Της Ερωφίλης Σμυρνιωτάκη,
Η Δημοκρατία της Ανγκόλας ή Ανγκόλα είναι μια παράκτια χώρα της νοτιοδυτικής Αφρικής. Συγκεκριμένα, είναι η 7η μεγαλύτερη χώρα της ηπείρου και συνορεύει με τη Ναμίμπια στον Νότο, τη Λαϊκή Δημοκρατία του Κονγκό στον Βορρά, τη Ζάμπια στην Ανατολή και τον Ατλαντικό Ωκεανό στη Δύση. Ο πληθυσμός της υπολογίζεται περίπου στα 3 εκατομμύρια, σύμφωνα με πρόσφατη απογραφή, και είναι μια αρκετά αραιοκατοικημένη χώρα, με περισσότερο από τα δύο τρίτα του εδάφους να είναι σχεδόν ακατοίκητο και πληθυσμιακή πυκνότητα στους 25 κατοίκους ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο, αλλά σημειώνεται μεγάλη συγκέντρωση πληθυσμού στην πρωτεύουσα, Λουάντα, όπου κατοικεί περίπου το ένα τρίτο του πληθυσμού της χώρας. Η Ανγκόλα έγινε μέλος του Οργανισμού Αφρικανικής Ενότητας τον Φεβρουάριο του 1976 και του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών τον Δεκέμβριο του ίδιου έτους. Συμμετέχει επίσης στο G77, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Υγείας, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εργασίας, τον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου, το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και άλλους οργανισμούς. Κεντρική της τράπεζα είναι η Εθνική Τράπεζα της Ανγκόλας, που έχει και το εκδοτικό προνόμιο, ενώ επίσης λειτουργεί ως εμπορικό πιστωτικό ίδρυμα. Νόμισμα της χώρας είναι το kwanza (σύμβολο: Kz, ισοτιμία: 1Kz=0,0015$US).
Η χώρα αποτέλεσε πορτογαλική αποικία από τον 16ο αιώνα μέχρι και το 1975 και είναι η δεύτερη μεγαλύτερη χώρα παγκοσμίως, σε πληθυσμό και έκταση, με επίσημη γλώσσα τα πορτογαλικά. Στα τέλη του 19ου αιώνα τα σύνορα της χώρας καθορίστηκαν με διεθνείς συνθήκες, ενώ το 1935 η χώρα ανακηρύχθηκε αναπόσπαστο τμήμα της Πορτογαλίας και το 1951 έγινε υπερπόντια επαρχία της Πορτογαλίας. Η ανεξαρτησία της χώρας ήταν αποτέλεσμα του ανγκολεζικού πολέμου για ανεξαρτησία ή Luta Armada de Libertação Nacional (=Ένοπλος Αγώνας για Εθνική Απελευθέρωση), όπως είναι γνωστός στη χώρα, που διήρκησε από το 1961 μέχρι το 1974. Τελικά, η Ανγκόλα ανακηρύχθηκε ανεξάρτητο κράτος στις 11 Νοεμβρίου του 1975, με την ονομασία Λαϊκή Δημοκρατία της Ανγκόλας. Λίγους μήνες μετά το τέλος του πολέμου, ωστόσο, ξέσπασε εμφύλιος στη χώρα μεταξύ των απελευθερωτικών οργανώσεων που είχαν πρωταγωνιστήσει στον απελευθερωτικό αγώνα.
Οι αντίπαλες πλευρές, το Μαρξιστικό-Λενινιστικό, τότε κυρίαρχο κόμμα, το Λαϊκό Κίνημα Απελευθέρωσης της Ανγκόλας (εφεξής MPLA) και ο συνασπισμός του Εθνικού Μετώπου για την Απελευθέρωση της Ανγκόλας και της Εθνικής Ένωσης για την Πλήρη Ανεξαρτησία της Ανγκόλας, ήταν βαθιά επηρεασμένες και υποβοηθούμενες από εξωτερικούς παράγοντες και συγκεκριμένα από την Κούβα με τη Σοβιετική Ένωση καθώς και από τη Νότιο Αφρική και τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής αντίστοιχα, με τον πόλεμο να θεωρείται ένας πόλεμος αντιπροσώπων, προέκταση του Ψυχρού Πολέμου στην Αφρική. Ο εμφύλιος πόλεμος της Ανγκόλας έληξε οριστικά το 2002, με νικητή το MPLA, και αποτέλεσε τον πιο μακροχρόνιο στη σύγχρονη αφρικανική ιστορία, με εκατοντάδες χιλιάδες νεκρούς και εκατομμύρια πρόσφυγες, ενώ οι δεκαετίες διαμάχης είχαν ως αποτέλεσμα μια παρατεταμένη ανθρωπιστική κρίση, αδύναμο κεντρικό σχεδιασμό και μια κατεστραμμένη οικονομία.
