Της Χριστίνας Φλωράκη,
Ο λέων έχει υπάρξει διαχρονικό σύμβολο βασιλείας, εξουσίας, δύναμης, κύρους και μεγαλοπρέπειας, ενώ έχει αποτυπωθεί τόσο στην τέχνη όσο και στην εραλδική της Δύσης και της Ανατολής. Η αποτύπωσή του ξεκινά ήδη από την αρχαιότητα με τη μεγαλύτερη απήχησή του να υπάρχει στην Εγγύς Ανατολή ήδη από την 4η χιλιετία π.Χ. Σε αυτό, λοιπόν, το άρθρο θα ταξιδέψουμε στις περσικές δυναστείες της Ανατολής, θα εξερευνήσουμε αστερισμούς, νομίσματα, αγάλματα και σημαίες με χαρακτηριστικό σύμβολο τον λέοντα, ενώ, παράλληλα, θα ανακαλύψουμε γιατί οι Πέρσες είχαν σε τόσο μεγάλη εκτίμηση τον ασυναγώνιστο «άρχοντα του ζωικού βασιλείου».
Το λιοντάρι ως χαρακτηρισμός στην περσική λογοτεχνία
Μέσα από την περσική λογοτεχνία, μάς γίνεται γνωστό πως το λιοντάρι χρησιμοποιείται ως χαρακτηρισμός σε έναν ήρωα. Το πιο γνωστό παράδειγμα είναι ίσως ο Šir-ʿAli Mardun (ή και Šir-ʿAli Mardān, σύμφωνα με άλλες πηγές), ηρωική φιγούρα, που είναι θέμα πολλών λαϊκών τραγουδιών. Η χρήση του όρου λιοντάρι (šir) ως συμβολική ονομασία κυρίως του πρωταγωνιστή μιας ιστορίας είναι συχνή στην περσική λογοτεχνία. Ωστόσο, ο χαρακτηρισμός “Šir-e Ḵodā / Asad-Allāh” (Το λιοντάρι του Θεού) χρησιμοποιείται ως αναφορά για τον Ιμάμη Ali Abi Ṭāleb, εγγονό του Προφήτη Μωάμεθ, ιδρυτή του χαλιφάτου των Ομεϋαδών. Διαπιστώνουμε, για ακόμη μία φορά, την επιρροή της περσικής γραμματείας στη μεταγενέστερη ισλαμική. Επιπλέον, σε ορισμένες ιρανικές διαλέκτους, η λέξη για τον βασιλιά (shah) προφέρεται ως sher, ομώνυμη με την ιρανική λέξη λιοντάρι.
Το λιοντάρι ως πνεύμα στον ζωροαστρισμό
Οι πρώτες γραπτές πληροφορίες για την ύπαρξη του λιονταριού στην περιοχή του σημερινού Ιράν προέρχονται από τη ζωροαστρική βιβλιογραφία, σύμφωνα με την οποία ολόκληρο το ζωικό βασίλειο χωρίζεται σε δύο κατηγορίες: η πρώτη κατηγορία είναι τα «ευεργετικά ζώα», στα οποία ανήκουν κυρίως βοοειδή, σκύλοι και άλλα κατοικίδια ζώα, τα οποία διαδραματίζουν σημαντικό ρόλο στην προώθηση της ανθρώπινης ευημερίας. Από την άλλη πλευρά, υπάρχουν τα «κακά ζώα», πλάσματα δηλαδή που είναι δυνητικά επιβλαβή για τους ανθρώπους και τις γεωργικές καλλιέργειες τους, καθώς μπορούν να τις καταστρέψουν. Τα ευεργετικά ζώα μπορούν να εξημερωθούν και να καταναλωθούν ή να τα θυσιάσουν στις θεότητες. Τα κακά ζώα θεωρούνται μη φαγώσιμα, απαράδεκτα ως θυσίες, ενώ πρέπει να θανατώνονται. Η διχοτόμηση των ζώων σε ευεργετικά και επιβλαβή αντιπροσωπεύει αναμφίβολα μία από τις πιο πρωτότυπες πτυχές της ιρανικής θρησκευτικής κοσμοθεωρίας, όπως περιγράφεται στη διαθέσιμη ζωροαστρική βιβλιογραφία.
