Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Πολλές περιοχές της Ελλάδας συνεισέφεραν τα μέγιστα, τόσο στα προεπαναστατικά χρόνια όσο και κατά τη διάρκεια της Επανάστασης, για την ελευθερία της πατρίδος. Καμία, όμως, περιοχή δεν έδωσε περισσότερα από το Σούλι και τη Μάνη. Η αδούλωτη Μάνη, φωλιασμένη στα απάτητα βουνά του σημερινού Νομού Λακωνίας, προσέφερε, μαζί με τα ανυπότακτα Σουλιμοχώρια, πλήθος παλικαριών και ηρώων, που τα κορμιά τους αποτέλεσαν ρίζες για το δέντρο της Ελευθερίας. Ένα τέτοιο παλικάρι ήταν και ο Ζαχαριάς.
Ο Ζαχαριάς γεννήθηκε στις 22 Οκτωβρίου 1759, στην Μπαρμπίτσα Λακωνίας, εξ’ ου και το προσωνύμιο Μπαρμπιτσιώτης, με το οποίο έμεινε στην Ιστορία. Πέρασε τα παιδικά του χρόνια ως βοσκόπουλο είτε στο οικογενειακό κοπάδι είτε στα κοπάδια συγχωριανών του. Το 1774, σε ηλικία 15 ετών, βιώνει τον χαμό του αδελφού του, ο οποίος σκοτώνεται από σπάχηδες (Τούρκους ιππείς). Στα 17 του, διψώντας για εκδίκηση, εντάσσεται στο σώμα του καπετάνιου Μάτζαρη, με τον τελευταίο να τον δέχεται με κάποιες επιφυλάξεις. Σύντομα, το σώμα του Μάτζαρη διασταυρώνεται με ένα σώμα Τούρκων. Ακολουθεί σύγκρουση κοντά στο μοναστήρι της Ρεκίτσας, στην οποία ο Ζαχαριάς διακρίνεται για την ανδρεία και την αποφασιστικότητά του, καταδιώκοντας τους Τούρκους. Στη μοιρασιά των λαφύρων, μετά τη μάχη, ο Μάτζαρης αρνήθηκε να δώσει μεγαλύτερο μερίδιο στο Ζαχαριά, όπως ζήτησαν τα παλικάρια του και όπως του άξιζε. Μετά από αυτή τη διαφωνία, 60 από τα παλικάρια του Μάτζαρη ανακήρυξαν τον Ζαχαριά αρχηγό τους, με τον νεαρό κλέφτη να αποκτά δικό του μπουλούκι και να σηκώνει δικό του μπαϊράκι κατά των Τούρκων.
Αξίζει εδώ να παρατεθεί μια σύντομη περιγραφή του νεαρού καπετάνιου. Μετρίου αναστήματος, με πλάτες φαρδιές και μακριά μαύρα μαλλιά, τα οποία περιέβαλαν το ροδαλό πρόσωπό του. Μια ουλή στο δεξί του φρύδι και ένα στριφτό μουστάκι ολοκλήρωναν την εικόνα του. Μια εικόνα που όσο ήρεμη και γαλήνια ήταν σε στιγμές ειρήνης, τόσο τρομερή και άγρια γινόταν την ώρα της μάχης.
Από κάποιους μελετητές έχει διασωθεί η τελετουργία μύησης ενός παλικαριού στο σώμα του Ζαχαριά. Σύμφωνα με τις πληροφορίες, ο καπετάνιος εγκλώβιζε τον άντρα με μια λαβή στο λαιμό και τον ξύριζε χωρίς σαπούνι και νερό! Εάν ο άντρας υπέμενε τη δοκιμασία χωρίς την παραμικρή κραυγή πόνου, γινόταν δεκτός, καθώς μπορούσε να αντέξει τον σωματικό πόνο και τις κακουχίες, που η κλέφτικη ζωή επιφυλάσσει σε όποιον την ακολουθήσει.
Μετά τη μάχη της Ρεκίτσας, ο Ζαχαριάς αφήνει για ένα διάστημα την κλεφτική ζωή και εργάζεται ως φύλακας στα τσιφλίκια του Μπέη της Μονεμβασιάς. To 1780, μετά την μάχη στον πύργο της Καστάνιτσας και τον χαμό του Παναγιώταρου και του Κωνσταντή Κολοκοτρώνη, οι κλέφτες της Μάνης τον ζητούν για αρχηγό τους. Ο ίδιος, δίχως δεύτερη σκέψη, εγκαταλείπει επεισοδιακά τον Μπέη και γυρνά στην κλέφτικη ζωή, οργανώνοντας το σώμα του και υψώνοντας ξανά το μπαϊράκι του. Φτάνοντας με το σώμα του στο χωριό Σάλεσι, δίνει σκληρή μάχη με τους Τούρκους, τους οποίους τρέπει σε φυγή.
