Της Μαρίας Τσέα,
Κατά τη διάρκεια του 16ου αιώνα, πολλά επαναστατικά κινήματα ξεσπούσαν κατά τόπους σε όλη την ελληνική επικράτεια της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, με τα πιο καθοριστικά να λαμβάνουν χώρα στην Πελοπόννησο. Το 1532 και ενώ η αυτοκρατορία βρισκόταν στο απόγειο της δύναμής της (επί σουλτάνου Σουλεϊμάν Α΄), μια στρατιωτική επιχείρηση του Γερμανού αυτοκράτορα Καρόλου Ε΄ με την αρωγή Eλλήνων κλεφτών είχε ως αποτέλεσμα την κατάληψη της Πάτρας, του Ρίου, του Αντιρρίου και του φρουρίου της Κορώνης. Ανάμεσα στους εξεγερμένους Πελοποννήσιους που έσφαξαν τις τουρκικές φρουρές έδρασαν και οι πρώτοι, ιστορικά γνωστοί, Κολοκοτρωναίοι.
Άξιος απόγονος των προαναφερθέντων είναι ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης, πατέρας του Θεόδωρου. Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης ήταν γιος του πιο διακεκριμένου Πελοποννήσιου αρχηγού κλεφτών στις αρχές του 18ου αιώνα, Ιωάννη Κολοκοτρώνη. Γεννημένος πιθανότατα το 1745, απέκτησε με τη σύζυγό του, Ζάμπια ή Ζαμπέτα, το γένος Κωτσάκη από την Αλωνίσταινα, τέσσερις γιους. Πολύ γρήγορα διακρίθηκε στις μάχες εναντίον του κατακτητή και χάρη στις αναμφισβήτητες ηγετικές του ικανότητες αντικατέστησε τον ηλικιωμένο πατέρα του στην αρχηγία των Κολοκοτρωναίων.
Όντας ακόμη νέος, ο Κωνσταντής διορίστηκε από τους Τούρκους ως αρχηγός των αρματολών της Κορίνθου και διατήρησε αυτό του το αξίωμα για τέσσερα χρόνια. Αρχικά, φρόντισε να συνάψει φιλικές σχέσεις με τον περίφημο κλέφτη του Ταΰγετου, Παναγιώταρο Βενετσανάκη. Το ίδιο έκανε και με τις πιο ισχυρές οικογένειες του Μοριά, τους Ζαΐμηδες, τους Δεληγιάννηδες, τους Νοταράδες κ.λπ. Βοηθός του σε αυτήν την προσπάθεια αποτίναξης της Οθωμανικής κυριαρχίας από την Πελοπόννησο στάθηκε ο μητροπολίτης Λακεδαίμονος, Ανανίας, μεταφέροντας στον Κωνσταντή τις οδηγίες των κοτζαμπάσηδων. Αυτή η άτυπη ένωση απέκτησε σταδιακά τόσο μεγάλη δύναμη που έφτασε στο σημείο να επηρεάζει τους διορισμούς των πασάδων τις Πελοποννήσου. Όταν, όμως, ο τότε διοικητής της Πελοποννήσου, Χαμουζή πασάς, αντιλήφθηκε ότι η ταχύτατα αυξανόμενη δύναμη των προκρίτων επρόκειτο να αποτελέσει «πληγή» για την Αυτοκρατορία, εκτέλεσε τον μητροπολίτη Ανανία.
Το γεγονός αυτό ανάγκασε τον Κωνσταντή να εγκαταλείψει το αρματολίκι της Κορίνθου και να καταφύγει μαζί με τον Παναγιώταρο στον Ταΰγετο. Από τις παρθένες περιοχές και τα δύσβατα μονοπάτια του βουνού, οι δύο κλέφτες σκορπούσαν τον θάνατο στους Τούρκους. «Και ο μάλλον ακαταπόνητος κάλαμος δεν δύναται να περιγράψει τα δεινά που υπέφεραν από τους κλέφτες οι Τούρκοι», αναφέρει ο ιστορικός Φραντζής, αποδίδοντας τη μανία των κλεφτών Κωνσταντή και Παναγιώταρου για αποτίναξη των Οθωμανών. Να σημειωθεί ότι, χάρη στην πολεμική του αξία, ο Κωνσταντής απέκτησε δικό του μπαϊράκι στα αρκαδικά βουνά.
