Της Μαρίας Τάκη,
Ένας οξύς πονοκέφαλος. Μια κούραση που δεν με άφηνε να σηκωθώ από το κρεβάτι. Κι ένα 37.8. Έτσι ξύπνησα.
«Μαράκι, κι άλλα μικρόβια έχουν δικαίωμα στη ζωή, μπορεί να μην είναι τίποτα», σκέφτηκα. Το τεστ, βέβαια, είχε αντίθετη γνώμη από εμένα. Θετικό.
«Και τώρα;», ρώτησα τη γιατρό.
«Τώρα παρακεταμόλη για να πέσει ο πυρετός, ξεκούραση, καλό φαγητό και ύπνο, πολυβιταμίνες και όσο το δυνατόν λιγότερο άγχος. Προσπάθησε να προφυλάξεις τους οικείους σου και αν ο μη γένοιτο εμφανίσεις κάποια επιπλοκή, στο νοσοκομείο. Περαστικά!».
Έφυγα λίγο μουδιασμένη από το μικροβιολογικό. Όσο να πεις, χρειάζεται και λίγη ώρα για να το συνειδητοποιήσεις… Πρόσεξα πολύ πώς θα αφήσω το χαρτονόμισμα στο χέρι του φαρμακοποιού κι ας φορούσα γάντια. Τον κοίταξα και με μια διάχυτη ανησυχία, όταν μου έδωσε τα φάρμακά μου και μου ευχήθηκε «καλό βράδυ», ήθελα πολύ να πιάσει τόπο η ευχή. Διέσχισα, τρέμοντας από το κρύο (που δεν ήταν κρύο τώρα που το σκέφτομαι, απλά εγώ είχα πυρετό), τους άδειους δρόμους της πόλης για να γυρίσω σπίτι, έτρεξα να πλύνω τα χέρια μου και κλείστηκα στο δωμάτιό μου.
Και τώρα; Τώρα… σκέψεις!
Μαμά, είναι περίεργο να σου χτυπά η πανδημία την πόρτα, ειδικά όταν έχεις κάνει τα πάντα για να την αποφύγεις. Κι αυτή αντί να το σεβαστεί όχι μόνο δεν σε ρωτάει, αλλά έρχεται απρόσκλητη, στρογγυλοκάθεται και σου ανακατώνει την καθημερινότητα. Είναι παράξενο να γίνεσαι ένας από τους αριθμούς που αναφέρουν οι τηλεοράσεις, να νοσείς από αυτό που μονοπωλεί τις κουβέντες όλων μας από τον Μάρτιο και η ίασή σου να εξαρτάται από το ανοσοποιητικό σου και μόνο. Όσο κι αν η λογική μου φώναζε: «δεν θα πάθεις τίποτα, είσαι νέα, δεν έχεις καπνίσει ποτέ, δεν έχεις ευαίσθητα πνευμόνια. Θα ταλαιπωρηθείς λιγάκι και τίποτε περισσότερο», κάθε φορά που ο πυρετός ανέβαινε, κάθε φορά που το κεφάλι μου με πέθαινε, κάθε φορά που ένιωθα εκείνο το σφίξιμο στον θώρακα, που μου υπενθύμιζε ότι δεν έχω μια απλή ιωσούλα, σκεφτόμουν «ναι μεν καλά τα λέω, αλλά φοβάμαι. Γιατί ο κορωνοϊός έχει τον πρώτο λόγο τώρα. Και μακάρι να μου φερθεί καλά…».