Από το 1979 ως το 2017 πρόεδρος της Ανγκόλα ήταν ο πρόεδρος του MPLA, José Eduardo dos Santos, ο οποίος αντικαταστάθηκε από τον πρώην υπουργό Άμυνας και αντιπρόεδρο του MPLA, João Lourenço. Στις αρχές της δεκαετίας του 1990, η μαρξιστική ιδεολογία σταδιακά εγκαταλείφθηκε από το κυβερνών κόμμα και το 1992 υιοθετήθηκε ένα σύστημα ελεύθερης αγοράς. Το πολίτευμα της χώρας είναι Προεδρική Δημοκρατία.
Ειδικά μετά το επίσημο τέλος του εμφυλίου πολέμου, η οικονομία της Ανγκόλας άρχισε να ακολουθεί μια σταθερή πορεία ανάπτυξης. Ειδικά μετά το 2002, ο dos Santos υπέγραψε συμβόλαια με εταιρείες για εξόρυξη πετρελαίου και διαμαντιών, καταφέρνοντας να συγκρατήσει τον καλπάζοντα πληθωρισμό και να αυξηθεί κατά 24% ο ρυθμός ανάπτυξης της οικονομίας! Επιπλέον, η αυξημένη παραγωγή πετρελαίου υποστήριξε τη σημαντική αύξηση του ΑΕΠ τα έτη 2004-2008.
Η οικονομία της Ανγκόλας έχει ως κινητήρια δύναμη τον πετρελαϊκό τομέα, από τον οποίο είναι έντονα εξαρτημένη. Η παραγωγή πετρελαίου και οι σχετικές δραστηριότητες ξεπερνούν το 50% της αξίας του ΑΕΠ, το 70% των κυβερνητικών εσόδων και το 90% των εξαγωγών. Όταν, λοιπόν, το 2014 προέκυψε μια παρατεταμένη πτώση των τιμών πετρελαίου, τα φορολογικά έσοδα και οι εξαγωγές μειώθηκαν, η ανάπτυξη σταμάτησε, ο πληθωρισμός απέκτησε ανοδική τάση και η κυβέρνηση στράφηκε στη βοήθεια του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου και άλλων οικονομικών θεσμών. Το διάστημα 2014-2016 το kwanza υποβαθμίστηκε έναντι του αμερικανικού δολαρίου κατά περισσότερο από 40%. Το 2017 ο νέος πρόεδρος και οι εκλογές έδωσαν μία νέα ανάσα ανάπτυξης στη χώρα. Ωστόσο, το δημόσιο χρέος το ίδιο έτος έφτασε το 64% του ΑΕΠ. Η ύφεση συνεχίστηκε μέχρι και το 2019, παρά τις προσπάθειες και τις μεταρρυθμίσεις της κυβέρνησης, καθώς τα μειωμένα έσοδα από τον πετρελαϊκό τομέα εμποδίζουν τον ισοσκελισμό του δημοσιονομικού ισοζυγίου. Το δημόσιο χρέος, εν μέρει εξαιτίας της υποτίμησης του kwanza, έφτασε το 95% του ΑΕΠ (για να δει κανείς το πώς συνδέεται η υποτίμηση του νομίσματος με την αύξηση του χρέους, μπορεί να διαβάσει για την έννοια το stock flow adjustment εδώ).
Οι προβλέψεις του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου τον Απρίλιο ανέμεναν η ύφεση να συνεχιστεί και το 2020, επηρεασμένη και από την τρέχουσα πανδημία του κορωνοϊού, με μία συγκρατημένη στροφή στην ανάπτυξη το 2021, υποστηριγμένη από την παγκόσμια οικονομική «ανάρρωση» μετά την πανδημία. Επίσης, αναμένεται και η μείωση του δημοσίου χρέους σε 89,9% του ΑΕΠ το 2020 και σε 84,2% του ΑΕΠ το 2021, ενώ προβλέπεται και η άνοδος του πληθωρισμού από 17,1% το 2019 σε 20,7% και 22,3% το 2020 και το 2021 αντίστοιχα. Τον Οκτώβριο του 2020 ο πληθωρισμός βρισκόταν στο 24,34%.
Παρά τον πλούτο της χώρας σε πετρέλαιο, φυσικό αέριο, διαμάντια κ.ά., η Ανγκόλα παραμένει μία από τις φτωχές χώρες του πλανήτη μας. Η χώρα μαστίζεται από ανισότητα, με τον δείκτη Gini να βρίσκεται στο 0,51 το 2019. Το 20% του πληθυσμού λαμβάνει το 59% του συνολικού εισοδήματος, ενώ το φτωχότερο 20% λαμβάνει μόλις το 3%. Το 40,6% του πληθυσμού ζει κάτω από το όριο της φτώχειας, ενώ τα ποσοστά ανεργίας από τον Σεπτέμβριο του 2020 βρίσκονται στο 34%. Η φτώχεια στην επαρχία αγγίζει το 58%, ενώ στις αστικές περιοχές είναι μόλις 19%. Μόνο το ένα τρίτο του πληθυσμού έχει πρόσβαση σε ηλεκτρισμό και, αν και το κατά κεφαλήν εισόδημα δείχνει να αυξάνεται σταδιακά, αυτή η τάση αφορά κυρίως τα αστικά κέντρα.
