Του Απόλλωνα-Δαμιανού Κικίδη,
Αν και τυπικά η κατάκτηση της Πελοποννήσου ολοκληρώθηκε το 1690, με την κατάληψη της Μονεμβασιάς, το βασίλειο του Μοριά ιδρύθηκε το 1688, όταν οι Βενετοί όρισαν ως γενικό του προβλεπτή τον Τζάκομο Κορνέρ. Κατά την περίοδο της Β΄ Ενετοκρατίας (1685-1715), διατηρείται η διοικητική διαίρεση σε 24 περιοχές που ίσχυε κατά την Τουρκοκρατία. Οι περιοχές αυτές, όμως, συμπτύσσονταν σε τέσσερα γεωγραφικά διαμερίσματα ή διοικήσεις, τις επαρχίες (provinciae), οι οποίες, με τη σειρά τους, περιελάμβαναν περιοχές, τα territorii (θέματα).
Oι τέσσερις επαρχίες ήταν αυτές της Ρωμανίας, της Λακωνίας, της Μεσσηνίας και της Αχαΐας, με πρωτεύουσες το Ναύπλιο (ή, όπως το έλεγαν οι ίδιοι, Νάπολη της Ρωμανίας), τη Μονεμβασιά (Malvasia), το Ναβαρίνο και την Πάτρα, αντίστοιχα. Στην επαρχία της Ρωμανίας περιλαμβάνονταν το Άργος, η Κόρινθος, η Τριπολιτσά και ο Άγ. Πέτρος Τσακωνιάς. Στην επαρχία της Λακωνίας ο Μυστράς, τα Χρύσαφα, το Έλος, η Άνω και η Κάτω Μάνη. Στην επαρχία της Μεσσηνίας η Μεθώνη, η Κορώνη, η Ανδρούσα, η Καλαμάτα, το Λεοντάρι, η Καρύταινα, το Φανάρι και η Κυπαρισσία. Τέλος, στην επαρχία της Αχαΐας η Βοστίτσα, τα Καλάβρυτα και η Γαστούνη.
Η κατάσταση που αντιμετώπισε ο Τζάκομο ήταν τρομακτική, λόγω της μαζικής εξόδου του πληθυσμού με τον ερχομό του πολέμου. Από τα 2.115 χωριά τα 656 ερημώθηκαν. Σχεδόν όλος ο μουσουλμανικός πληθυσμός της Πελοποννήσου έφυγε για τα ακόμα οθωμανικά εδάφη και μέχρι και μεγάλα αστικά κέντρα φαίνεται να ερημώθηκαν, όπως η Πάτρα, που έμεινε με λιγότερο του ενός δέκατου του πληθυσμού που είχε. Εκτός από την Κορινθία και την αυτόνομη Μάνη, οι Βενετοί καταμέτρησαν μόνο 86.468 κατοίκους το 1688 από έναν προπολεμικό πληθυσμό 200.000 κατοίκων.
Μάλιστα, όταν ο γενικός προβλεπτής έκανε ένα ταξίδι στα εδάφη που διοικούσε από την Πάτρα ως τα Καλάβρυτα, δεν συνάντησε άνθρωπο πέρα από 13 αγράμματους Αλβανούς στα Καλάβρυτα. Ο πληθυσμός αυτός των 86.468 Ελλήνων και Αλβανών μπορούσε να παρατάξει μόνο 20.125 άτομα ως στρατό. Οι περισσότεροι από αυτούς αντιπαθούσαν τα όπλα και τη γεωργία. Έτσι, η πλέον αραιοκατοικημένη και εύφορη γη της Πελοποννήσου έμενε ανεκμετάλλευτη.
Ο Κορνέρ έφτιαξε μια επιτροπή τριών γερουσιαστών, η οποία αποτελούνταν από τους Τζερόνιμο Ρενιέρ, Ντομένικο Γκρίτι και Μαρίνο Μιχαήλ, και την έστειλε στον Μοριά για την αναδιοργάνωση της επαρχιακής διοίκησης, την αναζωογόνηση των τοπικών αρχών, τη δημιουργία κτηματολογίου και τη ρύθμιση κτηματικών διαφορών. Αυτή η επιτροπή χώρισε και τη χερσόνησο σε τέσσερις επαρχίες.
