Του Κωνσταντίνου Βασιλείου,
Ο Αντώνης Κατσαντώνης, κατά κόσμον Αντώνης Μακρυγιάννης, γεννήθηκε στον Μάραθο Ευρυτανίας, κάποια στιγμή μεταξύ του 1770-77, με πιο πιθανό έτος γεννήσεως το 1775. Ο πατέρας του, Γιάννης, είχε σαρακατσάνικη καταγωγή, ενώ η μητέρα του, Αρετή, ήταν κόρη του ξακουστού κλεφτοκαπετάνιου των Αγράφων, Βασίλη Δίπλα. Τα πρώτα χρόνια της ζωής του τα πέρασε ως κλασικός Σαρακατσάνος της εποχής, ασχολούμενος με τον τομέα της κτηνοτροφίας. Πιο συγκεκριμένα, ήταν βοσκός στο κοπάδι του πατέρα του, γυρίζοντας όλα τα βουνά των Αγράφων. Όσον αφορά την οικογενειακή του κατάσταση, ήταν παντρεμένος με μια κόρη ενός ξακουστού κτηνοτρόφου της περιοχής, την Αγγελική, με την οποία και απέκτησαν ένα γιο, τον Αλέξανδρο.
Αυτή η φαινομενικά ήσυχη ζωή θα αλλάξει εξ’ ολοκλήρου το 1802. Ο Κατσαντώνης, σε ηλικία 25 ετών, ήρθε σε έντονη διαμάχη με έναν μπουλούκμπαση (αξιωματικό της στρατιωτικής μονάδας των Γενιτσάρων). Ο τελευταίος, αφού τον ξυλοκόπησε, τον συνέλαβε με την κατηγορία της ζωοκλοπής. Τελικά, ο Κατσαντώνης κατάφερε να αποφυλακιστεί, καταβάλλοντας ένα υψηλό ποσό ως λύτρα, έχοντας μετατρέψει πλέον την εκδίκηση ως αυτοσκοπό. Πράγματι, θα σκοτώσει τον μπουλούκμπαση, θα πάρει τα άρματά του και θα εξαφανιστεί από το χωριό, αποφεύγοντας τη δίκη και την τιμωρία του. Το γεγονός αυτό, όπως φημολογείται, ήταν και ο λόγος που απέκτησε το παρατσούκλι του, εκ της τουρκικής λέξης Kaçan (ελλ.=Κατσάν), που σημαίνει φυγόδικος. Τα πράγματα πλέον για τον Κατσαντώνη ήταν δρομολογημένα και μη αναστρέψιμα, με την κλέφτικη ζωή να αποτελεί μονόδρομο.
Σύμφωνα με περιγραφές της εποχής, ο Κατσαντώνης ήταν μικροκαμωμένος, αδύνατος και με λεπτή φωνή, ευκίνητος, με «αστραπηβόλλους οφθαλμούς» και ιδιαίτερη ανδρεία. Δεν άργησε καθόλου να κερδίσει τον σεβασμό και την τυφλή εμπιστοσύνη του παππού και νονού του, Βασίλη Δίπλα, στο κλέφτικο μπουλούκι του οποίου είχε καταφύγει μαζί με τους αδερφούς του, Γεώργιο Χασιώτη και Κώστα Λεπενιώτη. Ο Καπετάν Δίπλας, λοιπόν, μέσα σε σύντομο χρονικό διάστημα, δεν θα διστάσει να του παραχωρήσει την αρχηγία των 80 και πλέον ανδρών του.
Σε ολόκληρη την κλέφτικη ζωή του, ο Κατσαντώνης αποτέλεσε ο φόβος και ο τρόμος των δυνάμεων του Αλή Πασά των Ιωαννίνων. Αναλυτικότερα, μια από τις πρώτες μάχες στην οποία είχε ενεργό ρόλο, ήταν εκείνη στην Τριφύλλα του Κλειτσού, το 1803 ή το 1805. Κατά τη διάρκεια της συγκεκριμένης μάχης, αντιμετώπισε με επιτυχία, οδηγώντας τους σε φυγή, μια στρατιωτική ομάδα 200 Τουρκαλβανών, ενώ συγχρόνως σκότωσε ο ίδιος τον δερβέναγα Ιλιάσμπεη. Το μίσος του για τον Αλή Πασά και τους στρατιώτες του ήταν αδυσώπητο και πήγαζε από το γεγονός ότι ο τελευταίος είχε διατάξει την φυλάκιση των γονιών του Κατσαντώνη στα Ιωάννινα, όπου και βασανίστηκαν, βρίσκοντας, τελικά, μαρτυρικό θάνατο.
Παρόμοια τύχη με τον Ιλιάσμπεη θα έχουν κι άλλοι δερβέναγες, όπως ο Κουτζουμουσταφάμπεης, ο Χασάν Μπελούσης, ο Αλούς Μπεράτης, αλλά κι ο Μπεκήρ Τζουγαδούρος, όλοι νεκροί από τα χέρια του Κατσαντώνη. Μάλιστα, το 1808 στη θέση «Στου Ληστή» Βάλτου, κοντά στα σημερινά Μαλατέικα Αιτωλοακαρνανίας, θα καταφέρει να σκοτώσει τον ξακουστό, τόσο για την σκληρότητα όσο και την ανδρεία του, δερβέναγα Βεληγκέκα, ο οποίος κατέχει ιδιαίτερα σημαντική θέση ως χαρακτήρας του ελληνικού θεάτρου σκιών. Ανάμεσα στους άντρες του ήταν και ο Γεώργιος Καραϊσκάκης, ο μετέπειτα Σταυραητός της Ρούμελης. Τα κατορθώματα του Κατσαντώνη διαδίδονταν μεταξύ των υπόδουλων Ελλήνων, με πολλά από αυτά να αποτυπώνονται στα δημώδη και κλέφτικα άσματα. Στο πρόσωπο του ηρωικού κλεφταρχηγού, που λοιδορούσε τις οθωμανικές αρχές, έβλεπαν τις ελπίδες τους για ελευθερία να αναπτερώνονται.