Οι επιτυχίες του μεγαλώνουν τη φήμη του, η οποία έφτασε στα αυτιά των Νικολαίων, ξακουστών κλεφτών του Ταϋγέτου. Ερχόμενοι σε επαφή μαζί του, τάσσονται στο πλευρό του, εξασφαλίζοντάς του πολεμοφόδια. Λίγο καιρό αργότερα, νυμφεύεται μια συγγενή των Νικολαίων και εγκαθίσταται στη Λογγάστρα, από την οποία φεύγει λίγο αργότερα και εγκαθίσταται στην Μπαρμπίτσα, όπου χτίζει δύο πύργους. Η εγκατάστασή του αυτή έφερε μεγάλη αναστάτωση στους Τούρκους της περιοχής, οι οποίοι γνώριζαν πόσο επικίνδυνος μπορεί να γίνει για αυτούς. Σύντομα, ο Ζαχαριάς επιβεβαιώνει τη φήμη του, εξοντώνοντας σε μια φονική μάχη τον αδίστακτο Τοψίμπαση (αξιωματούχο) της περιοχής, Κουλελέ. Ακολούθησαν και άλλες μάχες στην ευρύτερη περιοχή της Μάνης, με το Ζαχαριά να αναδεικνύεται νικητής σε όλες.
Το 1785 αποτελεί χρονολογία-σταθμό στη ζωή του Ζαχαριά, καθώς αποφασίζει να υλοποιήσει ένα σχέδιο, το οποίο θα σημαδέψει τη ζωή του. Η Αρματολική Ομοσπονδία, όπως την ονόμασε, προέβλεπε την ύπαρξη μιας ομάδας κλεφτών σε κάθε μια από τις 24 επαρχίες του Μοριά, οι οποίες θα έδρευαν στα βουνά της Πελοποννήσου. Κέντρο της Ομοσπονδίας θα ήταν ο Ταΰγετος. Οι ομάδες αυτές θα αναγνωρίζονταν από τον Μόρα Βαλεσή και την Πύλη, και θα είχαν ως επίσημο στόχο την προστασία των επαρχιών και των κατοίκων τους. Η πληρωμή των παλικαριών θα γινόταν από τους φόρους που εισέπρατταν οι δημογέροντες των επαρχιών, χωρίς φυσικά να επιβαρύνονται οι ραγιάδες. Πέραν του επίσημου στόχου, ο Ζαχαριάς αποσκοπούσε, με το σχέδιο αυτό, στον περιορισμό των εξουσιών των Τούρκων διοικητών, στην απομάκρυνση των Αλβανών Μπουλουμπασίδων, μισθοφόρων της Πύλης, και την αντικατάστασή τους με τους αρματολούς, καθώς και στον περιορισμό της ασυδοσίας των δημογερόντων, που ακολουθούσαν τον τρόπο διακυβέρνησης των Τούρκων. Τέλος, με αυτή την εξουσία, που θα έπαιρναν στα χέρια τους, θα συνέβαλαν στη διαμόρφωση μιας μορφής αυτοδιοίκησης στην Πελοπόννησο. Στο σχέδιο αυτό, είχε ως αρωγούς τους νεαρούς τότε Θεόδωρο Κολοκοτρώνη και Θανάση Πετμεζά.
Τα σχέδια του Ζαχαριά αναστάτωσαν τους προεστούς της Μάνης και των άλλων περιοχών, οι οποίοι έβλεπαν στα σχέδια αυτά τόσο την οργή των Τούρκων πάνω από τα κεφάλια τα δικά τους και των αμάχων, όσο και τον περιορισμό των προνομίων τους. Οι προσπάθειες των Τούρκων, από την άλλη, να συγκεντρώσουν στρατό και να κινηθούν μαζικά κατά των κλεφτών, δεν ευοδώθηκαν, καθώς ο κάθε νταϊφάς χτυπούσε τους Τούρκους στην εκάστοτε επαρχία, καθηλώνοντάς τους στις βάσεις τους. Μετά από μια ακόμη μάχη κοντά στο Μοναστήρι της Μαλεβής, κοντά στον Άγιο Πέτρο Κυνουρίας, καταφεύγει στην Κορινθία, όπου συναντιέται με τους αρχηγούς των 24 μπουλουκιών, τα οποία αποτελούσαν την Ομοσπονδία. Στην Κορινθία, συνεργάζεται, για ένα διάστημα, με τον διοικητή Κιαμήλμπεη, ο οποίος τον καλοδέχεται και του αναθέτει τη φύλαξη της περιοχής του, παρέχοντάς του, φυσικά, την απαραίτητη μισθοδοσία (λουφέδες).
