16.7 C
Athens
Τρίτη, 5 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΝομικά ΘέματαΤο περιεχόμενο και οι φραγμοί της θρησκευτικής ελευθερίας

Το περιεχόμενο και οι φραγμοί της θρησκευτικής ελευθερίας


Της Ιωάννας Μπινιάρη,

Ένα από τα παλαιότερα ατομικά δικαιώματα που εντάσσονται στην κατηγορία των δικαιωμάτων πνευματικής έκφρασης συνιστά η θρησκευτική ελευθερία. Η αναγνώρισή της άρχισε να εξετάζεται από τον 16ο αιώνα, ενώ στον ελληνικό χώρο κατοχυρώνεται στο άρθρο 13 παρ. 1 του Συντάγματος, το οποίο ορίζει ότι «η ελευθερία της θρησκευτικής συνειδήσεως είναι απαραβίαστος». Το απαραβίαστο ισχύει τόσο για τον κοινό νομοθέτη όσο και για τα καθ’ έκαστον όργανα της κρατικής εξουσίας, καθώς και για τους ιδιώτες.

Επιμέρους εκφάνσεις του δικαιώματος στην ελευθερία της θρησκευτικής συνείδησης αποτελούν το δικαίωμα να πρεσβεύει κανείς οποιαδήποτε θρησκεία θέλει ή καμία θρησκεία, δηλαδή να είναι άθρησκος ή άθεος, αλλά και το δικαίωμα να εκδηλώνει κανείς ή να μην εκδηλώνει, δηλαδή να αποσιωπά τις όποιες θρησκευτικές πεποιθήσεις του ή την ανυπαρξία τους. Σε αυτή την ειδικότερη έκφανση, άλλωστε, στηρίζεται και η άποψη ότι η αναγραφή του θρησκεύματος στις αστυνομικές ταυτότητες είναι αντισυνταγματική, είτε είναι υποχρεωτική είτε είναι προαιρετική, διότι ακόμα και στην περίπτωση αυτή τεκμαίρεται η ύπαρξη ή η έλλειψη θρησκευτικών πεποιθήσεων. Άλλη ειδικότερη έκφραση της συγκεκριμένης ελευθερίας είναι το δικαίωμα να μεταβάλλει κανείς οποτεδήποτε ή και να αποβάλλει τελείως τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις και το δικαίωμα της ίσης μεταχειρίσεως ανεξαρτήτως θρησκευτικών πεποιθήσεων με βάση και τη συνταγματικώς κατοχυρωμένη αρχή της ισότητας, στο οποίο μάλιστα στηρίχθηκε και η απόφαση υπ’ αριθμ. 3533/1986 του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε αντισυνταγματική την απαγόρευση διορισμού αλλοθρήσκων ή αλλοδόξων στη μέση εκπαίδευση αλλά και η απόφαση υπ’ αριθμ. 194/1987 του Συμβουλίου της Επικρατείας που έκρινε αντισυνταγματική την απαγόρευση σε μη ορθόδοξο χριστιανό να σπουδάσει ορθόδοξη θεολογία στο Πανεπιστήμιο.


Στο άρθρο 13 παρ. 2 του Συντάγματος ορίζεται επίσης ότι «πάσα γνωστή θρησκεία είναι ελευθέρα και τα της λατρείας αυτής τελούνται ακωλύτως υπό την προστασία των νόμων». Κατοχυρώνεται με αυτόν τον τρόπο και η ελευθερία της λατρείας, δηλαδή η ελευθερία εκδηλώσεως των θρησκευτικών πεποιθήσεων και ασκήσεως όλων εκείνων των καθηκόντων που απορρέουν από την ένταξη σε μια θρησκευτική κοινότητα με τελετουργική μορφή και όχι οποιαδήποτε εξωτερίκευση θρησκευτικών πεποιθήσεων. Μάλιστα, κατά το Σύνταγμα η θρησκευτική ελευθερία καλύπτει όχι μόνο τις υφιστάμενες κατά τη θέσπισή του θρησκείες, αλλά και όσες τυχόν εμφανιστούν αργότερα. Βέβαια, σημαντικός περιορισμός στην ελευθερία ασκήσεως της λατρείας αποτελεί ο περιορισμός της «γνωστής θρησκείας», χωρίς αυτό να σημαίνει ότι απαιτείται η θρησκεία να είναι αναγνωρισμένη, απλά χρειάζεται αυτή να έχει φανερά δόγματα και διδασκαλία και φανερή λατρεία, χωρίς να παίζει ρόλο ο αριθμός των οπαδών ή εάν πρόκειται για παλαιά ή νέα θρησκεία ή εάν αποτελεί αίρεση σε σχέση προς την επικρατούσα θρησκεία.

Στο σημείο αυτό, αναγνωρίζει κανείς ότι στενά συνδεδεμένο με την ελευθερία της λατρείας είναι και το δικαίωμα της ιδρύσεως από κάθε θρησκευτική κοινότητα των χώρων εκείνων που προορίζονται για την τέλεση της λατρείας και έχουν γενικά θρησκευτικούς σκοπούς. Οι σχετικές ρυθμίσεις προβλέπονται στο άρθρο 1 του ΑΝ 1672/1939 και το εκδοθέν κατ΄ εξουσιοδότηση της διάταξης αυτής ΒΔ της 20.5/2.6.1939, που προβλέπουν ένα σύστημα προηγούμενης διοικητικής αδείας για τη λειτουργία ευκτηρίου οίκου ετερόδοξων ή ετερόθρησκων. Οι διατάξεις αυτές άλλωστε κρίθηκαν συνταγματικές υπό αυστηρές προϋποθέσεις, από την Ολομέλεια τόσο του Αρείου Πάγου όσο και του Συμβουλίου της Επικρατείας. Σε κάθε περίπτωση πάντως γίνεται κοινά αποδεκτό ότι η ανέγερση ή η θέση σε λειτουργία ευκτηρίου οίκου υπόκειται στους περιοριστικούς όρους των διατάξεων του Γενικού Οικοδομικού Κανονισμού και του Κτιριοδομικού Κανονισμού.

