Της Μαρίας Κελεπούρη,
Το συγγραφικό έργο του Θεοτοκά είναι διαποτισμένο από τις ιδεολογικές του πεποιθήσεις για τα γεγονότα της εποχής του, τα οποία ίσως δεν διαφέρουν κατά πολύ από το παρόν. Αυτό αποδεικνύει όχι μόνο τη διορατικότητά του αλλά και την πιθανή ταύτιση των σύγχρονων αναγνωστών, εφόσον θα συνειδητοποιήσουν πως οι αλλαγές στην ελληνική κοινωνία τα τελευταία χρόνια δεν είναι όσο καθοριστικές πασχίζουν να φαίνονται.
Ο πολυπράγμων Γεώργιος Θεοτοκάς, καθώς ασχολήθηκε με την πεζογραφία, τα δοκίμια αλλά προσεγγίζοντας και τον θεατρικό λόγο, γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη το 1905. Ως γόνος λογίων, η πορεία του στα γράμματα ξεκίνησε με τη φοίτησή του στη Νομική Σχολή Αθηνών, ενώ ακολούθησαν οι παρακολουθήσεις μαθημάτων ιστορίας και φιλοσοφίας σε πανεπιστήμια του εξωτερικού. Η συστηματική ενασχόλησή του με τη συγγραφή πραγματώνεται όχι μόνο μέσω των έργων του αλλά και δια της συμμετοχής του σε γνωστά περιοδικά, ως μέλος της συντακτικής επιτροπής. Παράλληλα, η εμπλοκή του με το θέατρο τον οδήγησε στη θέση του διευθυντή του Εθνικού Θεάτρου, αρμοδιότητα χάρη στην οποία επισκέφθηκε πλήθος χωρών στο πλαίσιο των προσποιητά ατάραχων συνθηκών του Ψυχρού Πολέμου.
Κατά τα φοιτητικά του χρόνια, η συμμετοχή του στην επονομαζόμενη Φοιτητική Συντροφιά προμήνυε την ανάμειξή του τόσο με το γλωσσικό ζήτημα και τη μεταγενέστερη επικράτηση του δημοτικισμού όσο και με τις προοδευτικές αντιλήψεις που οι φιλελεύθεροι πάσχιζαν να εδραιώσουν σε μια χώρα ανατολίτικου κατεστημένου. Ο Θεοτοκάς, επηρεασμένος από τις συντηρητικές όψεις του νεοελληνικού πολιτισμού και διακατεχόμενος από το αίσθημα της αλλαγής προς ευρωπαϊκές κατευθύνσεις, εξέφρασε τα πολιτικά πιστεύω και τις προσδοκίες του για την ανανέωση της πνευματικής ζωής του τόπου μέσα από το Ελεύθερο Πνεύμα, που δικαιωματικά φέρει τον τίτλο του μανιφέστου της γενιάς του 1930. Αν και το δημοσίευσε με το ψευδώνυμο Ορέστης Διγενής, αυτό δεν στάθηκε αρκετό για να αποφύγει τις επικρίσεις για τις θέσεις του. Μέσα από το γνωστό αυτό δοκίμιο παροτρύνει προς την απομάκρυνση από τις απαρχαιωμένες πρακτικές, προσανατολίζοντας το ενδιαφέρον στις πολιτικές ελευθερίες της Ευρώπης. Η πεποίθησή του αυτή, ότι δηλαδή κατά αυτό τον τρόπο θα μπορούσε να συγκροτηθεί η σύγχρονη δημοκρατία στην Ελλάδα, δεν περιορίστηκε σε δοκίμια, αλλά αναλύθηκε σε πιο εκτεταμένη μορφή πια στο μυθιστόρημά του «Αργώ».
Μέσα από μία λογοτεχνική χροιά, εκφράζει τους προβληματισμούς και τη μη παρεξηγήσιμη θρασύτητα της νιότης που νιώθει εγκλωβισμένη εντός του κοινωνικού περιβάλλοντος, τα θεμέλια του οποίου είναι δύσκολο να ταράξει. Η πλοκή ξεδιπλώνεται γύρω από τα πρόσωπα της οικογένειας Νοταρά, ξεκινώντας από τη βυζαντινή καταγωγή της. Στη συνέχεια, ο προβολέας ακολουθεί τη κάθε γενιά να χαράζει τη δική της πορεία, διαπερνώντας γεγονότα που σημάδεψαν την ιστορία της χώρας και παράλληλα συνδέοντας τα ονόματά τους με μεγάλες λογοτεχνικές μορφές. Ανάμεσα στις πολιτικές αναταραχές και στις εσωτερικές διαμάχες, δεν μπορούν να λείπουν τα ερωτικά σχήματα μεταξύ των ηρώων, που είτε φωτίζουν είτε σκιάζουν μια πλευρά της ζωής τους.
Εξάλλου, ο συγγραφέας επιδιώκει την περιγραφή της σύνθετης πραγματικότητας. Γι’ αυτό, άλλωστε, και δεν επικεντρώνει την προσοχή του σε έναν πρωταγωνιστή. Αντιθέτως, επιλέγει ποικίλους χαρακτήρες, που θεωρούνται αντιπροσωπευτικοί της κοινωνίας προκειμένου να είναι αληθοφανείς και ενεργά ενταγμένοι στο πολιτικό γίγνεσθαι. Στόχος, λοιπόν, είναι η αποτύπωση της πραγματικότητας, όπως αυτή εξελίχθηκε κατά τη διάρκεια των χρόνων, με ανθρώπους που δεν είναι απλώς μέρος μιας ευρηματικής φαντασίας αλλά κομμάτι των δυσκολιών και των θλίψεων της ίδιας της ζωής.
Μπορεί ο στόχος του Θεοτοκά να εξισώσει το ελληνικό μυθιστόρημα με αντίστοιχα έργα ευρωπαϊκού επιπέδου να μην ευδοκίμησε, κατάφερε ωστόσο να αναπαραστήσει την ψυχολογία των Ελλήνων. Το γεγονός αυτό καθιστά το έργο σύγχρονο, καταδεικνύοντας πως οι συνήθειες ή η νοοτροπία δεν έχει αλλάξει ακόμα και σήμερα. Μάλλον οι αντιλήψεις είναι βαθιά ριζωμένες, ενώ είναι ειρωνική η αλήθεια που κατόρθωσε ο συγγραφέας να συνοψίσει για την ατμόσφαιρα των νέων χρόνων με την εξής φράση: «Οι Έλληνες είμαστε ταπεινοί μιμητές των προγόνων μας και καθυστερημένοι μαθητές των ξένων».