Του Μάριου Ντινάκους,
Η Τυνησία βρίσκεται στην περιοχή Maghreb και αποτελεί το βορειότερο μέρος της Αφρικανικής Ηπείρου. Συνορεύει με την Αλγερία στα δυτικά και με τη Λιβύη στα Νοτιοανατολικά, ενώ βρέχεται από τη Μεσόγειο στα βόρεια και στα ανατολικά. Ο πληθυσμός της ανέρχεται στα 11 εκατομμύρια και θεωρείται ως μια μικρομεσαία χώρα της Αφρικής. Είναι μια χώρα με μεγάλη γεωγραφική ποικιλία, καθώς τη διαπερνά η οροσειρά Άτλας και το 40% της χώρας το καταλαμβάνει η έρημος Σαχάρα. Οι Τυνήσιοι, κατά πλειοψηφία, είναι Άραβες και Βέρβεροι (Ιθαγενείς Βόρειας Αφρικής) και κύριες γλώσσες είναι τα Αραβικά και τα Γαλλικά. Η Τυνησία είναι μέλος αρκετών οργανισμών με στόχο την ενίσχυση των διεθνών σχέσεων, της διπλωματίας και της οικονομίας. Μερικοί από αυτούς είναι η Αφρικανική Ένωση (AU), η Αφρικανική Τράπεζα Επενδύσεων (AfDB), η Κοινή Αγορά για την Ανατολική και τη Νότια Αφρική (COMESA), το Οικονομικό και Κοινωνικό Συμβούλιο του Αραβικού Συνδέσμου (GAFTA), ο Παγκόσμιος Οργανισμός Εμπορίου (WTO), και έχει επίσης σημαντικό εταίρο -εμπορικά και διπλωματικά- τις ΗΠΑ, καθώς έχει συνάψει συμφωνία το 2015 ως μη νατοϊκή Χώρα (MNNA).
Γενικά οι σχέσεις της χώρας με την Ευρώπη και κυρίως με τη Γαλλία και την Ιταλία είναι ισχυρές. Επιπλέον, η γεωγραφική της θέση ενισχύει και την εμπορική και επενδυτική της θέση. Το νόμισμα που χρησιμοποιείται στη χώρα είναι το Δηνάριο Τυνησίας, το οποίο εισήχθη στην οικονομία το 1960 και εκδίδεται από την Κεντρική Τράπεζα της Τυνησίας (Banque Central de Tunisie). Επομένως, η νομισματική πολιτική ασκείται από την ίδια την Κεντρική Τράπεζα της χώρας.
Από την περίοδο 1881-1956, η Τυνησία ήταν υπό Γαλλική κυριαρχία και το σύστημα διακυβέρνησης ήταν η απόλυτη μοναρχία. Ωστόσο, τα οικονομικά την περίοδο εκείνη σταθεροποιήθηκαν και οι τηλεπικοινωνίες καθιερώθηκαν. Το 1920, δημιουργήθηκε το κόμμα Destour, το οποίο απαιτούσε συνταγματική αναθεώρηση και τη δημιουργία κυβέρνησης. Επίσης, οι υποστηρικτές του κόμματος απαιτούσαν να έχουν τα ίδια δικαιώματα με τους Ευρωπαίους πολίτες. Το 1934, αναδύεται στο προσκήνιο ο Habib Bourguiba, που δημιούργησε το κόμμα neo-Destour, το οποίο απέκτησε μεγάλη δύναμη και αποτέλεσε τον ισχυρό πυλώνα αντίστασης της χώρας κατά της γαλλικής κυριαρχίας. Μετά τον Δεύτερο Παγκόσμιο Πόλεμο, το 1956, δηλαδή κατά την περίοδο όπου η Γαλλία είχε ελευθερωθεί από τα δεσμά της Ναζιστικής Γερμανίας, η Τυνησία ανεξαρτητοποιήθηκε πλήρως μετά από διαπραγματεύσεις με τη Γαλλική Κυβέρνηση. Κατά τη διάρκεια της διακυβέρνησης του Bourguiba, υπήρξαν σημαντικές αλλαγές στη δικαιοσύνη, την οικονομική πολιτική, που απέκτησε πιο κοινωνικές προσεγγίσεις που βελτίωσαν το βιοτικό επίπεδο (σοσιαλιστική προσέγγιση), καθώς και τη φιλελευθεροποίηση του εμπορίου. Σε γενικές γραμμές, η χώρα στράφηκε προς τη Δύση.