Το λιοντάρι, λοιπόν, ανήκει στην κατηγορία των «κακών ζώων», που δημιουργήθηκαν από τον Ahriman, ένα χθόνιο πνεύμα. Σύμφωνα με τη ζωροαστρική κοσμοθεωρία, τα «κακά» ζώα δεν είναι πάντα επιβλαβή και η ύπαρξή τους δεν είναι εντελώς άχρηστη για τον άνθρωπο. Λέγεται πως το Ευεργετικό Πνεύμα στην παντογνωσία του εκτρέπει ορισμένα από αυτά τα κακά ζώα προς όφελος των πλασμάτων του, καθώς, μεταξύ άλλων, προέρχονται, κατά βάση, από τα τέσσερα ευεργετικά στοιχεία: νερό, γη, άνεμο και φωτιά.
Μεταξύ των άγριων ζώων, που δημιουργήθηκαν από το κακό πνεύμα, ο λύκος φαίνεται να έχει στενή σχέση με αυτό και τους δαίμονες. Το κακό πνεύμα παρήγαγε τον λύκο σε δεκαπέντε είδη. Σε ένα από αυτά ανήκει και ο λέων.
Ο λέων των Ασσύριων και το βασιλικό κυνήγι
Για τους Πέρσες το λιοντάρι συνδέθηκε άμεσα με τη μεγαλοπρέπεια, καθώς ήταν ένα ζώο, το οποίο μπορούσαν να χρησιμοποιήσουν μόνο οι βασιλείς σε πόλεμο και σε κυνήγι. Μάλιστα, το κυνήγι λιονταριού ήταν ένα «γαλαζοαίματο» πολυτελές χόμπι για τους Πέρσες, ιδιαίτερα κατά τη χρυσή εποχή του περσικού λέοντα. Στην αρχαία Ασσυρία, το κυνήγι λιονταριών θεωρήθηκε το άθλημα των βασιλιάδων, συμβολικό του καθήκοντος του άρχοντα να προστατεύει και να πολεμά για τον λαό του. Ωστόσο, οι κυνηγετικές σκηνές, γεμάτες ένταση και ρεαλισμό, συγκαταλέγονται μεταξύ των καλύτερων επιτευγμάτων της Ασσυριακής Τέχνης. Απεικονίσεις, κατά τη διάρκεια κυνηγιού, λιονταριού υιοθέτησαν και οι Σασσανίδες βασιλείς αργότερα.
Ο λέων ως διακόσμηση σε περσικές δυναστείες
Η χρυσή εποχή του «ανατολίτικου» λέοντα στην τέχνη συνέπεσε κατά τον 9ο με 7ο αιώνα π.Χ. και με την Ασσυριακή Αυτοκρατορία. Χαρακτηριστικά αναφέρει ο αρχαιολόγος και επιμελητής του Τμήματος Αρχαιοτήτων Μέσης Ανατολής του Βρετανικού Μουσείου, St John Simpson, πως «…ιδιαίτερα κατά την περίοδο των Ασσυρίων και της Αχαιμενιδικής Αυτοκρατορίας, η εικονογραφία του λιονταριού αλλάζει ριζικά και οι καλλιτέχνες καταγράφουν την αγριότητα του θηρίου», ενώ συνεχίζοντας αναφέρει πως «…τα λιοντάρια φαίνονται να βγάζουν βρυχηθμό, βροντάνε και έχουν ανοιχτό στόμα κραυγάζοντας…», σε αντίθεση με την εικονογραφία του λέοντα στην αρχαία Αίγυπτο (εννοείται κατά την περίοδο του Νέου Βασιλείου της Αιγύπτου, 1550–1077 π.Χ.), αλλά και πολύ αργότερα, κατά την εποχή των ελληνιστικών βασιλείων (βλέπε λιοντάρι της Κνίδου), οπόταν ο λέοντας εμφανίζεται κυρίως μεγαλοπρεπής, σοβαρός, μα ήρεμος.
