλάκησαν σε μάχες σώμα με σώμα με τους Γερμανούς στρατιώτες.
Στο τέλος της ημέρας, οι Γερμανοί δεν είχαν πετύχει τους στόχους τους, δηλαδή δεν είχαν καταλάβει καμία μεγάλη πόλη ή αεροδρόμιο. Ωστόσο, είχαν αποβιβάσει στο νησί έναν ικανό αριθμό δυνάμεων, οι οποίες μπορούσαν να ενισχυθούν. Στο στρατόπεδο των Ελλήνων και των Βρετανών, υπήρχαν σημαντικά προβλήματα. Ο στρατός ήταν διασκορπισμένος σε όλο το νησί και έτσι δεν υπήρχαν εφεδρείες, που θα μπορούσαν να τους ενισχύσουν.
Τις επόμενες ημέρες, οι μάχες συνεχίστηκαν, με τις γερμανικές ενισχύσεις να φθάνουν με καταιγιστικούς ρυθμούς στο νησί και τον συνασπισμό Ελλήνων-Βρετανών να αμύνεται σθεναρά. Όμως η έκβαση της μάχης είχε κριθεί. Οι Γερμανοί εξαπέλυαν καθημερινά σφοδρότατες επιθέσεις. Μερικές ημέρες μετά την έναρξη της μάχης, η δυτική Κρήτη, με κέντρο το Μάλεμε, είχε περάσει σε γερμανικά χέρια. Μέσα στις επόμενες ημέρες, οι περιοχές της Κρήτης πέφτουν η μία μετά την άλλη στα χέρια των Γερμανών, μέχρι που, στις 29 Μαΐου, βρισκόταν ολόκληρη υπό την κυριαρχία τους. Ο Φράιμπεργκ θεωρεί πως οι βρετανικές δυνάμεις πρέπει να εκκενώσουν το νησί κι έτσι, από τις 29 έως τις 31 Μαΐου, οι Βρετανοί στρατιώτες εγκαταλείπουν διά της θαλάσσιας οδού την Κρήτη.
Τα αντίποινα, που ακολούθησαν, ήταν σκληρά. Οι Γερμανοί θεώρησαν σκόπιμο να τιμωρήσουν τα χωριά, που είχαν συμμετάσχει ενεργά στην αντίσταση εναντίον τους, θεωρώντας το ως παράβαση του διεθνούς δικαίου. Έτσι, μέσα στον επόμενο μήνα, χωριά πυρπολήθηκαν και πολλοί κάτοικοί τους, ανεξαιρέτως φύλου και ηλικίας, εκτελέστηκαν. Χωριά, όπως το Κοντομάρι και ο Πλατανιάς, υπέστησαν σοβαρές απώλειες, η χειρότερη, όμως, περίπτωση ήταν αυτή της Κανδάνου, η οποία ισοπεδώθηκε.
Ποιος ήταν ο απολογισμός της πολυήμερης αυτής μάχης; Σοβαρές απώλειες και στα δύο στρατόπεδα και ένας τεράστιος αριθμός θυμάτων από τα αντίποινα των Γερμανών. Ωστόσο, όσο κι αν ακούγεται παράξενο, παρά την επιτυχία τους, οι Γερμανοί ήταν αυτοί που υπέστησαν τις μεγαλύτερες απώλειες, χάνοντας πολλούς περισσότερους άνδρες από ό,τι ήταν αναμενόμενο. Είναι, εξάλλου, χαρακτηριστικό ότι, κατά τη διάρκεια του υπόλοιπου πολέμου, ποτέ ξανά δεν επιχειρήθηκε απόβαση από αέρος με αλεξιπτωτιστές.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Γρηγοριάδης, Σ., Ιστορία της σύγχρονης Ελλάδας, 1941-1974, τ. 1: Κατοχή, εκδ. Χ. Κ. Τεγόπουλος, 2011, σ. 55-92.
- «Ιστορικά», ένθετο της εφημερίδας «Ελευθεροτυπία», τ. 136, 30/5/2002.
- ΓΕΕΘΑ, Ιστορικό Αφιέρωμα για τη Μάχη της Κρήτης, Διαθέσιμο εδώ.