Της Φαίης Φωτιάδου,
Πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης όπως είναι το Facebook, το Instagram και ένα σωρό άλλες στηρίζουν την ύπαρξή τους εν μέρει στην ανθρώπινη εσωτερική ανάγκη για προβολή και αναγνώριση από τους γύρω τους. Από τη στιγμή που ο άνθρωπος οργανώθηκε σε κοινωνίες, επιζητούσε την επιβεβαίωση της αξίας του από τα υπόλοιπα μέλη, γεγονός που οδήγησε σταδιακά στην κατηγοριοποίηση και την ιεράρχηση αυτών των κατηγοριών, αναδεικνύοντας τους ξεχωριστούς ανθρώπους από τους λιγότερο ικανούς. Αυτήν ακριβώς τη διάκριση μπορούμε να βρούμε και σε αυτές τις ψηφιακές κοινωνίες, όπου κύριο χαρακτηριστικό για την ταξινόμηση είναι η δημοτικότητα που αποκτάται από τον αριθμό των like. Η καθιέρωση αυτής της συνεχώς μεταβαλλόμενης κατάταξης οδηγεί σε μία διαρκή μάχη.
Ένα like μπορεί να ερμηνευτεί με διάφορους τρόπους. Παρόλα αυτά, η μεγαλύτερη μάζα χρηστών προτιμά να το αποκωδικοποιεί, πολλές φορές λανθασμένα, αποκλειστικά ως αποδοχή και επιδοκιμασία από τον διαδικτυακό τους περίγυρο. Έχει μετατραπεί σε μια μονάδα μέτρησης που αφορά τη συμπάθεια, την επιδοκιμασία, τον θαυμασμό και την εκτίμηση, ενώ έχει παρατηρηθεί η κινητοποίηση του εγκεφάλου στα σημεία που συνδέονται με αισθήματα επιβράβευσης και ικανοποίησης που παίρνουμε από τη σοκολάτα, το σεξ και την αποδοχή. Επιφέρονται εφήμερα ευχάριστα συναισθήματα, μια μικρή έκρηξη ντοπαμίνης που παρακινεί τον οργανισμό μας να επαναλάβει την πράξη. Έτσι, το υποκείμενο αποζητά όλο και περισσότερα like σε κάθε νέα του δημοσίευση.
Είναι απολύτως φυσιολογικό και μη κατακριτέο να θέλει κανείς να είναι αποδεκτός. Πρόκειται, ούτως ή άλλως, για μια βαθύτερη επιθυμία του ανθρώπου να επιδείξει την παρουσία του. Το ζήτημα είναι σε ποιον βαθμό το αποζητά, το επιδιώκει ή το εκβιάζει κανείς, καθώς και το μέχρι πού είναι ικανός να φτάσει για να το αποσπάσει. Δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις χρηστών που ανακατασκευάζουν την διαδικτυακή τους υπόσταση, ώστε να γίνουν απαραιτήτως αποδεκτοί από το μεγαλύτερο δυνατό κοινό.
«Οι άνθρωποι είναι εθισμένοι. Αντιμετωπίζουμε αναλήψεις. Είμαστε τόσο καθοδηγημένοι από αυτό το φάρμακο, παίρνοντας μόνο ένα χτύπημα που προκαλεί πραγματικά περίεργες αντιδράσεις.»
Αυτός ο δυαδικός κώδικας που επιβραβεύει αυτού του τύπου τις δημοσιεύσεις, οδηγεί σε μια ψευδαίσθηση επιτυχίας. Ο αποδέκτης που κατατάσσεται ψηλά στον εικονικό πίνακα αξιολόγησης, έχει περισσότερες πιθανότητες να αναπτύξει μια εγωκεντρική συμπεριφορά, αγγίζοντας πολλές φορές το φαινόμενο του ναρκισσισμού, διατηρώντας μια ψεύτικη δύναμη, μια αίσθηση πλούτου. Οι ρίζες της ματαιοδοξίας κάνουν την εμφάνισή τους, ενώ αναπτύσσεται μια λανθασμένη αντίληψη όσον αφορά τόσο τον πραγματικό όσο και τον εικονικό περίγυρο. Ο τρόπος με τον οποίο αλληλεπιδρούν και κρατούν επαφές δεν μένει ανεπηρέαστος, αφού θεωρούν τον εαυτό τους ανώτερο, λόγω του μεγαλύτερου αριθμού των like.
