Του Γιώργου Δαλακούρα,
Η Σέσιλ Μάρεϊ Χάρντεν ήταν Αμερικανίδα εκπαιδευτικός. Έμεινε γνωστή για τη δράση και τις διεκδικήσεις της αναφορικά με τα δικαιώματα των γυναικών ως πολιτικός του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος.
Γεννήθηκε στις 21 Νοεμβρίου 1894 στην Ιντιάνα των Ηνωμένων Πολιτειών. Αποφοίτησε από το σχολείο το 1912 και ενεγράφη στο Πανεπιστήμιο της Ιντιάνα. Το μεγάλο της, όμως, όνειρο ήταν να γίνει δασκάλα και έτσι έπραξε. Σύντομα, το 1914, νυμφεύθηκε με τον Φροστ Χάρντεν, με τον οποίο απέκτησε και έναν υιό.
Η εμπλοκή της στα πολιτικά πράγματα ξεκίνησε στα τέλη της δεκαετίας του 1930. Παρά τη σύνδεση του πατέρας της με τους Δημοκρατικούς, η Χάρντεν συνετάχθη με το Κόμμα των Ρεπουμπλικανών. Συμμετείχε δύο φορές στη Ρεπουμπλικανική Εθνική Επιτροπή και έλαβε μέρος σε τέσσερα Ρεπουμπλικανικά συνέδρια.
Το 1948, η Χάρντεν αποπειράθηκε να εκλεγεί στη Βουλή των Αντιπροσώπων. Η ίδια ηττήθηκε από τον Δημοκρατικό της αντίπαλο, με πολύ μικρή διαφορά ψήφων. Το 1949, εξασφάλισε, ωστόσο, μία θέση στο Κογκρέσο, την οποία και διατήρησε συνεχόμενα για μία δεκαετία. Κατά τη διάρκεια της θητείας της τάχθηκε υπέρ νομοθετικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες είχαν ως στόχο την αναγνώριση των δικαιωμάτων των Αφροαμερικανών. Μάλιστα, υπήρξε υποστηρίκτρια μίας μερίδας του Ρεπουμπλικανικού Κόμματος, η οποία αιτούνταν την άμεση διεύρυνση του εκλογικού δικαιώματος και τη διαδικασία ενίσχυσης και ενθάρρυνσης του γυναικείου ενδιαφέροντος για την πολιτική ζωή της χώρας, επιδιώκοντας την πραγματική ενασχόληση των γυναικών με τα κοινά.
Μετά το 1958, η Χάρντεν ανέλαβε σειρά αξιωμάτων και καθηκόντων, που κάλυπταν μία ευρεία γκάμα θέσεων και αρμοδιοτήτων. Σπουδαιότερο εξ’ αυτών υπήρξε η συμμετοχή της στην Εθνική Συμβουλευτική Επιτροπή του Λευκού Οίκου επί Νίξον, τη διετία 1972-1973.
Η Σέσιλ Μάρεϊ Χάρντεν «έφυγε» από τη ζωή στις 5 Δεκεμβρίου 1984, μετά από μάχη με τον καρκίνο. Η ίδια θεωρούσε την ενασχόληση με την πολιτική ιδιαιτέρως σημαντική και όπως δήλωνε: «Δεν υπάρχει κανένα παιχνίδι πιο φαντασμαγορικό, κανένα παιχνίδι πιο σημαντικό από το περίφημο παιχνίδι της πολιτικής, όπως το παίζουμε, εδώ, στην Αμερική».