Μετά τον φόβο, θύμωσα πολύ, μαμά. Με την αναισθησία ορισμένων. Ο συνάνθρωπος δεν μας νοιάζει καθόλου, μαμά. Αν η μάσκα προστάτευε το τομάρι μας, θα την είχαμε κάνει δεύτερο δέρμα μας. Τώρα που, φορώντας την, προστατεύουμε τους άλλους, σφυρίζουμε κλέφτικα. Ακόμη και τώρα που τα κρούσματα κάνουν πάρτι, που οι Μ.Ε.Θ. αναστενάζουν, που το Ε.Σ.Υ. καταρρέει υπάρχουν αρνητές, ψεκασμένοι και συνομωσιολόγοι. Αδιανόητο μου φαίνεται. Κι όμως. Ο ιός μας έγδυσε ύπουλα, μαμά, τόσο ύπουλα που βρεθήκαμε απροετοίμαστοι μπροστά στον εγωισμό μας. Εξάλλου, πάντα μας βόλευε να μετακυλύουμε την ευθύνη και να φταίνε οι άλλοι και ποτέ εμείς. Γιατί να αλλάξει κάτι τώρα; Αυτό πληρώνουμε και θα συνεχίσουμε να το πληρώνουμε. Ακριβά.
Έπειτα, ήρθε η θετική πλευρά των πραγμάτων, μαμά. Πάντα υπάρχει μια τέτοια σε ό,τι κι αν συμβεί. Σε εμένα εμφανίστηκε μέσα από δεκάδες τηλεφωνήματα, μηνύματα και βιντεοκλήσεις από τους ανθρώπους μου. Να ρωτήσουν τι κάνω και να μου πουν ότι με σκέφτονται, να με κάνουν να γελάσω για να ξεχαστώ, να μου δείξουν ότι μ’ αγαπούν κι ας μην μπορούν να με δουν. Είναι φοβερό πόσο μπορούν να σου αλλάξουν τη μέρα ένα μήνυμα και μια καλή κουβέντα, όταν τα έχεις ανάγκη. Δεν κοστίζουν τίποτα κι όμως εσύ μπορεί χάρη σε αυτά να γελάς για ώρες! Είναι υπέροχη η αγάπη, είτε όταν οι φίλοι σου έρχονται να σε δουν από τη μπαλκονόπορτα με μάσκες και γάντια είτε όταν σου αφήνουν τούρτες και pancakes στο ασανσέρ (ξέρεις πόσο χάρηκα που δεν έχασα γεύση και οσμή;) είτε όταν η γιαγιά σε παίρνει τηλέφωνο και σε ρωτάει με αγωνία: «Έχεις πυρετό σήμερα; Μήπως μου λες ψέματα ότι δεν έχεις για να μην ανησυχήσω, επειδή δεν μπορώ να έρθω να σου φέρω φαγητό;» είτε όταν έβλεπα εσένα και τον μπαμπά στην κάμερα να μου λέτε: «αχ βρε παιδί μου να ήμασταν εκεί να βοηθούσαμε λίγο…».
Οι μέρες περνούσαν κι εγώ συνήθισα, μαμά. Το βαρύ κεφάλι, τον πυρετό, την κόπωση (θεέ μου, πόση κούραση σου φέρνει αυτό το πράγμα, εγώ που όλη μέρα γυρνάω σα τη σβούρα δεν μπορούσα να κάνω τίποτα, πολύ μου κακοφάνηκε…). Να μην βγαίνω από το δωμάτιό μου, να βλέπω την Κώννα να μου αφήνει φαγητό στο μπαλκόνι, να με χαιρετάει και να φεύγει, να κάνω μπάνιο με μάσκα για να μην κολλήσω και αυτήν. Όλα τα συνήθισα. Τα βράδια, όμως, που ντυνόμουν ζεστά και ανέβαινα στην ταράτσα για να χαζέψω τη θέα, μύριζα το κρύο και το καμένο ξύλο, έβλεπα την πόλη ήσυχη, σχεδόν νεκρή κι έλεγα ότι θέλω τη ζωή μου πίσω. Όπως ήταν πριν από αυτή την