Η δράση του Κωνσταντίνου ήταν πολύχρονη (1762-1780) και προετοίμασε το έδαφος για το ξέσπασμα της Επανάστασης του ΄21. Πιο συγκεκριμένα, πήρε μέρος στο κίνημα ανεξαρτησίας, που υποκινήθηκε από τους Ρώσους εναντίον των Οθωμανών, κατά τη διάρκεια του Ρωσοτουρκικού πολέμου (1768-1774), το γνωστό και με τη δημώδη ονομασία Ορλωφικά, αλλά και στην προσπάθεια εξόντωσης των Τουρκαλβανών από την Πελοπόννησο.
Όσο καιρό ο Κωνσταντής βρισκόταν στον Ταΰγετο, η τσαρίνα Αικατερίνη Β΄ της Ρωσίας έστειλε εκατοντάδες πράκτορές της στα τουρκοκρατούμενα Βαλκάνια, για να προετοιμάσουν μια γενική επανάσταση εναντίον της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας.
Όταν τον Φεβρουάριο του 1770 έφθασαν στο λιμάνι της Κορώνης τα πρώτα ρωσικά πλοία, με επικεφαλής τον Θεόδωρο Ορλώφ, αδερφό του Γρηγορίου, η ρωσική δύναμη 4.000 ανδρών φάνηκε εξαιρετικά ανεπαρκής για την επίτευξη του αρχικού σκοπού. Ο Κωνσταντίνος τάχθηκε υπέρ του κινήματος και κατάφερε να συγκεντρώσει δίπλα του ακόμη 2.500 άνδρες. Οι Ορλώφ έδειξαν από νωρίς την απειρία τους στα στρατιωτικά θέματα, αποκλείοντας το κάστρο της Κορώνης από τη θάλασσα και διορίζοντας αρχιστράτηγο της ξηράς, αντί για τον Κολοκοτρώνη και τον Παναγιώταρο, έναν εμποροπλοίαρχο, τον Αντώνιο Ψαρό.
Στις 29 Μαρτίου 1770, Έλληνες και Ρώσοι εμφανίσθηκαν μπροστά στα τείχη της Τριπολιτσάς. Οι Τούρκοι επιδίωξαν έξοδο με το ιππικό, τους διασκόρπισαν και έσπειραν τον θάνατο στην πόλη της Τριπολιτσάς. Σε επόμενες μάχες, σκοτώθηκαν δύο από τους θείους του Κωνσταντή και λίγο αργότερα ο πατέρας του, Ιωάννης, ο οποίος βρήκε μαρτυρικό θάνατο. Οι βασανιστές του, αφού τον ακρωτηρίασαν, τον απαγχόνισαν. Μετά τον θάνατο του Ιωάννη, οι υπόλοιποι Κολοκοτρωναίοι, γεμάτοι δίψα για εκδίκηση, κατευθύνθηκαν προς τη Μάνη, όπου βρισκόταν ήδη ο Κωνσταντής. Ο τελευταίος από τα απάτητα λημέρια του εφορμούσε ως άγριος διώκτης και εκδικητής κατά των Τουρκαλβανών μισθοφόρων του Σουλτάνου.
Η δράση του δεν περιορίσθηκε στις γύρω περιοχές, αλλά εξαπλώθηκε σε ολόκληρη την Πελοπόννησο. Έτσι, κάποτε έστησε ενέδρα στη γέφυρα του Μπίμπαγα στην Καστάνα (περιφέρεια Καλαβρύτων) και σκότωσε τον Μπεκιάρη, τον πιο αιμοβόρο από τους αρχηγούς των Τουρκαλβανών. Άλλοτε πάλι, κοντά στην Ανδρούσα, εξόντωσε τον Βείδο, έναν από τους πιο γενναίους Τουρκαλβανούς οπλαρχηγούς μαζί με όλους τους άνδρες του. Τα κατορθώματα του Κωνσταντή ενθουσίασαν τους συμπατριώτες του και τους παρακίνησαν να αντισταθούν. Μέσα σε λίγα χρόνια, οι κλέφτες του Μοριά ανέρχονταν σε 5.000.
Οι Τουρκαλβανοί πολεμιστές μισθοφόροι χρησιμοποιούνταν από την Οθωμανική Αυτοκρατορία, για να καταπνίγονται τα κατά τόπους επαναστατικά κινήματα. Σταδιακά, οι Τουρκαλβανοί της Πελοποννήσου είχαν αποκτήσει τόσο μεγάλη δύναμη που έφτασαν σε σημείο να μην υπολογίζουν ούτε τον ίδιο τον πασά της Τριπολιτσάς. Ακόμα και οι περιουσίες των Τούρκων αγάδων ήταν έρμαια των Τουρκαλβανών επιδρομέων. Οι σφαγές και οι λεηλασίες από τους αδίστακτους μισθοφόρους έγιναν συχνό φαινόμενο και διήρκησαν δέκα χρόνια. Τέλος σε αυτή τη μάστιγα έδωσε μία παράδοξη συμμαχία.