Ομοίως, το λιοντάρι είχε πάντα στενή σχέση με την ιρανική βασιλεία. Τα ενδύματα και οι διακοσμήσεις του θρόνου των Αχαιμενιδών βασιλιάδων ήταν κεντημένα με μοτίβα λιονταριού. Το στέμμα του Πέρση Σελευκίδη βασιλιά Αντίοχου Α΄ στολίστηκε με έναν λέοντα, ενώ στην επιγραφή του Ardashir I στο Naqsh-e Rustam, η πανοπλία του βασιλιά ήταν, επίσης, διακοσμημένη με λιοντάρια.
Οι «πέτρινοι λέοντες»
Στο Ιράν, επίσης, συναντάμε και ένα άλλο είδος εικονογραφίας του λέοντα, τους πέτρινους λέοντες, οι οποίοι βρέθηκαν σε τάφους νομάδων στις περιοχές Lor, Bakhtiari και του Qašqā’i. Οι συγκεκριμένοι λέοντες είναι τύπος λίθινης επιτύμβιας στήλης, ενώ βρέθηκαν τόσο μεμονωμένα όσο και σε συστάδες, σηματοδοτώντας τάφους άγνωστων αρχηγών και πολεμιστών που πέθαναν σε τοπικές μάχες. Ο μεγάλος αριθμός αυτών των πέτρινων λιονταριών σε διάφορα νεκροταφεία θα μπορούσε να είναι ένδειξη του πλούτου των ατόμων στις περιοχές αυτές. Η χρήση τους είχε σταματήσει στα μέσα του 20ού αιώνα, αλλά άρχισαν να εμφανίζονται ξανά τα τελευταία χρόνια και αυτό από μόνο του είναι ενδεικτικό του τρόπου με τον οποίο οι Baḵtiāris ανταποκρίθηκαν στις αλλαγές στην πρόσφατη ιστορία τους. Οι πέτρινοι αυτοί λέοντες μπορούν να χωριστούν σε δύο ομάδες ανάλογα με το σχήμα τους: μερικά έχουν στρογγυλά ή κυλινδρικά σώματα, ενώ άλλα έχουν σχήμα κουτιού, με αιχμηρές γωνίες πιο εμφανείς στα πλευρά τους. Εκτός από αυτές τις δύο διακρίσεις, τα λιοντάρια έχουν κοινά χαρακτηριστικά στη σύνθεσή τους. Το κεφάλι είναι το μέρος που μεταδίδει πιο έντονα την αίσθηση του συναισθήματος.
Ο λέων και ο ήλιος: Από τη βαβυλωνιακή αστρολογία στο εθνόσημο του Ιράν τον 20ο αιώνα
Οι πρώτες απεικονίσεις του λέοντα και η σύνδεσή του με την αστρολογία της Μεσοποταμίας
Ως σύμβολο ο λέων και ο ήλιος συνδυάζουν ταυτόχρονα αρχαίες περσικές, αραβικές, τουρκικές και μογγολικές παραδόσεις, καθώς έγινε για πρώτη φορά ένα δημοφιλές σύμβολο τον 12ο αιώνα μ.Χ. Σύμφωνα με την Ιρανο-Αμερικανίδα ιστορικό Afsaneh Najmabadi, το μοτίβο του λιονταριού και του ήλιου είχε «μια μοναδική επιτυχία» μεταξύ των εικονιδίων για την ένδειξη της σύγχρονης ιρανικής ταυτότητας, ενώ συναντάται μεταξύ των σημαντικότερων ιστορικών πολιτισμών του Ιράν, καταφέρνοντας έτσι να φέρει κοντά Ζωροαστρίους, Σιίτες, Εβραίους, Τούρκους, μέσω του ιρανικού συμβολισμού.
