Της Γεωργίας Δέδε,
Ο σύγχρονος άνθρωπος φαίνεται να ζει μέσα στον φόβο. Ο φόβος για τα ατομικά του δικαιώματα, ο φόβος για την υγεία του, ο φόβος για την παρεχόμενη εκπαίδευση, ο φόβος της ανεργίας, ο φόβος της επιβίωσης, ο φόβος για την κατάλυση των εθνικών του συνόρων, ο φόβος αλλοίωσης του εθνικού του πολιτισμού, αποτελούν μερικά από τα παραδείγματα των ανασφαλειών που βιώνουμε σήμερα. Το τωρινό κύμα πανδημίας του κορωνοϊού αποτελεί, και όχι αδίκως, τη βασική πηγή φόβου της δεκαετίας και ίσως της γενιάς μας. Όλοι ανεξαιρέτως βρισκόμαστε υπό το καθεστώς του φόβου, της ανασφάλειας και του άγχους για το αύριο. Θα μπορούσε να πει κανείς ότι είμαστε έρμαια των κατακλυσμιαίων συναισθημάτων μας, όμως κατά πόσο μια ίσως αποκλειστικά ψυχολογική ερμηνεία της κατάστασης είναι αντιπροσωπευτική της πραγματικότητας; Μήπως ο φόβος, η ανασφάλεια και το άγχος έχουν τις ρίζες τους στην ίδια την μορφή και οργάνωση της σημερινής κοινωνίας;
Απότοκα της παγκοσμιοποίησης δεν θεωρούνται μόνο η ελεύθερη διακίνηση αγαθών, ανθρώπων, πληροφοριών και κεφαλαίων. Αντίθετα, η παγκοσμιοποίηση έφερε μαζί της και αρνητικά στοιχεία, όπως είναι η υποβάθμιση του κοινωνικού κράτους, η υποχώρηση του έθνους-κράτους, ο εθνικισμός, η βία και η τρομοκρατία. Η «πλανητική ανομία» καθιστά τον πολίτη ευάλωτο, μη ικανό να ελέγξει τις συνεχόμενες αλλαγές και να υπερασπιστεί τον εαυτό του. Κι όμως οι φόβοι μας έχουν λόγο προέλευσης. Οι αναρίθμητοι κίνδυνοι που αντιμετωπίζει καθημερινά ο σύγχρονος άνθρωπος, οι φόβοι σχετικά με τις αποτυχίες σε επίπεδο διαπροσωπικών σχέσεων, σε επίπεδο εργασίας, εκπαίδευσης και υγείας, διαμορφώνουν ένα τοπίο αβεβαιότητας, που υπονομεύει τη συλλογική ζωή. Τα ατομικά και κοινωνικά δικαιώματα του πολίτη αμφισβητούνται και τίθενται εκ νέου σε διαπραγμάτευση, ενώ ταυτόχρονα το πάλαι ποτέ κράτος πρόνοιας υποχωρεί και καταρρέει στον βωμό της ελεύθερης αγοράς. Φτάνει να σκεφτούμε το πλήγμα που δέχονται ακόμη και σήμερα εν μέσω πανδημίας η δημόσια υγεία και η δημόσια εκπαίδευση. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, ο σύγχρονος πολίτης τείνει να εστιάζει στην ατομική επιβίωση, όντας απροστάτευτος μπρος σε έναν κόσμο που αλλάζει συνεχώς μορφή, σε έναν κόσμο όπου ο σεβασμός, η αλληλεγγύη και τα ανθρώπινα δικαιώματα τίθενται εν αμφιβόλω ή και καταστρατηγούνται. Ο κοινωνικός ιστός διαρρηγνύεται και κάθε μέλος αυτού εναγωνίως υιοθετεί στάσεις αμυντικές και δράσεις που συχνά εισάγουν την κοινωνία σε έναν φαύλο κύκλο φόβου, ανασφάλειας και βίας.
Χαρακτηριστικό παράδειγμα παραγωγής φόβου και ανασφάλειας σε εθνικό κι ευρωπαϊκό επίπεδο αποτελεί το ζήτημα της μετανάστευσης. Η συνεχής παρουσία προσφύγων, μεταναστών, αιτούντων άσυλο εντός των εθνικών κι ευρωπαϊκών συνόρων, εγείρουν αισθήματα φόβου κι ανασφάλειας, καθώς αυτοί φέρονται να απειλούν την ήδη επαπειλούμενη κοινωνική ασφάλεια και ευημερία. Ας σκεφτούμε τους μετανάστες και τους πρόσφυγες, οι οποίοι ως εποχικοί εργάτες, υπό την κρίση της πανδημίας, πολλές φορές στοχοποιήθηκαν ότι διέσπειραν τον ιό, ενώ υπόλοιποι παράγοντες διασποράς του ιού (π.χ. ΜΜΜ) βρίσκονταν εκτός ελέγχου. Οι κοντινοί μας ξένοι, όντας οι ίδιοι γνήσιο απότοκο της παγκοσμιοποίησης, αποστερημένοι από οποιαδήποτε μορφή κρατικής υποστήριξης στη «νέα πατρίδα», βρίσκονται αποκλεισμένοι, απομονωμένοι από το κοινωνικό σύνολο, σε στρατόπεδα συγκέντρωσης, ως κοινωνικοί απόκληροι, και συχνά πλην μάταια γίνονται οι αποδέκτες των φόβων και της επιθετικότητας που βιώνει το σύγχρονο άτομο. Όμως, προσοχή, μην πέσετε στην παγίδα. Οι πολιτικές πρακτικές συνεχίζουν να καλλιεργούν εντέχνως προκαταλήψεις και στερεότυπα εναντίον του ορατού εχθρού, απαντώντας στην ερώτηση «Τις πταίει;», «τα αλλότρια», και καλλιεργώντας με αυτόν τον τρόπο περαιτέρω τον φόβο και την ανασφάλεια. Συνεπώς, τα θύματα εν προκειμένω είναι οι «ασταθείς με σάρκα και οστά», αλλά και το κοινωνικό σύνολο, στην πλάτη των οποίων ανέκαθεν παίζεται το παιχνίδι του «καλού» και του «κακού». Είναι γεγονός πως σήμερα βρισκόμαστε υπό το κράτος του φόβου, ως δυνάμει αποκλειόμενοι μεταξύ αποκλεισμένων, με τον κίνδυνο να απορριφθούμε από το κοινωνικό γίγνεσθαι. Η κοινωνία αλλάζει, όπως αλλάζουν και οι παγκόσμιες ροπές. Είναι στιγμή, όμως, να αναρωτηθούμε αν μπορούμε και αν θέλουμε να δώσουμε ξανά έμφαση στη συλλογικότητα, εφορμώντας από την κοινή μας μοίρα: Ότι όλοι είμαστε άνθρωποι.