Ο Πρόεδρος Ben Ali (1987-2011) βρέθηκε στην προεδρική θέση, δημιουργώντας το κόμμα Δημοκρατικός Συνταγματικός Συναγερμός (RCD) και μέσω του πραξικοπήματος που πραγματοποίησε το 1987. Οι κύριοι λόγοι που προχώρησε σε αυτές τις ενέργειες ήταν η επιδείνωση της υγείας του Bourguiba και το άρθρο 57 του Συντάγματος, το οποίο όριζε ότι σε περίπτωση ασθενείας ή ανικανότητας του Προέδρου υποχρεούται να παραιτηθεί. Επιπλέον, η διαφθορά, η υψηλή ανεργία, ο υψηλός πληθωρισμός στα είδη πρώτης ανάγκης και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, σε συνδυασμό με την έλλειψη ελευθερίας λόγου, δημιούργησαν ένα «εκρηκτικό μείγμα», το οποίο οδήγησε στην Επανάσταση του Γιασεμιού το 2011. Έτσι, μετά από την εξέγερση, ο Πρόεδρος παραιτήθηκε λόγω των κοινωνικών αντιδράσεων, μετά από 23 χρόνια διακυβέρνησης.
Αυτή η επανάσταση έδωσε αλυσιδωτές αντιδράσεις στον αραβικό καταπιεσμένο κόσμο με την αποκαλούμενη Αραβική Άνοιξη, που ήταν έναυσμα για πολλές άλλες λαϊκές εξεγέρσεις σε χώρες, όπως η Αίγυπτος, η Λιβύη και η Συρία.
Το σημερινό πολίτευμα της Τυνησίας είναι Ημιπροεδρική Δημοκρατία και Πρόεδρος μετά τις εκλογές του 2019 είναι ο Kais Saied, ο οποίος είναι επίσης αρχηγός των Ενόπλων Δυνάμεων. Μετά την επανάσταση του Γιασεμιού και τη διάλυση του RCD το 2011, δεκάδες νέα πολιτικά κόμματα έχουν αποκτήσει επίσημη αναγνώριση από το κράτος. Η Ennahda είναι ένα από αυτά. Αποτελούσε ένα ισλαμικό κόμμα το οποίο είχε απαγορευτεί δια νόμου λόγω της θρησκευτικής ιδεολογίας του, μέχρι και το 2011. Όλα αυτά τα χρόνια, πολλοί από τους ηγέτες του φυλακίστηκαν ή εξορίστηκαν. Στα τέλη του 2011, η Ennahda είχε αναδειχθεί ως το ισχυρότερο κόμμα της χώρας και αρκετά κεντροαριστερά κόμματα απολάμβαναν επίσης σημαντικής υποστήριξης εκείνη την περίοδο. Από την ανεξαρτησία, ένα σημαντικό χαρακτηριστικό της κοινωνικής πολιτικής της Τυνησίας ήταν η προσπάθεια βελτίωσης της κατάστασης της ζωής των γυναικών. Σε σύγκριση με άλλες αραβικές χώρες, οι γυναίκες στην Τυνησία απολαμβάνουν μεγαλύτερη ισότητα, σύμφωνα με τον νόμο. Το σύνταγμα που εγκρίθηκε το 2014 εγγυάται την ισότητα ανδρών και γυναικών ενώπιον του νόμου. Γενικά, η χώρα μετά το 2011 έχει να επιδείξει σημαντικά επιτεύγματα σε πολλούς τομείς, καθότι το αστυνομικό κράτος της χώρας έχει περιοριστεί, διεξήχθησαν ελεύθερες εκλογές και θεσπίστηκε Σύνταγμα, το οποίο είναι βασισμένο στην ελευθερία απόψεων και ιδεών. Έτσι, τα δημοκρατικά θεμέλια της χώρας είναι ολοκληρωμένα ως επί το πλείστον.