Ο σουλτάνος, βλέποντας την τροπή που πήραν τα πράγματα μετά τον διορισμό των Τουρκαλβανών μισθοφόρων, αποφάσισε να εξουδετερώσει την αλβανική απειλή. Στις 28 Μαΐου 1779, λοιπόν, μετά από διαταγή του, ο Χασάν Τσεζάερλης πασάς με 7.000 άνδρες στρατοπέδευσε στους Μύλους. Η δύναμή του φάνταζε ελάχιστη μπροστά στους 12.000 τολμηρούς και έμπειρους Τουρκαλβανούς πολεμιστές της Βαλκανικής Χερσονήσου. Αμέσως, στάλθηκαν προσκλήσεις σε Έλληνες οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου. Οι οπλαρχηγοί καλούνταν να παραβρεθούν στο Άργος, να δηλώσουν υποταγή και να συμμαχήσουν με τους Τούρκους στον αγώνα εναντίον των επιδρομέων.
Ο Κωνσταντής δεν προσήλθε να δηλώσει υποταγή. Πέρα από το μίσος του για τον κατακτητή, η πείρα του τού είχε διδάξει να μην εμπιστεύεται τις φαινομενικά φιλικές διαθέσεις των Τούρκων. Παρ’ όλα αυτά, η Πελοπόννησος ήταν η μητρική του γη και ήταν χρέος του να την απελευθερώσει. Πληροφόρησε τον πασά ότι θα στεκόταν αρωγός στην προσπάθεια εξόντωσης των Τουρκαλβανών. Με 20 οπλαρχηγούς της Ανδρούσας, του Λεονταρίου και της Κυπαρισσίας και με 1.850 άνδρες προωθήθηκε προς την Τριπολιτσά. Του έγινε και δεύτερη πρόσκληση, αλλά και πάλι δεν παρουσιάστηκε. Απάντησε ότι είχε καταλάβει τις οδικές αρτηρίες που οδηγούσαν από την Τριπολιτσά στον Μαίναλο και πως, αν έφευγε από εκεί, υπήρχε κίνδυνος οι Τουρκαλβανοί να εισβάλουν στη Δυτική Πελοπόννησο και να την ερημώσουν για ακόμη μια φορά.
Στις 10 Ιουνίου 1779, ο Τσεζάερλης και ο Κολοκοτρώνης κατάφεραν να περικυκλώσουν τους 12.000 Τουρκαλβανούς μέσα στην ατείχιστη Τριπολιτσά. Μία επίθεση των τελευταίων εναντίον των οχυρωμένων θέσεων του Κωνσταντή κατέληξε σε απόλυτη σφαγή. Καθώς τα περιθώρια για τους Αλβανούς στένευαν, 6.000 από αυτούς επιχείρησαν δεύτερη επίθεση εναντίον του Έλληνα οπλαρχηγού, αλλά και αυτή είχε την κατάληξη της πρώτης. Σε μια τελευταία προσπάθεια, οι Αλβανοί επιτέθηκαν με το σύνολο των δυνάμεών τους. Αυτή τη φορά, ο Κολοκοτρώνης, όχι μόνο τους αναχαίτισε, αλλά και με μια επιτήδεια υπερφαλάγγισή του απέκλεισε την υποχώρηση προς την Τριπολιτσά. Εγκλωβισμένοι και ακάλυπτοι πλέον οι Αλβανοί δέχτηκαν τη σφοδρή επίθεση του τουρκικού ιππικού. Ακολούθησε ανελέητη σφαγή. Οι κυνηγημένοι φώναζαν: «Αμάν, Κολοκοτρώνη, δεν κάνεις νισάφι;» και εκείνος απαντούσε: «Τι νισάφι να σας κάνω, όπου ήλθατε και εχαλάσατε την πατρίδα μου, μας πήρατε σκλάβους και μας εκάνατε τόσα κακά;» Οι διωκόμενοι Τουρκαλβανοί τότε του είπαν προφητικά: «Εφέτο δικό μας, του χρόνου δικό σου», εννοώντας ότι θα ερχόταν και η δική του σειρά να σκοτωθεί από τους Τούρκους. Δυστυχώς, η πρόβλεψή τους δεν άργησε να πραγματοποιηθεί.
