14.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024

Land of the Free


Του Παναγιώτη Χριστοδούλου,

Σε έναν κόσμο που η πόλωση και ο φανατισμός φαίνεται να αποκτούν μια πρωτόγνωρη για τον 21ο αιώνα δυναμική, αυξημένα είναι και τα φαινόμενα κοινωνικής αναταραχής και βίας. Χαρακτηριστικό είναι το παράδειγμα στις Η.Π.Α., όπου, σύμφωνα με επίσημα στατιστικά στοιχεία, τα εγκλήματα μίσους (hate crimes) -τα οποία έχουν συνήθως ως θύματα ανθρώπους που ανήκουν σε μειονότητες, όπως οι Αφροαμερικανοί, οι μετανάστες και τα διεμφυλικά άτομα- έχουν αυξηθεί τα τελευταία έτη με ραγδαίο ρυθμό.

Ως αποτέλεσμα αυτού του εντεινόμενου κοινωνικού διχασμού, αναπτύσσονται, από τη μία, τάσεις έντονης «πατριδοφιλίας», με εκφραστές εκείνους που νιώθουν τις παραδοσιακές αρχές τους να θίγονται από τις αλλαγές και τις ζυμώσεις της σύγχρονης εποχής, και από την άλλη, φωνές απομάκρυνσης από τους παλαιούς θεσμούς και αντιλήψεις που εν πολλοίς φαίνεται να έχουν καταστεί εμπόδια στην πρόοδο και την εξέλιξη -π.χ. το κίνημα “Defund The Police” και “Black Lives Matter”, που καλούν σε εκ βάθρων μεταβολή των προβληματικών κοινωνικών δομών. Στο πλαίσιο αυτό, σύμβολα του παρελθόντος, όπως είναι οι σημαίες και τα αγάλματα, χάνουν την προηγουμένως απολαμβάνουσα αίγλη τους και αντιμετωπίζονται με σκεπτικισμό, αν όχι με περιφρόνηση.

Πολλά χρόνια προτού οργισμένοι διαδηλωτές κατακρημνίσουν σε Ευρώπη και Αμερική το καλοκαίρι του 2020 μνημεία και αδριάντες άμεσα συνδεδεμένα με τον ρατσισμό του παρελθόντος, ένας νεαρός διαδηλωτής στο Dallas έκαψε δημόσια την Αμερικανική σημαία, ξεκινώντας τη συζήτηση σχετικά με το προνομιακό (;) καθεστώς των εθνικών συμβόλων. Αναλυτικότερα, σε μια περίοδο έντονων αναταραχών και αντιπολεμικών συνθημάτων, διαδηλωτές είχαν μαζευτεί το 1984 στη μεγαλούπολη του Texas, για να εκδηλώσουν την αντίθεσή τους στην πολιτική του εν ενεργεία προέδρου Ronald Reagan, o οποίος συμμετείχε στο Ρεπουμπλικανικό συνέδριο και επεδίωκε τη δεύτερή του θητεία. Με την ολοκλήρωση της διαδήλωσης, ο 28χρονος τότε Gregory Johnson περιέλουσε με κηροζίνη μια σημαία και της έβαλε φωτιά, την ώρα που το πλήθος φώναζε συνθήματα κατά της κυβερνητικής πολιτικής. Μολονότι δεν ακολούθησαν ούτε βίαια επεισόδια, ούτε φθορές περιουσίας, ο Johnson συνελήφθη και στη συνέχεια καταδικάστηκε για «καταστροφή αντικειμένου που χρήζει σεβασμού», σύμφωνα με τον Τεξανό Ποινικό Κώδικα.

Ωστόσο, το Εφετείο της Πολιτείας ανέτρεψε την καταδίκη του αυτή και η υπόθεση οδηγήθηκε στο Ανώτατο Δικαστήριο της χώρας, δίνοντας αφορμή για μία από τις σπουδαιότερες αποφάσεις στον χώρο της ελευθερίας της έκφρασης, γνωστή ως Texas vs. Johnson (1990). Το Δικαστήριο, με τη σειρά του, κλήθηκε να απαντήσει σε δύο πολύ σημαντικά ερωτήματα: πρώτον, αν η καταστροφή της σημαίας αποτελεί «τρόπο έκφρασης, προστατευόμενο από τη σχετική συνταγματική ελευθερία» και δεύτερον, αν ο νόμος, που απαγορεύει την έκφραση αυτή, κινείται εντός των ιδιαίτερα αυστηρών πλαισίων που είναι αναγκαίοι για την περιστολή του συνταγματικού δικαιώματος αυτού.

Αναφορικά με το πρώτο ερώτημα, γίνεται ευρύτερα δεκτό ότι δεν απαιτείται λόγος (γραπτός ή προφορικός), για να θεωρηθεί μια ανθρώπινη συμπεριφορά ως έκφραση. Αντίθετα, αρκεί αυτή να εμπεριέχει «στοιχεία επικοινωνίας», τα οποία, αφενός επιχειρούν να περάσουν ένα συγκεκριμένο μήνυμα και, αφετέρου γίνονται αντιληπτά από τον αποδέκτη του μηνύματος. Στην κρινόμενη περίπτωση, όπως εύκολα μπορεί να γίνει αντιληπτό, το Δικαστήριο χωρίς δισταγμό δέχτηκε ότι ο Johnson έκαψε τη σημαία, με σκοπό να δραματοποιήσει με τον πιο εύγλωττο τρόπο την αντίθεση των διαδηλωτών στην πολιτική του Reagan και, συνεπώς, αποτελούσε η συμπεριφορά του αυτή μέρος πολιτικής έκφρασης που εκδηλώθηκε στο πλαίσιο μιας δημόσιας κριτικής.

