Της Κέλλυς Πάντου,
Με τον όρο Ροκοκό περιγράφουμε το καλλιτεχνικό ρεύμα που διαδέχτηκε αυτό του Μπαρόκ στις αρχές του 18ου αιώνα και υποδέχτηκε τον νεοκλασικισμό στα τέλη του. Η λέξη Ροκοκό είναι χιουμοριστική απόρροια της λέξης rocaille, ένα στυλ πληθωριστικής διακόσμησης γνωστό στη Γαλλία από τα μέσα του 17ου αιώνα. Πολύ ειρωνικά, η χρήση της λέξης χαρακτήριζε τότε το παλιομοδίτικο και εκτός εποχής. Το ρεύμα αυτό είναι άκρως συνδεδεμένο με τη βασιλεία του Λουδοβίκου ΙΕ΄ και εμφανίζεται κυρίως στη ζωγραφική, την αρχιτεκτονική και τη διακόσμηση. Όπως κάθε αλληλουχία καλλιτεχνικών κινημάτων στη ζωγραφική, το Ροκοκό ήρθε ως αντίδραση στο αυστηρό πλαίσιο του Μπαρόκ να απεικονίσει μυθολογικές σκηνές και ήρωες, αγγέλους και πορτραίτα, ειδυλλιακά τοπία και καθημερινές σκηνές με πρωταγωνιστές συνήθως πρόσωπα της αριστοκρατίας. Χαρακτηρίζεται από κομψότητα, ελαφρότητα, μοτίβα με άνθη, ήπια χρώματα, καμπύλες και ασυμμετρίες που ζωντανεύουν συνήθως θέματα γύρω από την αγάπη και τη φύση.
Ένας άκρως χαρακτηριστικός πίνακας τόσο του καλλιτεχνικού ρεύματος όσο και της γενικότερης εποχής είναι το πορτραίτο της Μαρκησίας ντε Πομπαντούρ. Η αστικής καταγωγής κόρη ενός τραπεζίτη από το Παρίσι, που κατάφερε να γίνει η πιο διάσημη ερωμένη του βασιλιά, ήταν ο λόγος που η γαλλική αυλή αλλά και ο λαός μίσησαν τη μαρκησία. Ωστόσο, η ίδια κατάφερε να ασκήσει πολύ σημαντική επιρροή στην καλλιτεχνική ταυτότητα της τότε Γαλλίας. Ο ζωγράφος του έργου, Φρανσουά Μπουσέ, ήταν από τους κύριους εκφραστές του Ροκοκό και εργαζόταν στην τότε αριστοκρατική αυλή υπό την προστασία της μαρκησίας. Το πλήρους μεγέθους πορτραίτο αυτό τονίζει τη στιλάτη κομψότητά της και την δείχνει γεμάτη αυτοπεποίθηση και γαλήνη να πλαγιάζει σε ένα ανάκλιντρο μέσα στο φλύαρο πράσινο μεταξωτό φόρεμά της, στολισμένο με ροζ τριαντάφυλλα από τον κορμό και πάνω. Πίσω από τη μαρκησία υπάρχει ένας μεγάλος καθρέπτης που αντανακλά το υπόλοιπο δωμάτιο, καθώς και ένα ζευγάρι χρυσές κουρτίνες. Η πορσελάνινη επιδερμίδα της και το έντονο φόρεμά της έρχονται σε τέλεια χρωματική αντίθεση με τους σκοτεινούς τόνους του υπόλοιπου δωματίου, που προσδίδουν βάθος στον πίνακα και μια αίσθηση στον θεατή ότι είναι παρόν στη σκηνή. Σε δεύτερη ανάλυση, η βιβλιοθήκη που βλέπουμε μέσα από τον καθρέπτη, το ανοιχτό βιβλίο στο χέρι της, αλλά και τα βιβλία με την πένα στο κομοδίνο δίπλα της, σε συνδυασμό με το επιχρυσωμένο ρολόι σε σχήμα λύρας που φαίνεται διακοσμημένο με φύλλα δάφνης, συμβολίζουν την αγάπη για τη λογοτεχνία, τη μουσική και την ποίηση, εκθειάζοντας έτσι τη διανοητική επιρροή της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ. Μέχρι και η πόζα της δεν είναι καθόλου τυχαία˙ γυρνώντας το βλέμμα της προς τα αριστερά υποδείκνυε πως έχει υποβληθεί σε φιλοσοφική σκέψη. Τέλος, ο συγκεκριμένος πίνακας επιβλεπόταν διαρκώς κατά τη δημιουργία του από την ίδια τη μαρκησία, καθώς, όπως μας μαρτυρά η ώρα στο ρολόι και η ημερομηνία, πιστεύεται πως ο καλλιτέχνης απαθανάτιζε την ώρα της προαγωγής της σε κυρία της αυλής. Μέσα, λοιπόν, στο απόγειο της αριστοκρατικής της αυτοπεποίθησης, αποφάσισε να αποσυρθεί στο μπουντουάρ της για να απολαύσει τη στιγμή αυτή.