Η οικονομία της χώρας είναι αρκετά διαφοροποιημένη σε σχέση με τις άλλες οικονομίες της Αφρικής. Αρχικά, η δομή της είναι ως εξής: το 10% του ΑΕΠ προέρχεται από τον πρωτογενή τομέα, το 26% από τον δευτερογενή και το 64% από τον τριτογενή. Το γεγονός αυτό μας δείχνει ότι η οικονομία της χώρας εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις υπηρεσίες και τις εξαγωγές κυρίως του πετρελαίου και των ειδών που παράγονται από αυτό. Επίσης, ο μεταποιητικός τομέας θεωρείται ότι έχει εξίσου καλές προοπτικές και έχει λάβει πολλές επενδύσεις ανά τα έτη. Βέβαια, και ο πρωτογενής τομέας της χώρας είναι αρκετά σημαντικός και είναι αρκετά μεγαλύτερος από τον πρωτογενή τομέα των δυτικών κρατών (ενδεικτικά αναφέρουμε ότι ο πρωτογενής τομέας της Ελλάδας αποτελεί κατά μέσο όρο το 2% με 3% του ΑΕΠ). Ο τουρισμός είναι επιπλέον μια σημαντική πηγή εσόδων, όπως και τα εμβάσματα από Τυνήσιους που ζουν στο εξωτερικό.
Ενώ το εξωτερικό χρέος έχει τεθεί υπό έλεγχο, η χώρα εξακολουθεί να υποφέρει από μια εσωτερική ανισορροπία εισοδήματος μεταξύ του πλούσιου Βορρά και του φτωχού Νότου. Μετά από τις σοσιαλιστικές πολιτικές της δεκαετίας του 1960, η Τυνησία μετέτρεψε την οικονομική της πολιτική σε μια μεικτή οικονομία ελεύθερης αγοράς και κρατικής παρέμβασης. Ωστόσο, η οικονομία έπεσε σε κρίση στις αρχές της δεκαετίας του 1980, αποτέλεσμα της υπερβολικής εξάρτησης των εσόδων από το πετρέλαιο (πετρελαϊκή κρίση), τον διεθνή δανεισμό και τα εμβάσματα των μεταναστών. Στα μέσα της δεκαετίας του 1980, εισήχθη ένα πρόγραμμα για τη φιλελευθεροποίηση της οικονομίας, το οποίο βοήθησε στην αποκατάσταση της πιστοληπτικής ικανότητας της Τυνησίας, στη σταθεροποίηση των δημόσιων οικονομικών, στη μείωση των δημοσιονομικών ελλειμμάτων και στον πληθωρισμό, στη βελτίωση των εμπορικών ισοζυγίων και στην αύξηση των ξένων και εγχώριων επενδύσεων.