Σύμφωνα με τον Alexander Krappe, o συνδυασμός του ήλιου πάνω από ένα λιοντάρι έχει γίνει το οικόσημο του Ιράν και συνδέεται άμεσα με την αστρολογία της Ανατολής. Στην ισλαμική αστρολογία, το ζώδιο του λέοντα βρισκόταν στον οίκο του ήλιου, με αυτή την τοποθέτηση να προέρχεται από μια αρχαία παράδοση της Μεσοποταμίας. Από τα αρχαία χρόνια υπήρχε στενή σχέση μεταξύ των θεών του ήλιου και του λιονταριού στην παράδοση του ζωδιακού κύκλου. Είναι γνωστό ότι ο ήλιος, στη μέγιστη αντοχή του, μεταξύ 20 Ιουλίου και 20 Αυγούστου, βρισκόταν στον αστερισμό του λέοντα. Επίσης, ο Krappe εξετάζει την αρχαία παράδοση της Εγγύς Ανατολής και πώς οι θεοί του ήλιου και οι θεότητες συνδέονταν στενά μεταξύ τους, καταλήγοντας στο συμπέρασμα πως «το περσικό ηλιακό λιοντάρι, το οικόσημο του Ιράν, προέρχεται προφανώς από το ίδιο αρχαίο Ανατολικό θεό του ήλιου». Για παράδειγμα, σημειώνει ότι στη Συρία το λιοντάρι ήταν το σύμβολο του ήλιου. Στην περιοχή του Canaan, ένας ήρωας με μορφή λιονταριού, ο Shamash, που ήταν ο γιος του Baa’l (δηλ. σε απόλυτη μετάφραση του Άρχοντα), του μεγάλου σημιτικού θεού του ήλιου. Ωστόσο και η θηλυκή μεσοποτάμια θεότητα Ιστάρ/Ινάννα συνδεόταν συχνά με τον λέοντα. Ο ίδιος συμβολισμός παρατηρείται στην Αρχαία Αίγυπτο, στο ναό της Ντεντέρα, ο Μέγας Ahi, ονομάζεται «το λιοντάρι του Ήλιου».
Σύμφωνα με τον Kindermann, το ιρανικό αυτοκρατορικό οικόσημο συναντάται και στη νομισματική, η οποία βασίζεται, σε μεγάλο βαθμό, σε αστρονομικές και αστρολογικές διαμορφώσεις. Οι Βαβυλώνιοι παρατήρησαν μια ουράνια ιεραρχία βασιλιάδων στον ζωδιακό αστερισμό του Λέοντα. Έβαλαν το λιοντάρι, ως βασιλιά του ζωικού βασιλείου τους, στη θέση του ζωδιακού κύκλου στο οποίο εμφανίζεται το θερινό ηλιοστάσιο. Στη βαβυλωνιακή αστρολογία, έγινε το σύμβολο της νίκης του ήλιου.
Η πρώτη εμφάνιση του λέοντα και του ήλιου τον 12ο και 13ο αιώνα
Το σύμβολο του λιονταριού και του ήλιου εμφανίζεται για πρώτη φορά τον 12ο αιώνα, κυρίως στο νόμισμα του Kaykhusraw II, ο οποίος ήταν ο Σουλτάνος του Σελτζουκικού Σουλτανάτου των Ρουμ από το 1237 έως το 1246. Η έννοια ότι «ο ήλιος συμβόλιζε τη γεωργιανή σύζυγο του βασιλιά είναι ένας μύθος, γιατί ο ήλιος στηρίζεται στο πίσω μέρος δύο λιονταριών αχαλίνωτων με τις ουρές τους μεταξύ τους, ενώ σε άλλες παραστάσεις ο ήλιος εμφανίζεται ως ανδρική προτομή.