Παρά την ανεπιφύλακτη προστασία της ελευθερίας της θρησκευτικής συνείδησης που προαναφέραμε, δηλαδή των εσωτερικών αναζητήσεων του ατόμου, χρήζει αναφοράς το γεγονός ότι αυτή διακρίνεται από τη δράση του ατόμου, η οποία κατοχυρώνεται στην παρ. 2 του άρθρου 13 του Συντάγματος και η οποία μπορεί να περιορισθεί. Έτσι, στο ίδιο άρθρο προβλέπεται ότι η άσκηση της λατρείας δεν επιτρέπεται να προσβάλλει τη δημόσια τάξη ή τα χρηστά ήθη και απαγορεύεται ο προσηλυτισμός. Επίσης, κανείς δεν μπορεί, εξαιτίας των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, να απαλλαγεί από την εκπλήρωση των υποχρεώσεών του προς το Κράτος ή να αρνηθεί να συμμορφωθεί προς τους νόμους. Για παράδειγμα, θα ήταν εντελώς αντίθετες στην ελληνική δημόσια τάξη θρησκευτικές πεποιθήσεις, οι οποίες θα περιελάμβαναν στη λατρεία τους ανθρωποθυσίες ή τη λήψη ναρκωτικών ουσιών ή θα υπέβαλλαν τους πιστούς τους σε σωματικές κακώσεις.

Επιπλέον, στην περίπτωση συγκρούσεως μεταξύ των υποχρεώσεων του πολίτη απέναντι στο Κράτος και των θρησκευτικών του πεποιθήσεων, οι δεύτερες θα πρέπει να υποχωρήσουν, αφού δεν μπορούν να αποτελέσουν δικαιολογία, για να απαλλαγεί κανείς από τις υποχρεώσεις του απέναντι στο Κράτος. Χαρακτηριστικό παράδειγμα της συγκεκριμένης περίπτωσης αποτελούν οι στρατιωτικές και οι φορολογικές υποχρεώσεις, τις οποίες κανένας δεν μπορεί να αρνηθεί επικαλούμενος τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις ή το γεγονός ότι από τα έσοδα των φόρων χρηματοδοτούνται έργα ή πολιτικές αντίθετες με τη θρησκευτική του συνείδηση. Τέλος, φραγμός της θρησκευτικής ελευθερίας είναι και η απαγόρευση του προσηλυτισμού, διάταξη η οποία αποτελεί καινοτομία του ισχύοντος Συντάγματος, και αφορά πλέον σε κάθε «γνωστή» θρησκεία και δεν περιορίζεται μόνο στον επιχειρούμενο κατά της επικρατούσας θρησκείας προσηλυτισμό. Για όσους δεν γνωρίζουν την έννοια του προσηλυτισμού, θα λέγαμε ότι αυτός νοείται ως η χρησιμοποίηση αθέμιτων μέσων και όχι της πειθούς προκειμένου να διεισδύσει κανείς στη θρησκευτική συνείδηση άλλου προσώπου και μάλιστα θεωρείται έγκλημα τυπικό που τιμωρείται με ποινή φυλακίσεως και χρηματική ποινή ενώ η διάπραξή του μπορεί να επιφέρει και διοικητικές κυρώσεις.

Συνεπώς, αντιλαμβανόμαστε ότι η θρησκευτική ελευθερία σχετίζεται κυρίως με τις μύχιες πεποιθήσεις ενός ατόμου και πρέπει να γίνεται σεβαστή σε κάθε περίπτωση, αν θέλουμε να λέμε ότι ζούμε πράγματι σε ένα κράτος δικαίου που δεν βασίζεται σε προκαταλήψεις και λειτουργεί δημοκρατικά, όταν έχει να κάνει με τη λατρεία του θείου.


Πηγές
  • Θεμελιώδη Δικαιώματα, Σπ. Βλαχόπουλος, Νομική Βιβλιοθήκη, 2017
  • Εγχειρίδιο Εκκλησιαστικού Δικαίου, Κονιδάρης Ιωαν., εκδόσεις Σάκκουλα, 2016

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Ιωάννα Μπινιάρη
Ιωάννα Μπινιάρη
Γεννήθηκε στην Αθήνα το 1997 και κατάγεται από την Επίδαυρο, όπου και μεγάλωσε. Είναι απόφοιτη της Νομικής Σχολής Αθηνών και εργάζεται ως ασκούμενη δικηγόρος. Το πάθος της, από μικρή ηλικία, είναι η εκμάθηση ξένων γλωσσών και τα ταξίδια. Στον ελεύθερό της χρόνο απολαμβάνει την ανάγνωση λογοτεχνικών βιβλίων, την παρακολούθηση θεατρικών παραστάσεων, συναυλιών και κινηματογραφικών ταινιών αλλά και την ενασχόληση με τη γυμναστική. Διετέλεσε Αρχισυντάκτρια Κοινωνικών Θεμάτων του OffLine Post από τον Μάρτιο του 2021 έως τον Σεπτέμβριο του 2022.