Οι μεταρρυθμίσεις του δημόσιου τομέα και η ιδιωτικοποίηση έχουν επίσης εφαρμοστεί με σκοπό τη μείωση της κρατικής παρέμβασης. Το πρόγραμμα που ακολουθήθηκε ωστόσο είχε κοινωνικό κόστος, καθώς τα επίπεδα ανεργίας και φτώχειας αυξήθηκαν και έτσι το βιοτικό επίπεδο χειροτέρεψε. Ωστόσο, το κατά κεφαλήν ακαθάριστο εθνικό προϊόν της χώρας συνέχισε να αυξάνεται σταθερά. Το ΑΕΠ της χώρας από το 1980 έχει τετραπλασιαστεί: από 10 δισεκατομμύρια δολάρια που βρισκόταν τότε έφτασε τα 47 δισεκατομμύρια δολάρια το 2014. Η κύρια αιτία αυτής της αύξησης είναι η άνοδος του τομέα των υπηρεσιών (τουρισμός, εμβάσματα), η βελτίωση του εμπορικού ισοζυγίου και η ευκολότερη πρόσβαση σε διεθνή φθηνό δανεισμό, που βελτίωσε όλους τους τομείς της οικονομίας. Έτσι, τα τελευταία χρόνια, η Τυνησία απολαμβάνει σταθεροποιητικές, αυξητικές τάσεις στο ΑΕΠ της και ειδικά μετά την Επανάσταση του 2011, παρά τη μικρή μείωση του 2015. Η πτώση εκείνης της χρονιάς οφείλεται στην αβεβαιότητα που δημιουργήθηκε λόγω της επανάστασης. Όπως γίνεται κατανοητό, οι υπηρεσίες καταλαμβάνουν μεγάλο μέρος της οικονομικής δραστηριότητας της χώρας. Συμπεριλαμβανομένου του λιανικού εμπορίου, της δημόσιας διοίκησης, της άμυνας και του τουρισμού, αντιπροσωπεύουν σημαντικό μέρος του ΑΕΠ -αν και οι στρατιωτικές δαπάνες της Τυνησίας, ως ποσοστό του ακαθάριστου εθνικού προϊόντος, είναι πολύ κάτω από τον παγκόσμιο μέσο όρο- και σχεδόν το ήμισυ της απασχόλησης. Ο τουρισμός έχει γίνει μια από τις κορυφαίες πηγές εσόδων της Τυνησίας. Αν και ο τουρισμός επηρεάστηκε δυσμενώς από τις αστάθειες στις αρχές του 21ου αιώνα, από την εξέγερση ενάντια στο καθεστώς του Ben Ali το 2011, ο αριθμός των τουριστών -ειδικά από άλλες αραβικές χώρες- αυξήθηκε και πάλι. Ωστόσο, όπως φαίνεται και στο διάγραμμα το 2015, υπάρχει μια μείωση του ΑΕΠ, η οποία οφείλεται κατά κύριο λόγο στη μείωση του τουρισμού λόγω των τρομοκρατικών επιθέσεων. Επίσης, η μείωση του ΑΕΠ το 2020 οφείλεται στον COVID-19, όπως και στις περισσότερες χώρες του κόσμου άλλωστε.
Οι ρυθμοί ανάπτυξης της οικονομίας κινούνται στο 1-2% για μία μεγάλη χρονική περίοδο. Η κατάσταση αυτή δείχνει σταθεροποίηση της οικονομικής ευημερίας για αρκετό καιρό. Ωστόσο, όπως συμβαίνει και παγκόσμια, η πανδημία του COVID-19 έχει επηρεάσει αισθητά την οικονομία με ρυθμούς καθίζησης του ΑΕΠ της τάξης του 20% για το 2020. Βέβαια, οι προβλέψεις κάνουν λόγο για ρυθμούς ανάπτυξης 1,9% το 2021.
Επίσης, το Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ έχει αυξητικές τάσεις και φτάνει στα 4.500 δολάρια (2020). Αυτό αποτυπώνει ότι σε σχέση με τις αναπτυγμένες οικονομίες (ΟΟΣΑ) το επίπεδο διαβίωσης είναι χαμηλό, ακόμα και με διανομή του πλούτου ακριβοδίκαια. Επιπλέον, σύμφωνα με τον δείκτη εισοδηματικής ανισότητας (GINI), το εισόδημα στη χώρα διανέμεται αρκετά δίκαια, όπως φαίνεται και από το διάγραμμα. Έτσι, παρά το μικρό Κατά Κεφαλήν ΑΕΠ και το χαμηλό βιοτικό επίπεδο, η δίκαιη κατανομή του πλούτου αμβλύνει τις ανισότητες μεταξύ πλούσιων και φτωχών μέσα στην οικονομία, με αποτέλεσμα όλο και λιγότεροι να έχουν υψηλά εισοδήματα. Αυτό συμβαίνει, διότι το κράτος εισπράττει φόρους από τα υψηλότερα εισοδήματα της οικονομίας και μετά τα αναδιανέμει με δίκαιο τρόπο στα χαμηλότερα εισοδήματα είτε άμεσα (επιδόματα κλπ) είτε έμμεσα (υποδομές κλπ).