Ο λέων και ο ήλιος από τον 15ο έως τον 20ο αιώνα
Η χρήση του συμβόλου του λιονταριού και του ήλιου σε λάβαρο επιβεβαιώνεται για πρώτη φορά σε μια μικρογραφία ζωγραφικής, που απεικονίζει ένα αντίγραφο του Shahnameh Shams al-Din Kashani, το 1423. Ο πίνακας απεικονίζει αρκετούς (Μογγόλους) ιππείς να πλησιάζουν την πόλη Nishapur. Ένας από τους ιππείς φέρει ένα λάβαρο, που φέρει λιοντάρι περασμένο με ανατέλλοντα ήλιο στην πλάτη του. Μέχρι την εποχή των Σαφαβιδών (1501–1722) και τη επακόλουθη ενοποίηση του Ιράν ως ενιαίο κράτος, το λιοντάρι και ο ήλιος είχαν γίνει γνωστό σύμβολο, που εμφανιζόταν σε χάλκινα νομίσματα, σε πανό και σε έργα τέχνης. Ωστόσο, εκείνη την περίοδο, άρχισε να σχετίζεται με το Σιιτικό Ισλάμ, ενώ αποτελούσε μια αναπαράσταση του κράτους και της ισλαμικής θρησκείας (που θεωρούνταν οι δύο πυλώνες της κοινωνίας). Το μοτίβο του ήλιου και του λέοντα χρησιμοποιήθηκε, επίσης, σε πανό των Μουγκάλ της Ινδίας, ιδίως σε αυτά του Shah Jahan, σε σφραγίδες κατά τις δυναστείες των Αφσαριδών, των Καζάρ και των Παχλεβί. Μόνο αργότερα, υπό την δυναστεία Καζάρ, ο λέοντας με τον ήλιο έγιναν εθνικό ιρανικό έμβλημα, καθώς, επίσης, τον 19ο αιώνα, το σχέδιο έλαβε μια πιο εθνικιστική ερμηνεία.
Κατά τη διάρκεια διακυβέρνησης του Fat′h-Ali Shah Qajar, το μοτίβο άλλαξε σημαντικά. Σημαντικό χαρακτηριστικό είναι η προσθήκη μιας κορώνας στο σχέδιο, το οποίο αναπαριστά τη μοναρχία. Κατά τη διάρκεια αυτής της περιόδου, η ισλαμική πτυχή της μοναρχίας έπρεπε να υποτιμηθεί ή να υπογραμμιστεί. Φυσικά, αυτή η γενική αλλαγή προσέγγισης επηρέασε τον συμβολισμό του εμβλήματος. Το σχέδιο άλλαξες αρκετές φορές, με μικρές διαφορές, κρατώντας το βασικό μοτίβο ίδιο, κατά τη διάρκεια της εποχής του Κατζάρ και της ιρανικής επανάστασης, μέχρι και που άλλαξε ολοκληρωτικά το 1979.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Kindermann, H. (1986), «Al-Asad», Encyclopedia of Islam, Leiden, E. J. Brill,
- Barker, Patricia L. (1995), Islamic Textiles, British Museum Press
- Shahbazi, Shapur A. (2001), «Flags (of Persia)», Encyclopaedia Iranica
- Collins, Paul (1994), «The Sumerian Goddess Inanna (3400-2200 BC)», Papers of from the Institute of Archaeology, UCL
- The decorations of the Qajar period (1193-1342/1779-1924), Encyclopaedia Iranica, Διαθέσιμο εδώ
- The lion tombstones, Encyclopaedia Iranica, Διαθέσιμο, εδώ
- Mahnaz Moazami , The Classification of Mammals and the Other Animal Classes according to Zoroastrian Tradition, Encyclopaedia Iranica, Διαθέσιμο εδώ
- Βρετανικό Μουσείο, Ασσύρια: Το κυνήγι των λιονταριών και η πολιορκία του Λασχίς και του Κορσαμπάτ Διαθέσιμο εδώ
- Alastair Sooke, Why the lions are the most powerful symbol, BBC Διαθέσιμο εδώ
- History Of The Iranian Lion With Sword and Sun Symbol, Διαθέσιμο εδώ