Η Ανγκόλα έχει επίσης ένα έντονα προβληματικό ιστορικό διαφθοράς. Ο dos Santos έχει επανειλημμένα κατηγορηθεί για την ηγεσία ενός από τα πιο διεφθαρμένα καθεστώτα της Αφρικής, καθώς, όπως αποδείχθηκε και αργότερα, προτεραιότητά του αποτέλεσε περισσότερο η συγκέντρωση πλούτου για τον ίδιο και την οικογένειά του παρά η αντιμετώπιση των οικονομικών και κοινωνικών ζητημάτων της χώρας. Σύμφωνα με την έρευνα του International Consortium of Investigative Journalists, που είναι γνωστή ως Luanda Leaks, εκτίθεται ένα δίκτυο περισσότερων από 400 τραπεζών, επιχειρήσεων και συμβούλων που συμμετείχαν σε ξέπλυμα χρήματος για την οικογένεια dos Santos.
Στην έρευνα αυτή αποκαθηλώνεται και η μεγαλύτερη κόρη του dos Santos, Isabel, η οποία ήταν επικεφαλής της κρατικής πετρελαϊκής εταιρίας, Sonangol Group, μία θέση που της παραχωρήθηκε από τον πατέρα της, μαζί με πολλαπλές συμφωνίες με το ανγκολέζικο δημόσιο για τις εταιρίες της, φοροαπαλλαγές και δικαιώματα εξόρυξης διαμαντιών. Η Isabel dos Santos προέβαλλε την εικόνα μίας αυτοδημιούργητης επιχειρηματία και ήταν η πιο πλούσια γυναίκα της αφρικανικής ηπείρου με περιουσία που ξεπερνούσε τα 2 δισεκατομμύρια δολάρια. Μετά την άνοδο του Lourenço στην προεδρία, άρχισε μία συντονισμένη προσπάθεια για τη διάλυση του δικτύου διαφθοράς της προηγούμενης κυβέρνησης, με απολύσεις και έρευνες για καταχρήσεις δημοσίου χρήματος, ενώ δημιουργήθηκε ένα όργανο ειδικά για την καταπολέμηση της διαφθοράς. Παρ’ όλα αυτά, η Ανγκόλα διατηρεί χαμηλές βαθμολογίες στους τομείς των μηχανισμών κατά της διαφθοράς (26,2/100) και της έλλειψης διαφθοράς στον δημόσιο και τον ιδιωτικό τομέα (33,3/100 και 20,3/100 αντίστοιχα) στο Ibrahim Index of African Governance (IIAG).
Το βέβαιο είναι πως η κυβέρνηση Lourenço προσπαθεί να «μαζέψει» την τρέχουσα οικονομική κατάσταση με πολιτικές που στοχεύουν στην μακροοικονομική σταθερότητα και τη βελτίωση της διακυβέρνησης. Το 2018 η κυβέρνηση ξεκίνησε την εφαρμογή ενός σχεδίου μακροοικονομικής σταθερότητας που βελτίωσε την αναλογία ΑΕΠ-δημοσίου χρέους, ενώ επίσης προσπαθεί να δημιουργήσει ένα καλύτερο περιβάλλον για τις επιχειρήσεις και τον ιδιωτικό τομέα με νέους νόμους για τον ανταγωνισμό και την καταπολέμηση μονοπωλιακών πρακτικών. Είναι γεγονός ότι θα μπορούσαν να γίνουν περισσότερα στον τομέα των κοινωνικών ανισοτήτων, ιδιαίτερα για την καταπολέμηση της φτώχειας και την ελλιπή χρηματοδότηση σε τομείς όπως η εκπαίδευση, ωστόσο ίσως και να μην ήταν υπερβολικά αισιόδοξο να ελπίζουμε ότι η κυβέρνηση αυτή θα κινηθεί σωστά και για αυτούς τους τομείς.
Ενδεικτικές Πηγές
-
- Africa: Angola — The World Factbook – Central Intelligence Agency. CIA. Retrieved 5 December 2020, from here
- Angola – DEVEX Overview. DEVEX. Retrieved 5 December 2020, from here
- Angola – Economic Indicators. Trading Economics. Retrieved 5 December 2020, from here
- Angola: The Road to Economic Reform. International Monetary Fund. (2018). Retrieved 5 December 2020, from here
- Country risk of Angola : Economy. Société Générale. Retrieved 5 December 2020, from here
- Freedberg, S., Alecci, S., Fitzgibbon, W., Dalby, D., & Reuter, D. (2020). How Africa’s richest woman exploited family ties, shell companies and inside deals to build an empire – ICIJ. International Consortium of Investigative Journalists. Retrieved 5 December 2020, from here
- Ibrahim Index of African Governance (IIAG) Data Portal. Mo Ibrahim Foundation. (2020). Retrieved 5 December 2020, from here
- Inequality in Angola. CMI – Chr. Michelsen Institute. Retrieved 5 December 2020, from here
- SADC Selected Economic and Social Indicators 2019. South African Development Community. (2020). Retrieved 5 December 2020, from here