Του Κωνσταντίνου Δήμου,
Παρότι η Ελληνική Επανάσταση ξέσπασε επίσημα το 1821, αυτό δεν σημαίνει ότι, κατά τη διάρκεια των προεπαναστατικών χρόνων, δεν υπήρξαν ενέργειες ξεσηκωμού των υπόδουλων εθνοτήτων της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, υποκινούμενες από τον ξένο δάκτυλο των Μεγάλων Δυνάμεων. Η Μεγάλη Βρετανία και η Ρωσία, συγκεκριμένα, έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός κλίματος που θα ευνοούσε την Επανάσταση, έτσι ώστε η καθεμία να επιδιώξει την ικανοποίηση των εθνικών τους συμφερόντων: η πρώτη επιθυμούσε το ναυτικό έλεγχο και κυριαρχία στην Ανατολική Μεσόγειο, ενώ η δεύτερη τον έλεγχο των Στενών και τη διέξοδο προς τη Μεσόγειο για την διεκπεραίωση εμπορικών και στρατιωτικών δραστηριοτήτων.
Δεν είναι τυχαίο, άλλωστε, το γεγονός ότι η Ρωσία υπό τη βασιλεία της Αικατερίνης Β΄ (1762-1796), συνεχίστρια του μεταρρυθμιστικού έργου του Μεγάλου Πέτρου (1689-1725), ήθελε να βάλει ένα τέλος στο Ανατολικό Ζήτημα με την κατάλυση του «μεγάλου ασθενή» της Ευρώπης, της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Χρησιμοποιώντας την εγγύτητα της με τους βαλκανικούς λαούς χάρη στην κοινή σλαβική καταγωγή και του ομόδοξου, η Ρωσία αναλαμβάνει το ρόλο του ελευθερωτή και τους ξεσηκώνει ενάντια στο δυνάστη τους. Ο Ρωσοτουρκικός Πόλεμος του 1768-1774 απέκτησε μεγάλη υποστήριξη από τους ελληνικούς πληθυσμούς χάρη στο ακούραστο πνεύμα του Έλληνα Γεώργιου Παπαζώλη και των Ρώσων αδελφών Ορλώφ (Γρηγόριος, Αλέξιος, Θεόδωρος), απεσταλμένων πρακτόρων της Τσαρίνας Αικατερίνης Β΄, οι οποίοι και διέδωσαν το μήνυμα του ξεσηκωμού σε ολόκληρο τον ελλαδικό χώρο. Εκμεταλλευόμενοι τα δημοσιονομικά και διοικητικά προβλήματα (βαριά φορολογία, διαφθορά) των Τούρκων, καθώς και την αποδιοργάνωση του οθωμανικού στρατού ( πειρατεία, ξεπερασμένος τεχνολογικά οπλισμός), υποκίνησαν εξεγέρσεις ενάντια στην αυθαιρεσία της Υψηλής Πύλης.
Οι Έλληνες δεν μπορούσαν να μην συμμετέχουν στο αποκορύφωμα της ναυτικής αυτής εκστρατείας, τη ναυμαχία που έλαβε χώρα ανάμεσα στη Χίο και τα μικρασιατικά παράλια (Τσεσμέ) στις αρχές Ιουλίου 1770 (24 Ιουνίου/5 Ιουλίου), η οποία τελικά οδήγησε τους Τούρκους σε πανωλεθρία. Τα αδέλφια Αλέξιος και Θεόδωρος Ορλώφ υπό την καθοδήγηση του ναυάρχου Σπυρίδωφ και του Σκωτσέζου Αντιναύαρχου Elphinstone καταδίωξαν τον τουρκικό στόλο, με σκοπό να τον εκμηδενίσουν, έτσι ώστε η Κωνσταντινούπολη να μείνει αφύλακτη από τη θάλασσα και να μπορέσουν να την κυριεύσουν. Μ’ αυτόν τον τρόπο, μάλιστα, θα εκπληρώνονταν και ο ανεκπλήρωτος «ευσεβής πόθος» των Ελλήνων περί του σωτήριου «ξανθού γένους» που θα απελευθέρωνε την Πόλη και θα αποκαθιστούσε τη βυζαντινή αυτοκρατορία.