Η καταστροφή, όμως, του Μοναστηριού της Μαλεβής από τους Τούρκους αναγκάζει τον Ζαχαριά να επιστρέψει στα γνωστά του λημέρια, αποφασισμένος να τιμωρήσει παραδειγματικά τους Τούρκους για αυτή τους την πράξη. Παρά τις εκκλήσεις των κατοίκων της περιοχής να μην δώσει συνέχεια στο γεγονός και να αποφευχθούν τα αντίποινα, ο ίδιος, αφού καίει τους πύργους του, αντιλαμβανόμενος την ενέδρα των Τούρκων σε μια ρεματιά, κλείνει τις όχθες της με τις δυνάμεις του, τις οποίες είχε διαιρέσει, και τους εξολοθρεύει. Μετά τη νίκη του αυτή, καθιστά φανερό στους διώκτες του πως δεν νικιέται εύκολα. Έτσι, ο Μόρα Βαλεσή και η Πύλη τον αναγνωρίζουν ως γενικό Δερβέναγα, με την Πύλη να του παρέχει τη μισθοδοσία των αρματολών.
Βέβαια, η αποδοχή αυτή δεν κράτησε πολύ, καθώς ο σκοπός του διοικητή της Πελοποννήσου ήταν, όπως έδειξαν οι ενέργειές του, να εξοντώσει τον Ζαχαριά με ύπουλο τρόπο. Έτσι, προσπάθησε να τον δολοφονήσει αρκετές φορές, συνεργαζόμενος, μάλιστα, και με τους μέχρι πρότινος συντρόφους του καπετάνιου, τους Νικολαίους. Όμως ο Ζαχαριάς ειδοποιήθηκε και εξόντωσε την απειλή, εξοργισμένος με την προδοσία των συγγενών του. Μετά από αυτό, ο Ζαχαριάς προκαλεί τον αντίπαλό του σε ανοιχτή σύγκρουση στα Ημπλάκικα χωριά, στα Ανατολικά του Μεσσηνιακού κόλπου.
Οι δύο αντίπαλοι συναντήθηκαν στο Αγριλοβούνι. Ο Ζαχαριάς είχε υπό τις διαταγές του 1.300 Αρβανίτες, οι οποίοι διώκονταν και αυτοί από τους Τούρκους και είχαν συμμαχήσει με τον Μανιάτη αρχηγό, 600 Μανιάτες, ενώ το στράτευμα συμπλήρωναν τα 400 παλικάρια του Ζαχαριά. Από αυτούς ο δαιμόνιος αρματολός είχε αποσπάσει 700 άνδρες, δίνοντάς τους εντολή να επιτεθούν την κατάλληλη στιγμή στα νώτα του εχθρού. Τέλος, γύρω από τις θέσεις τους οι αμυνόμενοι είχαν σκάψει μια γράνα, την οποία είχαν καλύψει με θάμνους. Ο Μόρα Βαλεσή, από την άλλη, είχε συγκεντρώσει πολλαπλάσιες δυνάμεις από όλους τους βοεβόδες των επαρχιών. Η μάχη ξεκίνησε σφοδρή, με τους δύο αντιπάλους να κρατούν τις θέσεις τους. Η επίθεση, όμως, του ισχυρού τουρκικού ιππικού κατέληξε σε πανωλεθρία, καθώς κατέληξε στη γράνα των αμυνομένων, δημιουργώντας σύγχυση στους επιτιθέμενους και δίνοντας την ευκαιρία στους Έλληνες να αντεπιτεθούν, κερδίζοντας τη μάχη και ταπεινώνοντας τους Τούρκους.