Σημαντικό είναι και το θέμα του πληθωρισμού, ο οποίος τη δεκαετία του 1980 έφτασε το 15%, με αποτέλεσμα τη δημιουργία στρεβλώσεων στην κατανάλωση. Έπειτα από αυξήσεις του επιτοκίου της Κεντρικής Τράπεζας της Τυνησίας, με σκοπό την αύξηση των αποταμιεύσεων και τη μείωση της κυκλοφορίας του χρήματος και μία πιο σφικτή νομισματική πολιτική, ο πληθωρισμός σταθεροποιήθηκε στο 3-5%. Με τη σταθεροποίηση του πληθωρισμού σε ικανοποιητικά επίπεδα το χρήμα που κυκλοφορεί στην οικονομία είναι κατά 3-5% περισσότερο από τα αγαθά, ποσοστό που θεωρείται το ιδανικό λόγω της παραγωγικότητας της οικονομίας και για τη μετάβασή της σε μια πιο φιλελεύθερη και ανταγωνιστική οικονομία.
Η ανεργία στην Τυνησία είναι συχνά υψηλή, παρά τις συντονισμένες προσπάθειες της κυβέρνησης για μείωση του ποσοστού της. Κύριοι λόγοι αυτής της αυξητικής τάσης είναι η γήρανση του πληθυσμού, σε συνδυασμό με την αύξηση των πτυχιούχων, τα τελευταία χρόνια στη χώρα και οι ολοένα μειωμένες θέσεις εργασίας. Ωστόσο, μέσω υλοποίησης ειδικών προγραμμάτων, τα οποία έχουν στόχο την πλήρη απασχόληση του εργατικού δυναμικού, η ανεργία σταθεροποιήθηκε στο 15%. Ενδεικτικά, πριν την εξέγερση του 2011 και την πτώση του καθεστώτος του Ben Ali, το ποσοστό Ανεργίας είχε φτάσει το 18%.
Το εμπόριο επίσης συνεισφέρει θετικά στην οικονομία της χώρας, καθώς αντιπροσωπεύει περίπου το ένα τέταρτο του ΑΕΠ. Η οικονομία της Τυνησίας βασίζεται σε μεγάλο βαθμό στο εμπόριο με την Ευρώπη, η οποία αντιπροσωπεύει το μεγαλύτερο μέρος των εξαγωγών και των εισαγωγών. Η Γαλλία είναι ο σημαντικότερος εμπορικός εταίρος, ακολουθούμενη από την Ιταλία, τη Γερμανία και την Κίνα. Η Τυνησία παρουσιάζει συχνά ετήσιο εμπορικό έλλειμμα, ωστόσο τα τελευταία χρόνια αυτό μειώνεται σημαντικά. Στα τέλη της δεκαετίας του 1990, η χώρα υπέγραψε σημαντική συμφωνία με την ΕΕ, στα πλαίσια του προγράμματος ευρωμεσογειακής εταιρικής σχέσης, η οποία ξεκίνησε τη δημιουργία μιας ζώνης ελευθέρων συναλλαγών μεταξύ Τυνησίας και ΕΕ.
Από την επανάσταση της Τυνησίας τον Ιανουάριο του 2011, η πολιτική και οικονομική σταθερότητα στη χώρα παραμένει εύθραυστη, όπως απεικονίζεται και στις Άμεσες Ξένες Επενδύσεις. Σύμφωνα με την Παγκόσμια Έκθεση Επενδύσεων της UNCTAD 2020, οι ΑΞΕ μειώθηκαν σε 845 εκατομμύρια δολάρια το 2019, σε σύγκριση με τα 1 δισεκατομμύριο δολάρια του 2018. Το απόθεμα ΑΞΕ της Τυνησίας ανήλθε σε 29 δισεκατομμύρια δολάρια το 2019. Την πλειονότητα των ΑΞΕ, το 2019, καταλαμβάνει η βιομηχανία (450 εκατομμύρια δολάρια), ακολουθούμενη από την ενέργεια (300 εκατομμύρια δολάρια) και τις υπηρεσίες (95 εκατομμύρια δολάρια). Επιπλέον, υπήρξε σημαντική μείωση των επενδύσεων στον τομέα των υπηρεσιών. Οι κύριοι τομείς που προσελκύουν επενδύσεις είναι η ενέργεια, ο τουρισμός και o κατασκευαστικός τομέας. Η Γαλλία είναι μακράν ο μεγαλύτερος επενδυτής στη χώρα, ακολουθούμενη από το Κατάρ, την Ιταλία και τη Γερμανία.