Η σύγκρουση μεταξύ των δύο αντιπάλων υπήρξε σφοδρή, με τους Οθωμανούς να προβάλλουν σθεναρή άμυνα, έχοντας τόσο το γεωγραφικό πλεονέκτημα όσο και την αριθμητική υπεροχή του τουρκικού στόλου έναντι του ρωσικού. Ωστόσο, οι Ρώσοι πέτυχαν μια «πύρρεια» νίκη, εγκλωβίζοντας τα εναπομείναντα τουρκικά πλοία στο λιμάνι του Τσεσμέ, παρά τις σημαντικές απώλειες που υπέστησαν (523 νεκροί) και την αμοιβαία καταστροφή της ρωσικής και τουρκικής ναυαρχίδας «Ευστάθιος» και «Ρεάλ Μουσταφά» αντίστοιχα. Ο επικεφαλής των τουρκικών ναυτικών δυνάμεων Καπουδάν Πασάς Ιμπραήμ Χοζαμεδδίν, αφότου παρακολούθησε τη ναυμαχία από απόσταση, οχυρώθηκε με τους επιζώντες στο λιμάνι, με την ελπίδα ότι οι πυροβολαρχίες των παρακείμενων φρουρίων θα ήταν αρκετές για να αποτρέψουν τους Ρώσους να εισέλθουν στο λιμάνι, αγνοώντας το σχέδιο διαφυγής που του πρότεινε ο ναύαρχος του Χασάν μπέης Τζεζάερλη Μαντάλογλου.
Ο ρωσικός στόλος τελικά πυρπόλησε το λιμάνι τα μεσάνυκτα της 25ης – 26ης Ιουνίου/6ης – 7ης Ιουλίου, έπειτα από σκληρή ανταλλαγή πυρών. Το λιμάνι καταστράφηκε εξ ολοκλήρου και οι Οθωμανοί υπέστησαν μια συντριπτική ήττα, που παρομοιάστηκε με την ναυμαχία της Ναυπάκτου το 1571. Το αποτέλεσμα ήταν η εγκατάλειψη του Τσεσμέ από την οθωμανική διοίκηση και φρουρά και η εγκατάσταση τους στη Σμύρνη. Η νίκη αυτή εξύψωσε το ηθικό των Ελλήνων, αναπτερώνοντας τις ελπίδες που είχαν εναποθέσει στο ρωσικό έθνος ως προστάτιδα δύναμη της Ελληνικής Επανάστασης. Ωστόσο, η αντίληψη αυτή παραμένει αμφισβητούμενη.
Οι Ρώσοι, υιοθετώντας τον ρόλο του ελευθερωτή των υπόδουλων λαών της Βαλκανικής, επιθυμούσαν να επωφεληθούν από τις εξεγέρσεις των λαών αυτών, οι οποίες θα λειτουργούσαν ως δυνάμεις αντιπερισπασμού και διάβρωσης της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, χωρίς να έχουν άμεσο στόχο να πραγματοποιήσουν τις αλυτρωτικές τάσεις των σκλαβωμένων. Η διατήρηση του προσωπείου αυτού από την αυτοκράτειρα Αικατερίνη Β΄ ήταν περισσότερο ένας διπλωματικός ελιγμός, που στόχο είχε να αυξήσει το ρωσικό γόητρο και να καταστήσει αναγνωρίσιμη τη ρωσική ισχύ στην υπόλοιπη Ευρώπη.
