Της Σοφίας Πεχλιβανίδου,
«Με λένε Κρίστοφερ Τζον Φράνσις Μπουν. Ξέρω όλες τις χώρες του κόσμου με τις πρωτεύουσές τους, όπως και όλους τους πρώτους αριθμούς μέχρι το 7.507». Με αυτόν τον τρόπο μας συστήνεται ο ήρωας του βιβλίου «Ποιος σκότωσε τον σκύλο τα μεσάνυχτα;» του Μαρκ Χάντον, στο δεύτερο κεφάλαιο του βιβλίου που αριθμείται, όμως, με τον αριθμό 3, γιατί στον Κρίστοφερ αρέσουν οι πρώτοι αριθμοί και πιστεύει ότι οι αριθμοί αυτοί είναι σαν τη ζωή: είναι πολύ λογικοί, αλλά δε θα μπορούσες ποτέ να επεξεργαστείς τους κανόνες τους, ακόμη κι αν έτρωγες όλο σου τον καιρό να τους σκέφτεσαι. Ο Κρίστοφερ είναι ένα παράξενο παιδί, του οποίου το μυαλό λειτουργεί με ιδιαίτερο τρόπο. Αγαπάει το κόκκινο, μισεί το καφέ και το κίτρινο και δεν ακουμπάει ποτέ κίτρινα ή καφέ αντικείμενα. Του αρέσουν πολύ τα Μαθηματικά και η Φυσική. Μάλιστα, είναι πολύ καλός και στα δύο και ονειρεύεται να γίνει αστροναύτης. Ο Κρίστοφερ αγαπά τα επιστημονικά βιβλία και τα αστυνομικά μυθιστορήματα, γιατί είναι έξυπνα και έχουν γρίφους, τους οποίους μπορεί να λύσει. Δεν λέει ποτέ ψέματα, δεν καταλαβαίνει τους ανθρώπους, όταν μιλάνε μεταφορικά, μισεί την πολυκοσμία και δεν του αρέσει να τον αγγίζουν.
Δεν ξέρω αν σας έχει συμβεί ποτέ να διαβάσετε ένα βιβλίο και, ολοκληρώνοντάς το, να νιώθετε ότι σας έκανε καλύτερους ανθρώπους. Δεν ξέρω αν είχατε ποτέ περιέργεια να μάθετε τον τρόπο με τον οποίο λειτουργεί ο ανθρώπινος εγκέφαλος, τις συνδέσεις που μπορεί να δημιουργήσει ανάμεσα σε πράγματα και γεγονότα ή αν προσπαθήσατε ποτέ να βάλετε σε τάξη τις σκέψεις σας γύρω από αυτό, όμως μπορώ με βεβαιότητα να πω ότι, διαβάζοντας το συγκεκριμένο βιβλίο και έχοντας την ευκαιρία να το δω στη θεατρική σκηνή της Μονής Λαζαριστών τον χειμώνα του 2018, σε μια εξαιρετική παραγωγή του Κρατικού Θεάτρου Βορείου Ελλάδος, άρχισα να σκέφτομαι πόσο διαφορετικός θα μπορούσε να ήταν ο κόσμος αν σκεφτόμασταν τόσο καθαρά όσο ο Κρίστοφερ, όσο ένα παιδί που μέσα στο αυτιστικό μυαλό του τοποθετεί τα πάντα στη θέση που τους αρμόζει. Πόσο πιο απλό θα ήταν για εμάς να λέμε την αλήθεια και μάλιστα να τη λέμε όχι επειδή μας αρέσει πάντοτε, αλλά επειδή δεν έχουμε τρόπο να σκεφτούμε κάποιο ψέμα ώστε να την κρύψουμε;
Σε έναν κόσμο και σε μια Ελλάδα που το 2020 ακόμη αγνοεί ή αντιμετωπίζει με οίκτο -ως παιδιά που κάποιος «Θεός» τα δημιούργησε έτσι- τα άτομα με αναπηρία, σε μια κοινωνία που, αντί να διαχειριστεί την αναπηρία, να τη σεβαστεί και να βρει λύσεις, επιλέγει να την κρύβει, να μεταθέτει την ευθύνη για το πρόβλημα σε κάποιον άλλον, που θεωρεί ακόμη στίγμα το ειδικό σχολείο, όπου τόσοι εκπαιδευτικοί της Ειδικής Αγωγής δίνουν μάχη με πενιχρές παροχές για να βοηθήσουν αυτά τα άτομα, υπάρχουν και ανάπηροι που μοιάζουν τόσο φυσιολογικοί όταν τους βλέπεις από μακριά. Υπάρχουν άνθρωποι που δεν τους αρέσει να τους αγγίζουν, που δεν θέλουν να στριμώχνονται σε μικρούς χώρους μαζί με κόσμο, γιατί τότε υπάρχει φασαρία και, όταν ακούνε φασαρία, καλύπτουν τα αυτιά τους, ξαπλώνουν στο πάτωμα και στριγγλίζουν, που δεν καταλαβαίνουν τις παρομοιώσεις και τις μεταφορές, που δυσκολεύονται να καταλάβουν τι νιώθει κάποιος και γιατί, όπως είναι ο Κρίστοφερ.