παράνοια, πριν από αυτή την τρέλα. «Μαράκι, ευχαριστώ να λες. Θυμάσαι που ευχόσουν να σου φερθεί καλά; Το έκανε. Σε άλλους ανθρώπους αυτή η παράνοια συνετέλεσε στην οικονομική καταστροφή τους ή, ακόμη χειρότερα, τους στοίχισε την ίδια τους τη ζωή», σκεφτόμουν αμέσως μετά. Είναι εύκολο να ξεχάσεις τα πράγματα για τα οποία νιώθεις ευγνωμοσύνη, όταν οι σκέψεις σου είναι μπλεγμένο κουβάρι, μαμά. Δεν πειράζει. Τουλάχιστον κρατούσε για λίγο, γιατί έστρεφα το κεφάλι μου στα άστρα. Αυτά μου υπενθύμιζαν ότι κάποια πράγματα μένουν για πάντα εκεί, χαμογελούσα και κατέβαινα για ύπνο…
Και σήμερα; Σήμερα τελείωσε επίσημα η καραντίνα μου, μαμά! Δεν έχασα καθόλου χρόνο, το απόγευμα ντύθηκα, έβαλα τα αθλητικά μου και κατέβηκα για να περπατήσω. Κι ενώ περίμενα πώς και πώς αυτή τη στιγμή, ξαφνικά… ήμουν εκτεθειμένη. Τόσες μέρες το σπίτι ήταν ο μικρόκοσμός μου. Ζούσα στο αυγό μου, ένιωθα προστατευμένη, πίστευα ότι δεν με αγγίζει τίποτα. Τώρα, όμως, που το τσόφλι έσπασε, τα ρούχα μου με ενοχλούσαν, οι παντόφλες μου έλειπαν ήδη, ο θόρυβος με κούραζε και είχα την εντύπωση πως έχω ξεχάσει να περπατάω. Τα αγνόησα όλα και ξεκίνησα τη βόλτα μου.
Δεν κράτησε για πολύ. Σε είκοσι λεπτά είχα γυρίσει πίσω ζαλισμένη και μούσκεμα στον ιδρώτα. Έβαλα ξανά τις πιτζάμες μου, κουκουλώθηκα κάτω από την κουβέρτα-τσόφλι μου και έκλαψα πολύ, μαμά. Με έπιασε το παράπονο. «Αφού 14 μέρες λένε όλοι οι γιατροί, εγώ γιατί δεν είμαι δυνατή, γιατί δεν μπορώ να περπατήσω, γιατί μου κόβεται η αναπνοή, γιατί δεν έχω συνέλθει;». Η λογική δεν άργησε να απαντήσει. «Είναι εντάξει να μην είσαι εντάξει. Θα αφήσεις τον εαυτό σου να κάνει τη δουλειά του και την ασθένεια τον κύκλο της. Ηρέμησε. Δεν θα της πεις εσύ πότε να σε αφήσει, αυτή θα το αποφασίσει. Βοήθησέ την με τον τρόπο σου να το κάνει μια ώρα αρχύτερα».
Κι ύστερα χάθηκα στη μουσική. Δυνατή και ανεβαστική. Ήθελα να σταματήσω να σκέφτομαι. Μετά από ώρα, το autoplay έφτασε στο “The nights” του Avicii. Κι ενώ το έχω χιλιοακούσει, πρώτη φορά σκέφτηκα τους στίχους του ρεφρέν.
He said: “One day you’ll leave this world behind, so live a life you will remember”
Χαμογέλασα. Ναι, είναι ωραία η ζωή, μαμά. Ειδικά όταν κάνεις ό,τι μπορείς για να τη ζήσεις φανταστικά με τον τρόπο σου. Δεν έχει σημασία αν είσαι άρρωστος ή μη, αυτή θα ξαναβρεί τη ροή της. Και όλα καλά θα πάνε. Έτσι κι αλλιώς το ηλιοβασίλεμα, όπως και τα άστρα, σου υπενθυμίζει ότι κάποια πράγματα μένουν εκεί για πάντα.