Λαμβάνοντας, λοιπόν, ως δεδομένη τη φύση της συμπεριφοράς του ως μία πράξη έκφρασης, το Δικαστήριο – κατά πάγια νομολογία του – αντιμετωπίζει με μεγάλη καχυποψία κάθε νόμο που επιχειρεί να περιορίσει ή (ακόμη περισσότερο) να απαγορεύσει την έκφραση αυτή. Έτσι, δεν δέχεται τη δυνατότητα του κράτους να θέτει περιορισμούς και απαγορεύσεις, απλώς γιατί αποδοκιμάζει το περιεχόμενο του μηνύματος. Αντίθετα, απαιτεί να δικαιολογείται αυτό από ένα αυξημένο ενδιαφέρον της Πολιτείας, το οποίο όμως πρέπει να γίνεται με σεβασμό προς το αντίστοιχο δικαίωμα του ατόμου (όπως αυτό περιχαρακώνεται στο λεγόμενο First Amendment). Από την πλευρά της δε, η Πολιτεία του Texas επικαλέστηκε ως σκοπό του νόμου τόσο την αποτροπή διατάραξης της κοινωνικής ειρήνης όσο και την διατήρηση της συμβολικής αξίας της σημαίας ως καθρέπτη της εθνικής ενότητας.

Ενδιαφέρον παρουσιάζει εδώ η θέση του Δικαστηρίου, το οποίο απορρίπτει τους ισχυρισμούς της Πολιτείας περί κοινωνικής ειρήνης. Πέρα από το γεγονός ότι στην συγκεκριμένη διαδήλωση η καύση της σημαίας δεν υποκίνησε κάποια μορφή βίας ή επεισοδίων μεταξύ των παρευρισκόμενων, το Supreme Court προχώρησε στο να τονίσει ότι «κορυφαία λειτουργία της ελευθερίας της έκφρασης είναι να προκαλέσει αντιπαράθεση. Η σκοπός της κατοχύρωσης μάλιστα του δικαιώματος αυτού επιτυγχάνεται καλύτερα όταν προκαλεί αναστάτωση, δυσαρέσκεια με τις υφιστάμενες συνθήκες και, ίσως ακόμη όταν επιφέρει θυμό». Η θέση αυτή -ως κορυφαία εκδήλωση της δημοκρατικής ανοχής και του κοινωνικού πλουραλισμού- υποχρεώνει το κράτος να αντιμετωπίζει εξαιρετικά στενά την απαγόρευση έκφρασης προκλητικών ιδεών.

Τέλος, αναφορικά με την αντιμετώπιση της σημαίας ως ένα σύμβολο, που πρέπει να προστατεύεται, το Δικαστήριο έδωσε μεγάλο βάρος στα ιδιαίτερα χαρακτηριστικά της πράξης του Johnson. Πιο συγκεκριμένα, ακριβώς επειδή η έκφραση πολιτικών ιδεών -πολλώ δε μάλλον η άσκηση κριτικής- αποτελεί τον ακρογωνιαίο λίθο της ελεύθερης δημοκρατικής κοινωνίας, δεν νοείται η δημιουργία εξαίρεσης από την προστασία του ατόμου να εκφράζει την άποψή του, ακόμη κι όταν αυτή μεταδίδει ένα μήνυμα αντίθετο από το ευρέως αποδεκτό. Συνεπώς, η Πολιτεία καλώς έχει και μεταχειρίζεται τη σημαία ως ένα ξεχωριστό συμβολικό αντικείμενο στο οποίο εναποθέτει κάποιες γενικότερες αξίες, αλλά δεν μπορεί να φτάσει στο σημείο να διώξει ποινικά το άτομο για την εναντίωσή του στο μήνυμα αυτό. Αποκορύφωμα δε της όλης σκέψης αποτελεί η παραδοχή ότι «το Κράτος δεν επιτρέπεται να απαγορεύει την έκφραση μιας ιδέας απλώς και μόνο επειδή η κοινωνία βρίσκει την ιδέα αυτή προκλητική ή δυσάρεστη».

Η σκιαγραφηθείσα απόφαση ήταν, όπως αντιλαμβάνεται κανείς, πρωτοποριακή για τα κοινωνικά δεδομένα της εποχής, η οποία χαρακτηριζόταν από την κυριαρχία του νεοσυντηρητισμού, φέροντας μεγάλες ομοιότητες με το τωρινό πολιτικό κλίμα. Μέσα από αυτή, το Δικαστήριο επιβεβαίωσε την προσήλωσή του στα ατομικά δικαιώματα, μια θέση που παραμένει επίκαιρη και σημαντική σήμερα. Μάλιστα, όπως τονίζει στο τέλος της απόφασης, οι αρχές της ελευθερίας και της ποικιλομορφίας των ιδεών όχι μόνο δεν αφαιρούν αξία από τα εθνικά σύμβολα, αλλά αντίθετα καταδεικνύουν την ισχύ του δημοκρατικού πολιτεύματος, το οποίο χαρακτηρίζεται από ανεκτικότητα έναντι στο διαφορετικό.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτης Χριστοδούλου
Παναγιώτης Χριστοδούλου
Γεννήθηκε στο Βόλο το 1998. Είναι τελειόφοιτος φοιτητής του τμήματος Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Σύνθημα του είναι ότι το μόνο που μας χωρίζει από τα όνειρα μας είναι η θέληση να τα υλοποιήσουμε. Λατρεύει τα ταξίδια, να ανακαλύπτει νέα μέρη και να περιτριγυρίζεται από ανθρώπους με διαφορετικές καταβολές. Παρακολουθώντας με έντονο ενδιαφέρον την επικαιρότητα, θέλησε να ασχοληθεί με την αρθρογραφία, ώστε να λάβει μέρος στον σχολιασμό των διεθνών εξελίξεων.