Η μάχη αυτή συνέβη το 1787, έτος κατά το οποίο η Τουρκία εισήλθε σε πόλεμο με τη Ρωσία. Με αυτά τα δεδομένα, ο Σουλτάνος, θέλοντας να κατευνάσει τις διαμάχες στο εσωτερικό του κράτους του, διορίζει ως Μέγα Δερβέναγα του Μοριά το Ζαχαριά, ανακουφίζοντας έτσι Τούρκους και Έλληνες. Μέχρι το 1792, ο Ζαχαριάς πραγματοποιούσε τα σχέδιά του. Εκείνη τη χρονιά, όμως, ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος λήγει και ο Σουλτάνος ψάχνει αφορμή να ξεφορτωθεί τον μπελά αυτό. Η βοήθεια που προσέφερε ο Ζαχαριάς στον καταζητούμενο Ανδρούτσο, πατέρα του Οδυσσέα, και στα παλικάρια του, μετά τη συντριβή του Κατσώνη, έπληξαν την εμπιστοσύνη που είχαν δώσει οι Τούρκοι στην Ομοσπονδία.
Στα τέλη του 18ου αιώνα, ο Ζαχαριάς βρίσκεται στο απόγειό του. Οι Έλληνες τον σέβονται και οι Τούρκοι τρέμουν στο άκουσμα του ονόματός του. Οι ιδέες της Γαλλικής Επανάστασης και η επέλαση του Ναπολέοντα αποτελούν, στα βουνίσια μάτια του, μια μοναδική ευκαιρία για την ελευθερία του Γένους με την αρωγή της Γαλλίας. Έρχεται σε επαφή με τον Ναπολέοντα, χωρίς όμως να αποσπάσει κάτι ουσιαστικό. Με την άφιξη ενός απεσταλμένου του στη Μάνη, οι Τούρκοι ταράζονται σφοδρά. Ξεκινούν ένα άγριο κυνηγητό των κλεφτών και το 1800 έχουν καταφέρει να εξοντώσουν ένα μεγάλο ποσοστό τους. Όσοι από τους παλιούς του συντρόφους είχαν επιζήσει κατέφυγαν είτε στα απάτητα βουνά είτε στα Επτάνησα.
Μετά το 1803, χρονιά κατά την οποία ο Αλή Πασάς κατάφερε να δαμάσει το Σούλι, ήρθε η σειρά του Μοριά και όσων αρματολών είχαν απομείνει από την Ομοσπονδία. Ένας ακόμη λόγος που τους έκανε να βιαστούν ήταν και η ανανέωση των επαφών ανάμεσα στον Ζαχαρία και τον Ναπολέοντα, με τον τελευταίο να στέλνει καράβι με εφόδια στη Μάνη, αποκαλώντας τον Ζαχαριά στις επιστολές του «στρατηγό».
Όμως, τον Ζαχαριά δεν τον έπιανε βόλι. Ψηλά στα αγέρωχα βουνά της Μάνης παρέμενε ανίκητος. Βγήκε τότε φιρμάνι πως όποιος παραδώσει στους Τούρκους τον Ζαχαριά ζωντανό θα γίνει μπέης της Μάνης. Όπως οι περισσότεροι ήρωες, έτσι και ο Ζαχαριάς βρήκε τραγικό θάνατο από χέρι φιλικό, το 1805. Ο κουμπάρος του, ο Κουκέας, τον κάλεσε στον πύργο του. Εκεί, ανεβαίνοντας τη σκάλα, τον περίμεναν τρεις άνδρες, όπου τον πυροβόλησαν με τρομπόνια (ναυτικά τουφέκια), σκοτώνοντάς τον ακαριαία. Έτσι, πέθανε ο Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης, ένας ήρωας που κατάφερε να ενώσει τους κλέφτες του Μοριά, τονώνοντας με τις ένδοξες νίκες του το επαναστατικό φρόνημα των υπόδουλων Ελλήνων.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Συλλογικό Έργο (1929) Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια Τόμος Τέταρτος Αθήνα: Εκδ. Μεγάλης Στρατιωτικής και Ναυτικής Εγκυκλοπαίδειας
- Βαρβιτσιώτης Λ. Ι. (1967), Άγνωστες Σελίδες του 1821–Ο Καπετάν Ζαχαριάς ο Λακεδαιμόνιος. Αθήνα
- Καργάκος Σ. Ι. (1998) Ζαχαριάς Μπαρμπιτσιώτης–Ο θρύλος της κλεφτουριάς Αθήνα: Εκδ. Σιδέρης
- Αγιαννίδης Π. (2020) Της Πατρίδας μου η σημαία από την Αρχαιότητα έως σήμερα Αθήνα: Εκδ. Αλτερ Έγκο