Του Νίκου Μελιτσιώτη,
Με τη συνθήκη του Κάρλοβιτς, το 1699, τερματίζεται ο πόλεμος μεταξύ του Ιερού Συνασπισμού του Linz και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Οι νικήτριες δυνάμεις του Συνασπισμού, Αυστρία, Πολωνία, Ρωσία και Βενετία, υπέγραψαν, η καθεμία ξεχωριστά, διμερείς συμφωνίες με τους Οθωμανούς. Εξαίρεση αποτέλεσε η Ρωσία, η οποία δεν δεσμεύτηκε με την υπογραφή διαρκούς ειρήνης, παρά περιορίστηκε στην υπογραφή εκεχειρίας.
Στη διμερή συμφωνία Βενετίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, περιλαμβάνονταν 16 άρθρα. Μεταξύ αυτών, προβλεπόταν η κυριαρχία της Γαληνοτάτης Δημοκρατίας σε Πελοπόννησο (έως το τείχος του Εξαμιλίου) και Αίγινα και η διατήρηση της Λευκάδας και της Τήνου. Αντίθετα, η Τουρκία διατήρησε τις περιοχές της Ναυπάκτου, της Πρέβεζας και της Στερεάς Ελλάδος. Οι διακανονισμοί αυτοί διαπνέονταν από το δόγμα “ut possidetis, ita porro possideatis”, τη διατήρηση δηλαδή του status quo, όπως αυτό είχε διαμορφωθεί από τις πολεμικές αναμετρήσεις από το 1684 έως τις παραμονές της ειρήνης.
Μετά την ήττα τους, οι Οθωμανοί επιδόθηκαν σε μια φρενίτιδα αναβάθμισης της πολεμικής τους μηχανής, καθώς, μέσα από την ήττα, είχαν αναδυθεί τα φιλοπόλεμα στοιχεία του καθεστώτος. Τα επόμενα έτη αναβάθμιση γνώρισαν τόσο τα όπλα όσο και το ναυτικό της Αυτοκρατορίας, η οποία είχε δει τα πλούσια σε αγαθά και φορολογούμενους εδάφη της τόσο στην Κεντρική Ευρώπη όσο και στη Βαλκανική να αλλάζουν χέρια. Με τα εφόδια αυτά εισήλθαν στον σύντομο, αλλά καθοριστικής σημασίας, Ρωσοτουρκικό πόλεμο, το 1710.
Κατά το δεύτερο έτος του Ρωσοτουρκικού πολέμου, ο Τσάρος Πέτρος Α΄ ο Μέγας προσπάθησε να προσεταιριστεί τους υπόδουλους Έλληνες. Αυτοί, δίνοντας πίστη στις υποσχέσεις των Ρώσων για ανεξαρτησία, εναπόθεσαν τις ελπίδες τους πάνω στο «ξανθόν γένος», όπως το ανέφεραν οι προφητείες, και στον ηγέτη του, τον Τσάρο Πέτρο Α΄ τον Μέγα. Ο Τσάρος, θέλοντας να επεκταθεί προς τα νότια και όντας αποφασισμένος να κατακτήσει την Κωνσταντινούπολη και να καρπωθεί τη βυζαντινή κληρονομιά, απηύθυνε έκκληση για ξεσηκωμό στους υπόλοιπους Έλληνες, μέσω προκήρυξης γραμμένης στα Ελληνικά και μιας χαλκογραφίας με επιγραφή: «Πέτρος Πρώτος Ρωσσο-Γραικών αυτοκράτωρ». Το ίδιο έτος, ο οπλαρχηγός Τσεκούρας, στην ευρύτερη περιοχή του Ολύμπου, διενήργησε πλήθος επιδρομών κατά τουρκικών σωμάτων.
Ο ανέλπιστος, όμως, θρίαμβος των Τούρκων και η ταπεινωτική ήττα του Πέτρου Α΄ στον Προύθο ματαίωσε τα σχέδια του φιλόδοξου τσάρου, ενώ τόνωσε το ηθικό των Τούρκων. Το φυτίλι των συγκρούσεων στην νότια Βαλκανική, το Ιόνιο και το Αιγαίο έχει ανάψει.
Τρία χρόνια αργότερα, το 1714, στις 9 Δεκεμβρίου, η Οθωμανική Αυτοκρατορία κηρύττει, με αφορμή την παροχή ασύλου σε έναν εχθρό του Σουλτάνου, τον πόλεμο στη Βενετία, με τον τελευταίο Βενετοτουρκικό Πόλεμο να διαδραματίζεται, για μία ακόμη φορά, στα εδάφη του Ελλαδικού ηπειρωτικού χώρου, το Αιγαίο, το Ιόνιο και την Κρήτη.
Για άλλη μια φορά, οι Έλληνες κάτοικοι θα βιώσουν τα δεινά του πολέμου, καλούμενοι να διαλέξουν μεταξύ μιας παρακμάζουσας χριστιανικής δύναμης, η οποία, βέβαια, αποστρεφόταν την Ορθόδοξη πίστη, και μιας κραταιάς αλλόθρησκης δύναμης, η οποία κυβερνούσε με σκληρότητα, αλλά σεβόταν την πίστη τους και τα κατά τόπους προνόμια.