Κάθε επαρχία διοικούταν από έναν προνοητή (provveditore) ως πολιτική και στρατιωτική αρχή της. Ένας ρέκτορας (rettore) τον βοηθούσε με τη δικαιοσύνη και ένας καμερλίνγκο (camerlingo) ήταν υπεύθυνος για τις οικονομικές υποθέσεις. Στο «Βασίλειο του Μορέως» ενσωματώθηκε και η διοίκηση των νησιών Κύθηρα (Τσιρίγο) και Αντικύθηρα (Cerigotto), που ήταν στα χέρια των Ενετών ήδη από το 1204.
Με σκοπό την οικονομική ανάπτυξη της νέας τους κτήσης, οι Βενετοί προσπάθησαν να προσελκύσουν μετανάστες από άλλα ελληνικά εδάφη, με την υπόσχεση παραχώρησης γης. Αυτοί ήρθαν κυρίως από την Αττική, και από άλλα μέρη της κεντρικής Ελλάδας, που υπέφεραν από τον πόλεμο. Ακόμα, μετακινήθηκαν εκεί δύο χιλιάδες Κρητικοί, καθολικοί Χιώτες, Ενετοί πολίτες από τα Επτάνησα, ακόμα και μερικοί Βούλγαροι. Επιπλέον, γίνεται αναφορά για 1.317 μουσουλμανικές οικογένειες που έμειναν πίσω, ασπάστηκαν τον Χριστιανισμό και τους δόθηκε γη ή άλλες παραχωρήσεις. Ως αποτέλεσμα αυτών των πολιτικών, ο πληθυσμός ανέκαμψε με ταχύτατους ρυθμούς σε όλο τον Μοριά, εκτός της Μάνης. Στα Ενετικά μητρώα καταγράφηκαν 97.118 κάτοικοι το 1691, 116.000 έναν χρόνο αργότερα και 176.844 το 1700. Λόγω των σχετικών προνομίων, που χορηγήθηκαν στον αστικό πληθυσμό, η περίοδος χαρακτηρίστηκε, επίσης, από εισροή αγροτικού πληθυσμού στις πόλεις.
Οι Βενετοί, λοιπόν, ξεκίνησαν μια συντονισμένη προσπάθεια να αναβιώσουν και να βελτιώσουν τη γεωργία και το εμπόριο της χώρας. Στις οικογένειες εποίκων δόθηκαν 60 στρέμματα στην καθεμία, εισήχθησαν νέες καλλιέργειες σταφυλιών από τη Γαλλία και την Ιταλία και επιβλήθηκαν φόροι εισαγωγής σε ξένο κρασί, θέτοντας τις βάσεις για την αναβίωση της αμπελουργίας και του εμπορίου σταφίδας με τη Δυτική Ευρώπη.
Ακόμα, πήραν μέτρα για την ανάπτυξη της δασοκομίας και της εγχώριας βιομηχανίας μεταξιού. Εμπορεύονταν τόσο με την υπόλοιπη οθωμανική Ελλάδα όσο και με την ακτή της Βόρειας Αφρικής. Έκαναν εξαγωγή σταφίδων, δημητριακών, βαμβακιού, ελαιόλαδου, δέρματος, μεταξιού και κεριού. Τα ετήσια έσοδα από την επαρχία αυξήθηκαν σταθερά από 61.681 ριάλια σε 274.207 το 1691 και 500.501 το 1710, εκ των οποίων περίπου τα τρία πέμπτα δαπανήθηκαν στον ίδιο τον Μοριά. Συγκριτικά, πάντως, το σύνολο των φορολογικών εσόδων από την επαρχία επί τουρκικής κυριαρχίας εκτιμάται σε 1.699.000 ισπανικά ριάλια.
Λόγω της εκτεταμένης εισροής μεταναστών, η ενετική περίοδος χαρακτηρίστηκε από έντονη κοινωνική κινητικότητα. Σε γενικές γραμμές, οι κάτοικοι δεν άλλαξαν την κοινωνική τους τάξη. Oι πολιτικές των βενετικών αρχών με τη συνεχή επιδότηση γης και κληρονομικών φέουδων (conteas), σε συνδυασμό με την οικονομική ανάκαμψη, έφεραν την εμφάνιση μιας νέας εύπορης τάξης εμπόρων και γαιοκτημόνων, πολλοί από τους οποίους προέρχονταν από την Αθήνα, τη Χίο και τα νησιά του Ιονίου. Εδώ, φαίνεται πως βρίσκεται η προέλευση της ολιγαρχίας των κοτζαμπάσηδων, που κυριάρχησαν στις υποθέσεις της χερσονήσου από τα τέλη του 18ου αιώνα.