Η σφαγή των Τουρκαλβανών ήταν τόσο έντονη, ώστε για δεκάδες χρόνια οι ατρόμητοι εκείνοι πολεμιστές, όσοι γλίτωσαν, ορκίζονταν στο όνομα του Κολοκοτρώνη: «Να μην γλιτώσω από το σπαθί του Κολοκοτρώνη». Μετά τη συντριπτική νίκη, ο Χασάν Τσεζάερλης κάλεσε τους Έλληνες κλεφτοκαπεταναίους, τους έδωσε το πιστοποιητικό υποταγής και τους ονόμασε «αρματολούς των επαρχιών». Ο Κωνσταντής Κολοκοτρώνης και οι άνδρες του αρνήθηκαν να προσκυνήσουν και πάλι τον πασά. Δοξασμένοι και ανυπότακτοι αποτραβήχτηκαν στην Καστάνιτσα. Εκεί θα ερχόταν και το τέλος του ήρωα, που τόλμησε να αγνοήσει τον πασά και να παραμείνει ανεξάρτητος αντάρτης στα βουνά της Πελοποννήσου. Στις 10 Ιουλίου, ο Αλήμπεης με τους 6.000 άνδρες του ήταν έτοιμοι να πολιορκήσουν την Καστάνιτσα. Η πρόταση του Τούρκου αρχηγού για παράδοση, όπως θα φανταζόταν κανείς, έπεσε το κενό.
Για δέκα μέρες και δέκα νύχτες οι αποκλεισμένοι στην Καστάνιτσα υπέμειναν τους κανονιοβολισμούς και τις συνεχείς εχθρικές επιθέσεις. Τη νύχτα της 19ης προς την 20η Ιουλίου επιχειρήθηκε έξοδος. Οι πιο πολλοί κατάφεραν να διαφύγουν. Ο πιστός σύντροφος του Κωνσταντή, Παναγιώταρος, έπεσε νεκρός, όπως και τα αδέρφια του Κωνσταντή, Γεώργιος και Βασίλειος. Ο τρίτος αδερφός, Αποστόλης Κολοκοτρώνης, τραυματίστηκε και αυτοκτόνησε για να μην πέσει στα χέρια των Τούρκων.
Ο Κωνσταντής, τραυματίστηκε και τρεκλίζοντας κατάφερε να κρυφτεί πίσω από ένα βράχο. Η ανάγκη του, όμως, να ικανοποιήσει τη δίψα του, τον έκανε να βγει από την κρυψώνα του και να γίνει αντιληπτός από επτά Τούρκους. Ενώ, αρχικά, οι Τούρκοι τού υποσχέθηκαν ότι δεν θα τον σκοτώσουν, εν τέλει τον δολοφόνησαν με ύπουλο τρόπο. Αφού τον σκότωσαν, τον λήστεψαν, του έκοψαν το κεφάλι και το πέταξαν σε ένα πηγάδι. Το ακέφαλο σώμα του κατάφερε να συντηρηθεί, για να το αναγνωρίσει, αργότερα, ο πρωτότοκος γιός του, Θεόδωρος.
Ο Κωνσταντίνος Κολοκοτρώνης ήταν αυτός που έσωσε την Πελοπόννησο από τον ολοκληρωτικό αφανισμό. Αναχαιτίζοντας τον κίνδυνο των Τουρκαλβανών δημιούργησε τις προϋποθέσεις, για να ξεκινήσει η Ελληνική Επανάσταση. Αν και πολλοί θα έλεγαν ότι έμεινε κρυμμένος κάτω από τη σκιά του γιου του, Θεόδωρου, το πιθανότερο είναι πως κανένα πρόβλημα δεν θα είχε ο Κωνσταντής, που ο γιός του τον ξεπέρασε σε δημοτικότητα ως ένας από τους πρώτους οδηγούς του έθνους προς την ελευθερία.
Βιβλιογραφία
- Συλλογικό Έργο (1929) Μεγάλη Στρατιωτική και Ναυτική Εγκυκλοπαίδεια Τόμος Τέταρτος Αθήνα: Εκδ. Μεγάλης Στρατιωτικής και Ναυτικής Εγκυκλοπαίδειας. Λήμμα Κολοκοτρωναίοι
- Βακαλόπουλος Α. Ε. (1978) Ιστορία του Νέου Ελληνισμού τόμος Δ΄ Θεσσαλονίκη: Τυπογρ. Ε. Σφακιανάκη κ. Υιών
- Δημητρόπουλος Δ. (2009) Οι ιδρυτές της Νεότερης Ελλάδας – Θεόδωρος Κολοκοτρώνης Αθήνα: Εκδ. Τα Νέα
- Γιαννόπουλος Ν. (s.d.) Θεόδωρος Κολοκοτρώνης, η πολυτάραχη ζωή και δράση του ηγέτη της Επανάστασης. Αθήνα: Εκδ. Περισκόπιο