Τόσο οι Βενετοί όσο και οι Τούρκοι προσπάθησαν να προσεταιριστούν τους Έλληνες, ελπίζοντας, αν όχι στη συνεργασία τους, στην αδιατάραχτη ουδετερότητά τους. Παρά τις προσπάθειες των Βενετών, η πλειοψηφία των κατοίκων τάχθηκε στο πλευρό των Οθωμανών, με τους τελευταίους να υπόσχονται διασφάλιση της ζωής και των περιουσιών των κατοίκων, διατήρηση των θρησκευτικών και εκκλησιαστικών δικαιωμάτων, διασφάλιση των προνομίων ορισμένων περιοχών, ακόμη και προσωρινή, για 2-3 έτη, απαλλαγή από τον κεφαλικό φόρο.
Πολλοί οπλαρχηγοί της Ηπείρου και της Στερεάς, πιστεύοντας στην επικράτηση των Οθωμανών και θέλοντας να προστατεύσουν τις ζωές και τις περιουσίες, τόσο τις δικές τους όσο και των συμπατριωτών τους, συμπαρατάχθηκαν με τις δυνάμεις του Σουλτάνου, διενεργώντας ανιχνευτικές αποστολές και καταλαμβάνοντας μικρούς στόχους, κυρίως στη Δυτική Ακαρνανία και τη Λευκάδα. Ήρθαν μάλιστα σε συνεννοήσεις για αυτές τις ενέργειες με τους Έλληνες της Πόλης και τους οπλαρχηγούς του Μοριά, προκειμένου η αλλαγή του καθεστώτος να γίνει όσο το δυνατόν πιο ανώδυνα.
Βέβαια, υπήρξαν και περιπτώσεις, που οπλαρχηγοί προτίμησαν να πολεμήσουν στο πλευρό των Βενετών, πιστεύοντας πως μπορούν να τους λυτρώσουν από τον ζυγό της τυραννίας. Ένα τέτοιο παράδειγμα αποτέλεσε ο Μανιάτης οπλαρχηγός Γιαννάκης Κουτήφαρης, ο οποίος ορκίστηκε στην Καλαμάτα, με τους άνδρες του και τον επίσκοπο Ιάκωβο Μούζαλο πίστη στη Γαληνοτάτη Δημοκρατία. Ως προϋπόθεση ζήτησε την εξασφάλιση ναυτικής κάλυψης στις επιχειρήσεις του και την παροχή πολεμοφοδίων. Σύντομα, όμως, η συντριπτική υπεροχή του οθωμανικού στρατού τούς ανάγκασε να προσχωρήσουν στο οθωμανικό στρατόπεδο, ορκιζόμενοι πίστη στον αρχιστράτηγο των οθωμανικών δυνάμεων, Μέγα Βεζίρη Αλή Κιουμουρτζή.
Αξίζει εδώ να σημειωθεί πως, τόσο στην περιοχή της Μάνης όσο και σε άλλες περιοχές, οι οποίες απειλούνταν από την Οθωμανική λαίλαπα, παρατηρήθηκαν φαινόμενα διχασμού των κατοίκων, με αποκορύφωμα την δολοφονία του Γιαννάκη Κουτήφαρη από τους συμπατριώτες του οπλαρχηγούς Ξανθάκη και Κοσονάκο Καβαλλιεράκη. Σε αρκετές περιπτώσεις μάλιστα οι κάτοικοι πολιορκούμενων περιοχών δεν δίσταζαν να έρθουν σε μυστικές συνεννοήσεις με τον οθωμανικό στρατό, προκειμένου οι πόλεις να αλλάξουν χέρια ειρηνικά, προκαλώντας φυσικά αντιδράσεις από τους Βενετούς. Εξαίρεση σε αυτό το διχαστικό κλίμα αποτέλεσαν οι κάτοικοι των Ιονίων Νήσων, οι οποίοι από την πρώτη στιγμή στάθηκαν στο πλευρό των Βενετών, τόσο με χρήματα και πλοία όσο και με έμψυχο δυναμικό και ικανούς αξιωματικούς.
Η συντριπτική υπεροχή του Οθωμανικού στρατού στα πελοποννησιακά πεδία των μαχών οδήγησαν στην ολοκληρωτική επικράτησή τους στην περιοχή σε περίπου εβδομήντα ημέρες, με τους Βενετούς να παρατάσσουν μόλις 5.000 άνδρες, μεταξύ αυτών και Έλληνες μισθοφόροι, απέναντι σε 80.000 Οθωμανούς στρατιώτες. Ανάλογη τύχη είχαν η Κρήτη και όσα νησιά του Αιγαίου είχαν απομείνει στη Γαληνοτάτη, με το Ιόνιο να σώζεται χάρη στην αφύπνιση των λοιπών χριστιανικών δυνάμεων, οι οποίες έσπευσαν την τελευταία στιγμή να στηρίξουν την απομονωμένη διπλωματικά Βενετία. Η απόκρουση της πολιορκίας της Κέρκυρας αποτέλεσε την τελευταία μεγάλη της επιτυχία.