Η αποκάλυψη των ρωσικών σχεδίων γίνεται από τα fait accompli που επέβαλλε η λήξη της ρωσοτουρκικής σύγκρουσης στους ελληνικούς πληθυσμούς. Η πρώτη ένδειξη περί αυτού καταγράφεται από τον ιστορικό Διονύσιο Κόκκινο, αναφερόμενος σε επιστολή του Θεόδωρου Ορλώφ προς τους Μανιάτες, όπου γίνεται λόγος περί «υπηκόους Έλληνες» της αυτοκράτειρας και όχι για «ελεύθερους Έλληνες». Ο Θεόδωρος Ορλώφ θα υποστηρίξει ότι επρόκειτο για παρανόηση και πως η Ρωσία ενδιαφέρεται για την ανεξαρτησία της Ελλάδος και όχι απλά για την αλλαγή επικυρίαρχου των Ελλήνων. Οι Ρώσοι αυτή τη φορά δεν θα τους εγκατέλειπαν στη μοίρα τους, όπως είχαν πράξει οι προκάτοχοι του αυτοκρατορικού θρόνου, και η παρεξήγηση έληξε με απολογητική προκήρυξη του Θεόδωρου Ορλώφ (Κόκκινος, 1974, σελ. 58-9).
Φυσικά, στην πράξη τα πράγματα εξελίχθηκαν εντελώς διαφορετικά: οι εκκλήσεις του Elphinstone να επιτεθούν άμεσα στην Κωνσταντινούπολη όσο οι Τούρκοι παρέμεναν μουδιασμένοι από την ήττα τους δεν εισακούστηκαν. Αντίθετα, αποφασίστηκε η πολιορκία και η κατοχή των νησιών που βρίσκονταν κοντά στα Στενά, για τον οικονομικό και εμπορικό αποκλεισμό της Πόλης. Η αντεπίθεση των Τούρκων από τον Χασάν Μπέη όμως και η βύθιση της ναυαρχίδας «Σβιατοσλάβ» του Elphinstone έβαλαν πρόωρο τέλος στο εγχείρημα του αποκλεισμού των Στενών. Οι Έλληνες αγωνιστές που έμειναν πίσω, όπως και οι ελληνικές κοινότητες που συμμετείχαν στην εξέγερση, υπέστησαν τα τουρκικά αντίποινα. Δηώσεις, σφαγές και ένα νέο κύμα εξισλαμισμών σημειώθηκαν στην Κωνσταντινούπολη, τη Θεσσαλία, τη Μακεδονία, τη Ρούμελη και του Μοριά, με τα Επτάνησα και τα νησιά του Αιγαίου να αποφεύγουν, ως επί το πλείστον, την καταστρεπτική μανία των Τούρκων, των γενίτσαρων και των Αλβανών μισθοφόρων τους, εξαιτίας της μετριοπαθούς στάσης που κράτησαν προς την επανάσταση. Στη Σμύρνη θανατώθηκαν από τους Τούρκους περίπου 1.000 άτομα.
Η συνθήκη του Κιουτσούκ Καϊναρτζή, που συνήψαν οι Ρώσοι με την Υψηλή Πύλη λίγα χρόνια αργότερα, στις 21 Ιουλίου 1774, παρότι τυπικά παρείχε οφέλη για τους Έλληνες και προστασία από τους Ρώσους επικυρίαρχους, στην πραγματικότητα τα συμφωνηθέντα δεν τηρήθηκαν και οι βιαιοπραγίες συνεχίστηκαν. Το τραγικό γεγονός της ναυμαχίας του Τσεσμέ, είναι το ότι πολλοί από τους νεκρούς ήταν «βίαια ναυτολογημένοι» Έλληνες στην υπηρεσία των Τούρκων. Οι Έλληνες πλήρωσαν με το αίμα τους την ματαιοδοξία των Ρώσων και πότισαν με αυτό τη δίψα τους για Ελευθερία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κόκκινος Δ. (1974) Η Ελληνική Επανάστασις (6η έκδ) Αθήνα: Εκδ. Μέλισσα
- Συλλογικό Έργο (1975) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τ. ΙΑ Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Yevgeny T. (2003) Η Ναυμαχία του Τσεσμέ και η πρώτη Ρωσική εκστρατεία στο Αιγαίο Αθήνα: Εκδ. Εκάτη