Ο ναρκισσισμός γίνεται παθογενής, οι εγωκεντρικοί άνθρωποι νιώθουν πιο έντονα την επιθυμία και την ανάγκη για αναγνώριση, εκτίμηση και θαυμασμό, ενώ όταν δεν παίρνουν την καθημερινή «δόση» τους από like παρουσιάζουν συμπτώματα στέρησης. Αδιαφορούν για τα αρνητικά σχόλια που πιθανόν να λαμβάνουν, ενώ προτεραιότητά τους είναι η συσσώρευση των like και ο μαζικός «σεβασμός», όπως μεταφράζουν τον συγκεκριμένο κώδικα.
Από την αντίθετη μεριά, κάποιοι ψυχολόγοι υποστηρίζουν ότι το like είναι μια ένδειξη ότι ο χρήστης κάνει αισθητή την παρουσία του. Αποτελεί μια ασφαλή λύση για τους πιο συνεσταλμένους, ενώ για τους πιο αντικοινωνικούς μπορεί να φανεί βοήθεια για την διατήρηση φιλικών σχέσεων και επαφών με τον ελάχιστο κόπο, το πάτημα ενός κουμπιού.
Κι έτσι, με αυτή την εύκολη κοινωνικοποίηση, μεγάλο μέρος του πληθυσμού εμφανίζει εξάρτηση στο να μοιράζει τα like απλόχερα, θεωρώντας τα επιβεβαίωση της διαδικτυακής τους φιλίας. Έρευνες έχουν δείξει πως δημοσιεύσεις με μεγάλη δημοτικότητα είναι πιο πιθανό να ελκύσουν επιπλέον εικονικές αντιδράσεις, χωρίς να είναι απαραίτητη η υποκειμενική αξιολόγησή τους. Δείχνεται τυφλή εμπιστοσύνη στην μάζα, ενώ ταυτόχρονα παίζεται ένα πιο στρατηγικό παιχνίδι. Προσφέροντας άφθονα like στα διαδικτυακά post, αναμένεται από τους δότες μια αντίστοιχη ανταμοιβή στο δικό τους εικονικό προφίλ. Βέβαια, επιβραβεύοντας ένα ήδη επιτυχημένο post, το όνομα των χρηστών μπαίνει αυτόματα σε μία λίστα, όπου ο καθένας θα μπορεί να τσεκάρει, κερδίζοντας έτσι και τις εντυπώσεις είτε σε άτομα που επιθυμούμε να εντυπωσιάσουμε, είτε σε χρήστες με τους οποίους μοιραζόμαστε το αίσθημα του ανταγωνισμού και της αντιζηλίας.
«Eχει αποδειχθεί η σχέση των social media με τον ναρκισσισμό. Ζούμε μέσα από τα like και τα dislike, επηρεάζεται η συμπεριφορά μας και η διάθεσή μας, κρίνουμε ακόμα και τους φίλους μας μέσα από αυτό.»
Η επίδραση που έχουν στον εαυτό μας τα κουμπιά των κοινωνικών δικτύων εξασφαλίζεται από τη στάση που κρατάμε απέναντι σε αυτά. Μπορούν να βελτιώσουν την αυτοεκτίμησή μας και να βοηθήσουν με ζητήματα αυτοεκτίμησης όσο εύκολα μπορούν να οδηγήσουν και στην κατάθλιψη, την κοινωνική απομόνωση και το άγχος. Με βάση αυτά τα δεδομένα, πολλές από τις πλατφόρμες κοινωνικής δικτύωσης έχουν εφαρμόσει την απόκρυψη του αριθμού των like και τη μην κοινοποίησή του σε τρίτους, με τους χρήστες πλέον να επικεντρώνονται αποκλειστικά στην ανάρτηση και το περιεχόμενο.
Η εξάρτηση από τα like, εν τούτοις, πρόκειται για ένα φαινόμενο που δεν φαίνεται να μπορεί να περιοριστεί, ενώ η αύξηση και η εξάπλωσή του είναι πιο πιθανά σενάρια.