Σημαντικό ρόλο στη διάσωση της Κέρκυρας έπαιξε και η απόφαση της Αυστρίας να ξεκινήσει εκ νέου τις πολεμικές της επιχειρήσεις κατά τις Τουρκίας, με τα σερβικά πεδία να φιλοξενούν εκ νέου τους θριάμβους του αυστριακού στρατού και του ηγέτη του, Ευγένιου της Σαβοΐας. Μέσα από τις νίκες αυτές, οι υπόδουλοι Έλληνες, αρκετοί απ’ τους οποίους είχαν υποστεί λεηλασίες και κάθε είδους βαρβαρότητα από τους άτακτους του οθωμανικού στρατού, είδαν μια αχτίδα ελπίδας, ένα διέξοδο από την ανυπόφορη δουλεία. Τόσο οι Τούρκοι όσο και οι συμπατριώτες τους αρματολοί προέβαιναν σε βαρβαρότητες, κάνοντας κατάχρηση της εξουσίας τους.
Την άνοιξη του 1716, πριν την μεταφορά της έντασης στα βόρεια των Βαλκανίων, ο μητροπολίτης Σισανίου Ζωσιμάς Ρούσης έστειλε στον αυστριακό αυτοκράτορα Κάρολο ΣΤ΄, με τον απεσταλμένο του έμπορο Ιωάννη Γκιπρόπουλο, έγγραφα που υποστήριζαν πως στην περιοχή της Μακεδονίας μπορούσαν να εξεγερθούν, άμα τη αναγνωρίσει και τη βοήθεια του, 12.000 άνδρες. Ζητούσαν επίσης, 3 αυτοκρατορικές σημαίες, προκειμένου το κίνημα να γίνει στο όνομα του και έγγραφα – πατέντες, που θα σέβονταν την θρησκευτική αυτονομία και τα προνόμια τους. Οι εκκλήσεις αυτές παραπέμφθηκαν στον αρχιστράτηγο Ευγένιο της Σαβοΐας, ο οποίος ανταποκρίθηκε, βλέποντας το κίνημα αυτό ως αντιπερισπασμό κατά των Τουρκικών δυνάμεων, στέλνοντας προκήρυξη γραμμένη στα λατινικά και τις πατέντες που ζητούσαν. Η προκήρυξη καλούσε τους Έλληνες να ενώσουν τις δυνάμεις τους με τις αυστριακές δυνάμεις, γεγονός όμως που δεν έγινε ποτέ. Οι συγκρούσεις των δύο δυνάμεων περιορίστηκαν στη Σερβία, με το κίνημα εν τέλει να μην πραγματοποιείται και τις προσπάθειες να επαναλαμβάνονται από τον Ζωσιμά Ρούση το 1736, στο πλαίσιο του νέου Αυστροτουρκικού Πολέμου.
Η συνθήκη του Πασάροβιτς, στις 21 Ιουλίου 1718, έδωσε τέλος στις συγκρούσεις μεταξύ Αυστρίας, Βενετίας και Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Μερικές δεκαετίες αργότερα, την περίοδο 1750-1760, αρκετοί αρματολοί της Ρούμελης ύψωσαν τη σημαία του ξεσηκωμού. Ο Χρήστος Μηλιώνης, ο Βέργος Βλαχαρμάτας, ο Λάμπρος και ο Μήτρος Τσεκουράς, ο Γιάννης Βουνοχωρίτης, ο Αστραπόγιαννος και άλλοι ακόμη ανώνυμοι ήρωες επιχείρησαν να αποτινάξουν τον ζυγό της Οθωμανικής κυριαρχίας, ξεκινώντας από τις περιοχές της Δωρίδας και της Παρνασίδας. Ηττήθηκαν, όμως, στη μάχη των Σαλώνων και τα σώματά τους διασκορπίστηκαν. Θα περάσουν περίπου δέκα χρόνια ως την επόμενη εξέγερση. Δεν θα περάσει, όμως, ούτε μια ημέρα χωρίς το φως της άσβεστης ελπίδας για την ελευθερία και την ανεξαρτησία.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Κόκκινου Δ. Α. (1974), Η Ελληνική Επανάστασις Τόμος Πρώτος Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Χασιώτης Ι. ‘Η αναγέννηση του ελληνισμού 1669 – 1821’ Σε Συλλογικό έργο (1975), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους τόμος ΙΑ΄ Ο Ελληνισμός υπό ξένη κυριαρχία Τουρκοκρατία – Λατινοκρατία. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Σούτζος Δ. Σ. (1977), Τα επαναστατικά κινήματα του σκλαβωμένου Ελληνισμού (1453 – 1821). Αθήνα: Ιστορική και Εθνολογική Εταιρεία της Ελλάδος
- Φιλιππίδης Ν. Γ. (1900), Επίτομος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους από του 1453 – 1821. (Β΄ έκδοση) Αθήνα: Εκδ. Καλαράκη
- Καμπούρογλου Δ. Γ. (s. d.), Αρματολοί και Κλέφτες (1453 – 1821). Αθήνα: Εκδ. Άγκυρα