H μάζα, όμως, των αγροτών, γηγενών και μη, κατέληξε σε μία πολύ δύσκολη κατάσταση. Τα χρέη, οι καταχρήσεις των υπαλλήλων, η υποχρέωση σε αγγαρεία και η αυξανόμενη έλλειψη γης οδήγησαν πολλούς αγρότες, κυρίως εκείνους που είχαν μεταναστεύσει από την Κεντρική Ελλάδα, να επιλέξουν να επιστρέψουν εκεί. Οι βενετικές αρχές άρχισαν τότε στρατιωτικές περιπολίες, για να τους σταματήσουν.
Όταν οι Τούρκοι επέστρεψαν, το 1715, το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού παρέμεινε αδιάφορο και μόνο οι πιο εύποροι, όπως οι φεουδάρχες των conteas, υποστήριξαν ενεργά τη Βενετία, και σε πολλές περιπτώσεις εγκατέλειψαν τη χερσόνησο για την Ιταλία μετά την ενετική ήττα.
Μαζί με τις περιπολίες για τους νέους υπηκόους της Βενετίας, που προσπαθούσαν να φύγουν, οι βενετικές αρχές σύστησαν επαρχιακή χωροφυλακή, το μεϊντάνι, εξόπλισαν τους χωρικούς και τους οργάνωσαν σε τοπικές πολιτοφυλακές, παρόμοιες με τις ομάδες των αρματολών. Έτσι, καταπολεμούσαν τις ληστείες, που είχαν γίνει σύνηθες φαινόμενο την εποχή αυτή. Βέβαια οι Μανιάτες και άλλοι κάτοικοι των ορεινών περιοχών, ασφαλείς στα δυσπρόσιτα οχυρά τους, συνέχισαν να αψηφούν το ενετικό δίκαιο και να κάνουν επιδρομές στις πεδινές περιοχές του βασιλείου.
Οι Βενετοί, ως συνήθως, άφησαν την τοπική Ορθόδοξη εκκλησία σε μεγάλο βαθμό στην τύχη της, για να αποφύγουν τη ρήξη με τον πληθυσμό. Περιόριζαν μόνο την επιρροή του Πατριάρχη, αλλά απέτυχαν σημαντικά να αποκόψουν τους δεσμούς της τοπικής Ορθόδοξης Εκκλησίας, της οποίας ο ηγέτης ήταν ο Μητροπολίτης Πατρών, με το Πατριαρχείο. Για τον σκοπό αυτό, μείωσαν τα έσοδα που οφείλονταν στο πατριαρχείο από την επαρχία, και επέμειναν οι ορθόδοξοι επίσκοποι να εκλέγονται από το δικό τους ποίμνιο και όχι να τους διορίζει ο Πατριάρχης.
Για την εξάπλωση της καθολικής εκκλησίας έγιναν μετατροπές των τζαμιών σε εκκλησίες, ενώ κατασκευάστηκαν και νέες. Ακόμα, εγκαταστάθηκαν διάφορα μοναχικά τάγματα σε όλη τη χερσόνησο. Ανάμεσα στα πιο αξιοσημείωτα γεγονότα ήταν η ίδρυση ενός αρμενικού μοναστηρίου στη Μεθώνη το 1708, το οποίο μετά το 1715 μεταφέρθηκε στη Βενετία. Το κέντρο της Καθολικής Εκκλησίας στον Μοριά ήταν η λατινική Αρχιεπισκοπή της Κορίνθου. Ένα μεγάλο έργο που πραγματοποίησαν οι Βενετοί ήταν η κατασκευή του Παλαμηδίου στο Ναύπλιο, το οποίο ξεκίνησε από την εκστρατεία του Μοροζίνι.
Ήδη το 1702 υπήρχαν φήμες για επικείμενο πόλεμο, με στρατεύματα και προμήθειες να αποστέλλονται στις οθωμανικές επαρχίες που συνόρευαν με τον Μοριά. Η Δημοκρατία της Βενετίας γνώριζε καλά τις οθωμανικές προθέσεις και από την αρχή της κυριαρχίας της στο Μοριά, οι υπάλληλοί της περιόδευαν στα φρούρια, για να γνωρίσουν την κατάστασή τους και την ικανότητά τους να αντισταθούν. Οι Βενετοί αντιμετώπισαν προβλήματα προμηθειών, ηθικού καθώς και ακραία έλλειψη διαθέσιμων δυνάμεων ήδη από το 1690.