Η σημαντικότερη στιγμή στην κλέφτικη ζωή του Κατσαντώνη θεωρείται εκείνη που συμμετείχε στο συνέδριο της Λευκάδας τον Ιούλιο του 1807. Μετά την υπογραφή της συνθήκης του Τιλσίτ, αλλά και της ανακωχής μεταξύ της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας και της Ρωσίας, ο Αλή Πασάς αποσκοπούσε στην κατάληψη της Λευκάδας και την καταστροφή των ελληνικών δυνάμεων. Για αυτόν τον λόγο, η Ρωσία είχε τοποθετήσει ως έκτακτο επίτροπο της περιοχής τον Ιωάννη Καποδίστρια, ο οποίος ήταν και εκείνος που οραματίστηκε και σχεδίασε την οργάνωση ενός συνεδρίου, που θα περιλάμβανε όλους τους σπουδαίους οπλαρχηγούς της εποχής.
Ο Κατσαντώνης δεν ήταν δυνατόν να λείπει από αυτό το συνέδριο. Οκτώ ημέρες φαίνεται ότι χρειάστηκε ο Κατσαντώνης, με τη συνοδεία του Κίτσου Μπότσαρη, για να φτάσουν από τα λημέρια των Αγράφων στη Λευκάδα. Οκτώ ημέρες αδιάκοπων νικηφόρων μαχών και συγκρούσεων με τις δυνάμεις του Αλή Πασά. Μάλιστα, στην τελευταία μάχη, στο «Γιοφύρι του Μανώλη», κοντά στο μοναστήρι της Τατάρνας, έχασε τη ζωή του και ο Καπετάν Δίπλας. Στο συνέδριο της Λευκάδας, ο Καποδίστριας θα έχει την ευκαιρία να γνωρίσει για πρώτη φορά πολλούς από τους μετέπειτα πρωταγωνιστές της Επανάστασης. Οι οπλαρχηγοί θα βάλουν στην άκρη τις διχόνοιες και τις διαφωνίες τους και θα ορκιστούν να αγωνιστούν για την ελευθερία του Γένους. Τα θεμέλια του Αγώνα μόλις είχαν τοποθετηθεί.
Ωστόσο, το τέλος για τον Κατσαντώνη ήταν κοντά. Το καλοκαίρι του 1808, ο σπουδαίος οπλαρχηγός, ενώ βρισκόταν στα γνωστά του λημέρια των Αγράφων, θα αρρωστήσει βαριά. Καταπονημένος από την ευλογιά και στην προσπάθειά του να αναρρώσει, είχε καταφύγει σε ένα σπήλαιο, κοντά στο χωριό Μοναστηράκι. Δυστυχώς, ο Αλή Πασάς θα πληροφορηθεί την κρυψώνα του και ύστερα από σκληρή μάχη ο Κατσαντώνης θα συλληφθεί μαζί με τους δύο αδερφούς του. Όλοι μαζί θα οδηγηθούν στα Ιωάννινα, όπου εκεί ο Αλή Πασάς θα προσπαθήσει να πείσει τον σπουδαίο οπλαρχηγό να φανερώσει πού έκρυβε τους θησαυρούς του, με αντάλλαγμα την ιατρική φροντίδα του. Ο Κατσαντώνης, αφού αρνήθηκε να προσκυνήσει, καταδικάστηκε σε θάνατο, με τον αιμοβόρο Αλή να διατάζει να του σπάσουν τα κόκκαλα.
Αυτός ήταν ο Αντώνης Κατσαντώνης, το λιοντάρι της κλεφτουριάς. Κανένας άλλος κλέφτης της εποχής του δεν αγαπήθηκε τόσο πολύ από τον ελληνικό λαό. Ο θρύλος του Κατσαντώνη έμεινε ζωντανός στα βουνά και σύντομα έλαβε την πρέπουσα θέση στη λαϊκή συνείδηση και τέχνη. Δεν ήταν μόνο τα πολεμικά του κατορθώματα, αλλά και το γεγονός ότι δεν συμβιβάστηκε ποτέ με καμία εξουσία ούτε εγκατέλειπε τις ιδέες του. Οι μετέπειτα αγώνες για την ελευθερία και την αυτοδιάθεση των Ελλήνων, που οραματίζονταν τη στιγμή που θα αποκτούσαν το δικό τους κράτος, στηρίχτηκαν στη θυσία ηρώων, όπως ο Κατσαντώνης, με το αίμα τους να αποτελεί τον βωμό πάνω στον οποίο η επόμενη γενιά των επαναστατών έδωσαν όρκους ιερούς.
Βιβλιογραφία
- Καμπούρογλου Δ. Γ. (1913), Αρματωλοί και κλέφτες (1453–1821). Αθήνα: Εκδ. Οίκος Άγκυρας.
- Συλλογικό Έργο (1975), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος ΙΑ’ Ο ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία (1669-1821) Τουρκοκρατία–Λατινοκρατία. Αθήνα: Εκδ. Αθηνών
- Βακαλόπουλος Ε. Α. (2005), Νέα Ελληνική Ιστορία: 1204–1985. Θεσσαλονίκη: Εκδ. Βανιάς.