Μιλώντας για Ροκοκό, δεν θα μπορούσαμε να αφήσουμε εκτός της ανάλυσής μας τον επόμενο πίνακα. «Η κούνια», λοιπόν, του Ζαν Φραγκονάρ είναι μια σύλληψη που αντανακλά την κοινωνική νωχέλεια των ηθών της αστικής τάξης με μια σειρά κρυμμένων συμβολισμών. Σε πρώτο πλάνο, φαίνεται η αθωότητα μια ευχάριστης στιγμής˙ στο κάτω δεξί μέρος του πίνακα βλέπουμε έναν ηλικιωμένο άνδρα με πρόδηλη χαρά να κουνά την αγαπημένη του στην κούνια της. Η κυριολεκτική απόστασή τους, καθώς και το ότι η κοπέλα έχει γυρίσει την πλάτη της προς το μέρος του συμβολίζουν το μεταφορικό χάσμα μεταξύ τους, το οποίο βλέπουμε και από τη διαφορά ηλικίας τους. Η απόσταση μεταξύ της νιότης και της ωριμότητας, η ζωή που με λαχτάρα πάει να πιάσει ο ηλικιωμένος άντρας και όλο του φεύγει από τα χέρια. Αντίθετα, στο άκρο αριστερά, ελλοχεύει ο νεαρός εραστής της δεσποινίδος. Ντροπαλά ενθουσιασμένος, απολαμβάνει την καλύτερη θέα, όπως ο αέρας φουσκώνει το φουστάνι της μούσας του, η οποία μοιάζει να ανθίζει σαν ροζ λουλούδι μαζί με τον υπόλοιπο κήπο. Το πέταγμα του παπουτσιού της, το κέντρο ενδιαφέροντος του πίνακα, τονίζει την ευκολία της απιστίας της. Το πιθανώς εσκεμμένο πέταγμα αυτό προορίζεται για τον νεαρό που αντικρίζει, ένα εκ φύσεως πιο ταιριαστό ταίρι για την ίδια˙ εκτός αν φτάσει μέχρι το φτερωτό άγαλμα του έρωτα, που τόσο πονηρά κάνει νόημα στα αγγελάκια από τη μεριά του ηλικιωμένου να σωπάσουν στη θέα αυτής της πάντα ανήθικης, αλλά εκ φύσεως ιδανικότερης πράξης. Ο παιχνιδιάρικος φωτισμός προσδίδει μια ένταση και δραματικότητα στην εικόνα και, σε συνδυασμό με τη ρομαντική παλέτα χρωμάτων που χρησιμοποιήθηκε, ο πίνακας μοιάζει να έχει απαθανατίσει τη στιγμή του σκανδαλώδους φλερτ ονειρικά.
Κλείνοντας και μένοντας πιστοί στη θεματολογία του ρεύματος, βλέπουμε τη θεά Αφροδίτη, θεά του έρωτα. Ο καλλιτέχνης δεν προσπάθησε να την απεικονίσει τέλεια, αλλά ρεαλιστικά υγιή και όμορφη με κατάλευκο δέρμα, μεγάλα εκφραστικά μάτια και ένα ζωηρό βλέμμα που κοιτάζει έναν από τους φτερωτούς έρωτές της. Ο Μπουσέ φαίνεται να έχει χρησιμοποιήσει για μούσα του τη μαντάμ ντε Πομπαντούρ για ακόμα μία φορά, κέντρο του ενδιαφέροντος, περιτριγυρισμένη από τρεις έρωτες που, ενώ θα έπρεπε να την βοηθάνε να ετοιμάσει την κόμμωσή της, φαίνονται συνεπαρμένοι από την απόλυτη χλιδή που περιβάλλει τη θεά. Τα δύο περιστέρια στο κάδρο, χωρίς φόβο και δισταγμό, έχουν πλησιάσει όσο περισσότερο δυνατό τη θεά, αποπνέοντας ένα κλίμα στοργής, ασφάλειας και γαλήνης. Τα μεταξωτά υφάσματα και επιχρυσωμένα έπιπλα που πλαισιώνουν την εικόνα δίνουν ακόμα περισσότερη έμφαση στην πολυτέλεια του θεϊκού αυτού χώρου. Η θεατρική αυτή αναπαράσταση της φανταστικής σκηνής έρχεται να εξυψώσει ακόμα παραπάνω την Πομπαντούρ και να δώσει μία αμφισβητήσιμη φήμη στον καλλιτέχνη. Ο πίνακας είναι ένας ύμνος στην πολυτέλεια και την ξεγνοιασιά, μακριά από τα επίγεια και ρεαλιστικά προβλήματα του κόσμου. Αυτός είναι και ένας από τους λόγους που το στυλ του Ροκοκό δεν παρέμεινε κάτω από τον προβολέα για μεγάλο χρονικό διάστημα. Όσο για τα έργα του Μπουσέ, μόλις πρόσφατα άρχισαν να εκτιμώνται από τους ιστορικούς και να τους αποδίδεται η προσοχή που αξίζουν.
ΠΗΓΕΣ
- The Wallace Collection, https://www.wallacecollection.org/ , Νοέμβριος 2020
- ARTothek, https://www.artothek.de/de/ , Νοέμβριος 2020
- The Art Story (Guide to Visual Art), https://www.theartstory.org/ , Νοέμβριος 2020
- ARTsy, https://www.artsy.net/ , Νοέμβριος 2020
- Χαρτογράφος, https://xartografos.wordpress.com/ , Νοέμβριος 2020
- Description Analysis Interpretation of Paintings https://en.opisanie-kartin.com/ , Νοέμβριος 2020
- Martial Debriffe: “Madame de Pompadour: Marquise des Lumières”, Απρίλιος 2018
- Evelyne Lever: “Madame de Pompadour”, Φεβρουάριος 2003
- Alfred Fierro: “Histoire et dictionnaire de Paris”, Ιανουάριος 1996
- Gauvin Alexander Bailey: “The Spiritual Rococo: Decor and Divinity from the Salons of Paris to the Missions of Patagonia”, έκδοση 2014
- Michael Levey: “Painting in eighteenth-century Venice”, Ιανουάριος 1980