Η εμπιστοσύνη των επενδυτών ανακάμπτει με το τέλος των τρομοκρατικών επιθέσεων, όπως αποδεικνύεται από τον αυξανόμενο αριθμό διεθνών τουριστικών αφίξεων. Επιπλέον, η Τυνησία κέρδισε 2 θέσεις στην έκθεση doing business 2020. Ο δείκτης αυτός περιλαμβάνει το επίπεδο της γραφειοκρατίας, τη διάρθρωση των φόρων και άλλες μεταβλητές της οικονομίας, όπως τις ορίζει η Παγκόσμια Τράπεζα. Η Τυνησία κατατάσσεται στην 78η θέση ανάμεσα στις 190 χώρες. Η κυβέρνηση της Τυνησίας υιοθέτησε νόμους που επιτρέπουν την ευκολότερη έναρξη μιας επιχείρησης (περισσότερες υπηρεσίες διατίθενται στο ενιαίο κατάστημα, μειώνονται τα τέλη). Η διαδικασία για κατοχή ιδιοκτησίας είναι πλέον ταχύτερη και πιο διαφανής και η πληρωμή φόρων ευκολότερη (εφαρμογή ενός συστήματος φορολογικού ελέγχου βάσει κινδύνου). Αυτές οι βελτιώσεις στην απόδοση αύξησαν τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου και βοήθησαν την Τυνησία να προχωρήσει στην κατάταξη της Παγκόσμιας Τράπεζας.
Εν κατακλείδι, η οικονομία της χώρας πρέπει να ανταποκριθεί στις προκλήσεις της μεταβατικής περιόδου μετά την επανάσταση του 2011 και να διατηρήσει τη θετική οικονομική της ανάπτυξη με παράλληλη διατήρηση του πληθωρισμού κάτω του 5%. Επιπλέον, πρέπει να επιτύχει μείωση της ανεργίας κάτω του 10% και αύξηση του ΑΕΠ με προσέλκυση επενδύσεων, αύξηση της κατανάλωσης και μείωση του εμπορικού ελλείμματος. Έτσι, με διατήρηση των δημοκρατικών θεσμών, της ελευθερίας και της οικονομικής ανάπτυξης, η χώρα θα βαδίζει προς ένα καλύτερο μέλλον.
ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ
- Kaouther Abderrahim and Vincent Castel (April 2012), Inflation in Tunisia: Perception and Reality in a Context of Transition, Retrieved from here
- Ragui Assaad, Samir Ghazouani, and Caroline Krafft(November 2017), The composition of labor supply and unemployment in Tunisia, Retrieved from here
- OECD,(March 2018), OECD Economic Surveys: Tunisia, Retrieved from here
- IMF Country Report No.19/223 (July 2019), fifth review under the extended fund facility, and requests for waivers of nonobservance and modification of performance criteria, and for rephasing of access, Emma Murphy, (n.d), Tunisia, Britannica, Retrieved from here
- B. Ware, (Autumn 1988), Ben Ali’s Constitutional Coup in Tunisia, Retrieved from here
- (n.n), J (November 2017), Tunisia profile – Timeline, Retrieved from here
- Ryan Rifai (January 2011), Timeline: Tunisia’s uprising, Retrieved from here
- Dr. Elie Abouaoun (July 2019), Tunisia Timeline: Since the Jasmine Revolution, Retrieved from here
- (n.n)(November 2020), Foreign direct investment (FDI) in Tunisia, Retrieved from here
- World Bank, Tunisia, Retrieved from here