Είναι στ’ αλήθεια ένα βιβλίο που με πολύ εύστοχο και έξυπνο τρόπο παρουσιάζει όλες τις εκφάνσεις που μπορεί να έχει η ζωή ενός αυτιστικού έφηβου από τον τρόπο που τον βλέπουν οι γονείς του, οι γείτονες, οι δάσκαλοί του, οι άγνωστοι άνθρωποι που τον συναντούν μέχρι τον τρόπο που αντιλαμβάνεται ο ίδιος τη θέση του στον κόσμο. Ο Κρίστοφερ, στην προσπάθεια εξιχνίασης της υπόθεσης του φόνου του σκύλου που βρήκε νεκρό τα μεσάνυχτα στην αυλή της γειτόνισσάς του, έρχεται σταδιακά αντιμέτωπος με ανθρώπους και γεγονότα που τον αφορούν και αποτελούν σταθερές στη ζωή του. Έτσι, μαθαίνει ότι η μητέρα του εγκατέλειψε εκείνον και τον πατέρα του και έφυγε με τον εραστή της, ούσα σε απόγνωση και αδυνατώντας πια να συγκρατήσει τα νεύρα της λόγω του αυτιστικού παιδιού της. Γύρω από αυτή την αδυναμία μιας μητέρας να σταθεί δίπλα στο παιδί της, ξεδιπλώνεται και όλη η πλοκή της ιστορίας του.
Αυτό το λύγισμα της μητέρας ήταν το γεγονός που συντάραξε τη ζωή γεμάτη κανόνες και αριθμούς του Κρίστοφερ και τον οδήγησε στο να την αναζητήσει, να κάνει ένα ταξίδι ολομόναχος, προσπαθώντας να τιθασεύσει το ιδιαίτερο μυαλό του μέσα σε έναν κόσμο που σίγουρα δεν είναι φτιαγμένος στα μέτρα του. Και τελικά τα κατάφερε. Και αφού κατάφερε να βρει τη μητέρα του μόνος μέσα στο χάος του έξω κόσμου, κατάφερε να δώσει και εξετάσεις στα Μαθηματικά και αρίστευσε. Και αφού αρίστευσε σε αυτό που ήθελε να κάνει, μπορούσε να καταφέρει τα πάντα!
Με τη φράση αυτή τελείωσε και η παράσταση στη Μονή Λαζαριστών… Ο Κρίστοφερ Μπουν αναρωτιόταν: «Μπορώ να καταφέρω τα πάντα;». Το ίδιο αναρωτήθηκα κι εγώ, φεύγοντας από το θέατρο εκείνη τη μέρα. Η Σόμπαν, η δασκάλα του Κρίστοφερ στο σχολείο, ήταν εκείνη που του μιλούσε πάντα κυριολεκτικά, που του εξηγούσε αναλυτικά κάθε πράγμα που ήθελε να του πει, που δεν τον άγγιζε, που, όταν ξάπλωνε στο πάτωμα, τον άφηνε να ηρεμήσει χωρίς να του φωνάζει. Ήταν εκείνη που σεβόμενη την ανάγκη του Κρίστοφερ να ζει, όπως ήθελε εκείνος, ώστε να είναι καλά του έδωσε την ευκαιρία να δώσει τις εξετάσεις στα Μαθηματικά και να αριστεύσει, όσο ασήμαντο κι αν φαινόταν σε όλους εκείνους που πίστευαν ότι ένα παιδί σαν τον Κρίστοφερ δεν θα μπορούσε να τα καταφέρει και δεν είχε καν σημασία να προσπαθήσει.
Τελικά, όμως, ο Κρίστοφερ και ο κάθε Κρίστοφερ που ζει εκεί έξω μπορεί να καταφέρει τα πάντα; Η σημερινή μέρα, η 3η Δεκεμβρίου, Παγκόσμια Ημέρα ατόμων με αναπηρία, οφείλει να μας υπενθυμίζει ότι κανένας Κρίστοφερ στον κόσμο δεν είναι ανάπηρος, αλλά ανάπηρο τον καθιστά η κοινωνία στην οποία μεγαλώνει. Οι Κρίστοφερ του κόσμου μας μπορούν, πράγματι, να καταφέρουν τα πάντα υπό την προϋπόθεση ότι θα έχουν συμπαράσταση και σεβασμό στις ιδιαίτερες ανάγκες τους, ώστε να «στολίζουν» τον κόσμο με το ιδιαίτερο και συναρπαστικά υπέροχο -αν είσαι αρκετά υπομονετικός για να το ανακαλύψεις, όπως η δασκάλα του- μυαλό τους κάθε φορά!