Της Μαρίας Τάκη,
Εγώ δεν ήξερα τον Παύλο Σιδηρόπουλο. Ήξερα όμως το τραγούδι του. Όταν ήμουν μικρή, ο μπαμπάς μου έπαιζε στην κιθάρα του το «Να μ’ αγαπάς» για να με ξυπνήσει κι εγώ -από τις δικές του αφηγήσεις- μονάχα τον κοιτούσα, χαμογελούσα και σηκωνόμουν χωρίς παράπονο. Ποιο πιτσιρίκι δεν θα ήθελε τέτοιο ξύπνημα; Η μελωδία του συγκεκριμένου κομματιού ήχησε ξανά στα αυτιά μου χρόνια αργότερα, ανέσυρε τις παιδικές μου αναμνήσεις και τότε έψαξα να μάθω για πρώτη φορά για τον πρίγκιπα της Ελληνικής Ροκ σκηνής. Τον ροκά, που βιάστηκε να καεί.
Τον Παύλο Σιδηρόπουλο.
Γεννημένος στην Αθήνα τον Ιούλιο του 1948, προερχόταν από αστική οικογένεια. Είχε μια μικρότερη αδερφή την Κατερίνα, ενώ ο πατέρας του, ιδιαίτερα έξυπνος και ανοιχτόμυαλος για την εποχή εκείνη, τον παρότρυνε να ασχοληθεί με τα μαθηματικά. Το ανήσυχο πνεύμα του Παύλου, όμως, δεν μπορούσε να χωρέσει σε μαθηματικές εξισώσεις και θεωρήματα και γρήγορα έστρεψε το ενδιαφέρον του στη μουσική. Το ταλέντο του έγινε γρήγορα αντιληπτό από τους τότε καλλιτεχνικούς κύκλους, ενώ η ομορφιά και η απλότητά του τον έκαναν να ξεχωρίζει.
Ο Παύλος ήταν μόνιμα διχασμένος. Από τη μια η επαναστατική του φύση και από την άλλη η ευγένεια και η κοσμιότητα. Έπαιζε σε καταγώγια με την ίδια ευκολία που έπινε καφέ στο Κολωνάκι. Δισέγγονος του Ζορμπά και ανιψιός της Έλλης Αλεξίου, είχε δυο κόσμους μέσα του που πάλευαν. Και από αυτή τη σύγκρουση έβγαινε είτε η καταστροφή είτε η δημιουργία.
«Ο Παύλος ήταν το μεγαλύτερο ροκ αστέρι τη γενιάς μας. Οι υπόλοιποι προσπαθούσαμε να είμαστε ροκ. Ο Παύλος το είχε», θα πει ο Αντώνης Καφετζόπουλος, ενώ ο Γιάννης Αγγελάκας θα ομολογήσει πως «το Ελληνικό Ροκ τα χρωστάει όλα σ’ εκείνον». Έμπνευσή του; Ο Μικ Τζάγκερ, ο Βασίλης Τσιτσάνης, ο Μάρκος Βαμβακάρης. Δυο κόσμοι τόσο διαφορετικοί για τον υπόλοιπο κόσμο και τόσο συγγενικοί για τον Παύλο. Χόρευε ζεϊμπέκικο και λάτρευε το ρεμπέτικο, ενώ την ίδια στιγμή χανόταν στις μελωδίες της ροκ. «Το ανατολίτικο ροκ είναι το ρεμπέτικο, έτσι πίστευε», έχει δηλώσει η αδερφή του. Κι ίσως γι’ αυτό να έμεινε ως ο πρωτοπόρος στον χώρο του. Γιατί κατάφερε να παντρέψει και να αντλήσει έμπνευση από ακούσματα ετερόκλητα, που δεν είχαν συνοχή σε κανέναν κοινό νου, παρά μόνο για τον ίδιο.
Ο Παύλος ερωτευόταν. Συχνά και πολύ. «Ο σατανάς και ο θεός», έχει πει για τις γυναίκες. Όταν ερωτευόταν, ήταν εκεί. Ολοκληρωτικά. Δεν τον ενδιέφεραν οι φίλοι, η μουσική, οι στίχοι, γινόταν άλλος άνθρωπος. Η Γιόλα, όμως, ήταν ο μεγαλύτερος έρωτάς του, η γυναίκα -μετά τη μητέρα του- που τον σημάδεψε καθολικά και αιώνια. Μια παρουσία σταθμός στη ζωή του, μια γυναίκα που δεν βρήκε εξυπνότερη και πιο πνευματώδη από εκείνη. Μια γυναίκα που, δυστυχώς, τον έβαλε στα ναρκωτικά.