Μετά τη νίκη τους στον Ρωσοτουρκικό πόλεμο του 1710-1711 και χρησιμοποιώντας ως πρόσχημα διάφορες βενετικές παραβάσεις εναντίον της οθωμανικής ναυτιλίας, οι Οθωμανοί κήρυξαν τον πόλεμο στις 9 Δεκεμβρίου 1714. Στρατός υπό τον Μεγάλο Βεζίρη Σιλαχντάρ Νταμάτ Αλή Πασά ξεκίνησε από την Κωνσταντινούπολη για τον Μοριά, στον οποίο εισήλθε στα τέλη Ιουνίου. Υπερτερούσε ο στρατός αυτός του βενετικού ο οποίος ήταν υπό τον γενικό προβλέπτη Αλεσάντρο Μπον. Οι δυνάμεις των Βενετών ήταν, όμως, διάσπαρτες στα διάφορα φρούρια και δεν μπορούσαν να εμποδίσουν την επέλαση των Οθωμανών.
Ο Ακροκόρινθος παραδόθηκε μετά από πέντε ημέρες πολιορκίας και ακολούθησε η συνθηκολόγηση της Αίγινας και του Άργους. Συνέχισαν στο Ναύπλιο, το οποίο κατελήφθη και λεηλατήθηκε, ενώ το φρούριο του Παλαμηδίου έπεσε στις 20 Ιουλίου. Η πτώση του σφράγισε τη μοίρα του Μοριά και οι Μανιάτες και άλλοι τοπικοί άρχοντες δήλωσαν την υποταγή τους στους Οθωμανούς. Οι Ενετοί εγκατέλειψαν το Ναβαρίνο και την Κορώνη, ελπίζοντας να κρατήσουν την Μεθώνη συγκεντρώνοντας εκεί τις δυνάμεις τους. Η εξέγερση των Ελλήνων μισθοφόρων, όμως, επέτρεψε στους Οθωμανούς να καταλάβουν το φρούριο με ευκολία. Στις 7 Σεπτεμβρίου, παραδόθηκε και η Μονεμβασιά και έπειτα τα Κύθηρα ολοκληρώνοντας την τουρκική κατάληψη του Βασιλείου του Μορέως.
Τα Κύθηρα επέστρεψαν στην ενετική κυριαρχία το 1718, με τη Συνθήκη του Πασάροβιτς, αλλά ο Μοριάς παρέμεινε υπό οθωμανικό έλεγχο για έναν ακόμη αιώνα, μέχρι το ξέσπασμα της Ελληνικής Επανάστασης, το 1821.
Βιβλιογραφία
- “The Venetians in Athens 1687-1688”, from the (1940), Istoria of Cristoforo Ivanovich, (επιμ. J. M. Paton), The American School of Classical Studies at Athens/Harvard University Press, Cambridge, Massachusetts,
- Βακαλόπουλος Α. Ε. (1973), Ιστορία του νέου ελληνισμού, Τόμος Δ′: Τουρκοκρατία 1669–1812 – Η οικονομική άνοδος και ο φωτισμός του γένους (Έκδοση Β′). Θεσσαλονίκη: Εμμ. Σφακιανάκης και Υιός.
- Κ. Μ. Σέττον (1991), Venice, Austria, and the Turks in the Seventeenth Century, Philadelphia, Mass: The American Philosophical Society,
- Κωνσταντίνος Α. Βακαλόπουλος (1991), Νεοελληνική Ιστορία (1204-1940). Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός οίκος Αδελφών Κυριακίδη Α.Ε.
- Βακαλόπουλος Α. Ε. (2005), Νέα Ελληνική Ιστορία 1204-1985, κγ’έκδοση, Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας
- Frederic C. L. (2007), Βενετία η θαλασσοκράτειρα, Ναυτιλία-Εμπόριο-Οικονομία, (Μτφρ: Κ. Κουρεμένος) Αθήνα: Εκδ. Αλεξάνδρεια
- Τσιγκάκου Φ. Μ. (2007), Η Αθήνα με τα μάτια των ζωγράφων περιηγητών16ος-19ος αιώνας, Αθήνα: Εκδ.“Τέχνης Οίστρος”
- Φ. Πέρρα (2012) Πτυχές της ιστορίας της λατινοκρατούμενης Μεσσηνίας: Η περίπτωση του Ναβαρίνου/Port de Jonc