Γιατί, ναι, ο Παύλος είχε και μια αγάπη όχι και τόσο αθώα. Τα ναρκωτικά. «Όποιος παίρνει ηρωίνη, λίγο πολύ, ξέρει τι παίρνει», είχε πει μπροστά στην κάμερα. Κι όχι μόνο, αλλά μίλησε ανοιχτά για τη μεθαδόνη στο αμφιθέατρο της Νομικής Σχολής Αθηνών. Σε μια εποχή που τα ναρκωτικά ήταν (και συνεχίζουν να είναι) ταμπού, σε ένα καλλιτεχνικό στερέωμα που χώροι κολοσσοί της εποχής (χαρακτηριστικό «το Ρόδον» που δεν τον κάλεσε ποτέ να παίξει) του έκλεισαν την πόρτα, ο Παύλος βγήκε και μίλησε ανοιχτά για τα ναρκωτικά. Εξάλλου, «η μουσική του θα τον έσωζε και πάλι», όπως έχει πει χαρακτηριστικά η Δήμητρα Γαλάνη.
Η μουσική, όμως, δεν κάνει θαύματα. Δεν μπορεί. Το ’90 χάνει τη μητέρα του και τον χειμώνα της ίδιας χρονιάς το χέρι του αχρηστεύεται για πάντα. Ο πρίγκιπας της ροκ χάνει το στέμμα του, γιατί δεν μπορεί να παίξει κιθάρα πια. Στις 6 Δεκεμβρίου, η φίλη στο σπίτι της οποίας έμεινε το βράδυ ο Παύλος τηλεφωνεί στις παρέες του για να τους πει ότι «έφυγε». Τον σκότωσε η υπερβολική δόση ηρωίνης.
Ο Παύλος ήταν ένας αιώνιος έφηβος, ένα παιδί που έψαχνε τα κακώς κείμενα και ήταν πάντα κοντά στον αδύναμο. Ήταν χαρούμενος, χωρίς τη μαυρίλα με την οποία έχουμε συνδέσει τους χρήστες ναρκωτικών. Ένας εξαιρετικός περφόρμερ επί σκηνής που το μυαλό του γέννησε τον Μπάμπη τον Φλου και που με τα τραγούδια και τα ποιήματα του έδωσε ζωή σε νοήματα που είχαν γεράσει. Είχε μια λογική αλλόκοτη στα πράγματα που δεν την καταλάβαιναν οι άλλοι και έψαχνε απαντήσεις σε όλα όσα του φαίνονταν διαφορετικά και άδικα.
Ώσπου, στις 6 Δεκεμβρίου του 1990, σταμάτησε να ψάχνει. Οι μουσικοί που έψαχναν έναν ήρωα ροκ με ελληνικό στίχο τον βρήκαν στο πρόσωπο του Παύλου. Οι υπόλοιποι είδαν κάτι που δεν το είδαν όσο ζούσε. Κι εγώ; Εγώ θα τον ευχαριστώ για πάντα, γιατί με το «Καλή τύχη μάγκες» έβγαλα τις Πανελλήνιες και όλες τις εξεταστικές, με το «Κάποτε θα ‘ρθουν να σου πουν» ηρεμούσα, γιατί σκεφτόμουν ότι υπάρχει ακόμη αλληλεγγύη κι αγάπη στον κόσμο, και το «Να μ’ αγαπάς» ήταν και θα είναι ο ωραιότερος τρόπος για να ξυπνάς το πρωί.
Οι άνθρωποι που το πέρασμά τους στη Γη τους κάνει να λένε ιστορίες αλλόκοτες δεν ξεχνιούνται εύκολα. Και δεν «φεύγουν» ποτέ. Γιατί, ναι, οι ίδιοι αυτούσιοι μπορεί να μην περπατούν ανάμεσά μας, αλλά τα τραγούδια τους πάντα θα συντροφεύουν εμάς τους «επίγειους», που σε στενάχωρες και μη στιγμές θα καταφεύγουμε στο δικό τους ταλέντο για συντροφιά.
Πηγές
- Άσιμος, Γώγου, Σιδηρόπουλος – Πρωταγωνιστές, 2011. Διαθέσιμο εδώ
- Παύλος Σιδηρόπουλος – Προσωπικά, 2020. Διαθέσιμο εδώ