Της Ελληκαίτης Κουρτάκη,
Με αφορμή την εισαγγελική έρευνα στην Αμαλιάδα αφορώσα στην άρνηση ιατρού να αναλάβει τα καθήκοντά του ελέω καραντίνας καθώς και το πλήθος διαμαρτυριών σχετικά με την άρνηση ιατρών για κατ’ οίκον επίσκεψη και εξέταση ασθενών νοσούντων από κορωνοϊό, ήρθε στην επιφάνεια μια από τις πιο ενδιαφέρουσες προβληματικές του χώρου της νομικής επιστήμης, η ύπαρξη ή μη ορίων στην άσκηση του ιατρικού επαγγέλματος.
Ο ιατρός ασκεί λειτούργημα υψίστης κοινωνικής σημασίας που αποσκοπεί στη διατήρηση, βελτίωση και αποκατάσταση της σωματικής, πνευματικής και ψυχικής υγείας του ανθρώπου, σεβόμενος την ανθρώπινη ζωή και, κατ’ επέκταση, την προσωπικότητα του ασθενούς και την ιδιότητά του ως μέλος ενός κοινωνικού συνόλου. (Ν.3418/2005, αρ. 2 συνδ. με αρ. 2 παρ. 1, 5 παρ. 2 Σ.). Ταυτόχρονα, το θεμελιώδες κοινωνικό δικαίωμα για προστασία της υγείας κατοχυρώνεται ρητά σε επίπεδο συνταγματικού δικαίου της εσωτερικής έννομης τάξης με άμεσο αποδέκτη την κρατική εξουσία (αρ. 21 παρ. 3 Σ.). Ο χαρακτήρας του ως κοινωνικό δικαίωμα το αντιδιαστέλλει από τα ατομικά δικαιώματα, καθώς τα πρώτα συνίστανται στην παροχή υποστήριξης προς το άτομο με θετικές ενέργειες (υλικές ή μη),όπως εν προκειμένω η μέριμνα του κράτους για διαρκή και ακώλυτη λειτουργεία των υγειονομικών φορέων, ενώ τα δεύτερα έχουν κυρίως αμυντικό χαρακτήρα (status negativus).
Όσον αφορά την σχέση ασθενούς και ιατρού, αυτή επισφραγίζεται με την κατάρτιση αστικής συμβάσεως ιατρικής αγωγής, από την οποία πηγάζει αστική συμβατική ή εξωσυμβατική ευθύνη του ιατρού (ενδεικτικά: αρ. 57, 330, 652, 914 επ. ΑΚ, αρ. 8 Ν.2251/1994). Η ιατρική ευθύνη βασίζεται σε δύο πηγές, αφενός στο ιατρικό σφάλμα ή αμέλεια και αφετέρου στην παράλειψη ή πλημμελή εκπλήρωση της υποχρέωσης ενημέρωσης του ασθενούς. Με τη Διακήρυξη του Ελσίνκι, η υποχρέωση ενημέρωσης αναγνωρίστηκε ως απαράγραπτο δικαίωμα του ασθενούς απορρέον από την προσωπικότητά του. Παράλληλα, με τον Ν. 2071/1992 θεσπίζονται άμεσα τα δικαιώματα των ασθενών, ενώ η μέχρι τότε προστασία παρεχόταν έμμεσα από την υποχρέωση των ιατρών προς τους ασθενείς, κατά τον Κώδικα Ιατρικής Δεοντολογίας. Ειδικότερα, σύμφωνα με το αρ. 47 παρ. 2 και 3, ο ασθενής έχει το δικαίωμα της παροχής φροντίδας με τον οφειλόμενο σεβασμό στην ανθρώπινη αξιοπρέπειά του ενώ καθιερώνεται το δικαίωμα του ίδιου να συγκατατεθεί ή να αρνηθεί κάθε διαγνωστική ή θεραπευτική σε αυτόν πράξη. Σε περίπτωση ασθενούς με μερική ή πλήρη διανοητική ανικανότητα αρκεί η συναίνεση των προσώπων που ασκούν εκ του νόμου την μέριμνα και επιμέλειά του.
Ανακύπτει, λοιπόν, το ζήτημα εάν ο ιατρός δικαιούται να αρνηθεί την παροχή των υπηρεσιών του, όταν η χορήγησή τους συνεπάγεται κίνδυνο για την δική του ζωή ή υγεία λόγω βαριάς ή/και μεταδοτικής νόσου του ασθενούς. Πρόκειται για ένα ζήτημα που έχει απασχολήσει έντονα τα ελληνικά ποινικά δικαστήρια, κυρίως μετά την έκδοση του υπαριθμ. 3654/1992 απαλλακτικού Βουλεύματος του Συμβουλίου Πλημμελειοδικών Αθηνών, το οποίο λύνεται, συνήθως, βάσει στάθμισης συμφερόντων και δεοντολογικών συλλογισμών.
Σύμφωνα με το αρ. 9 του ΚΙΔ, κάθε γιατρός μπορεί να διακόψει την παροχή των υπηρεσιών για λόγους επιστημονικούς ή προσωπικούς και εφόσον δεν τίθεται σε άμεσο κίνδυνο η υγεία ή η ζωή του τελευταίου. Όταν κριθεί η ύπαρξη σοβαρών λόγων, ο ιατρός υποχρεούται προηγουμένως να εξασφαλίσει την αναπλήρωσή του από συνάδελφο, αφού ενημερώσει πρώτα, όπως οφείλει, τόσο τον ασθενή ή τους οικείους του όσο και τον αναπληρωτή ιατρό για την κατάσταση υγείας του ασθενούς. Παράλληλα, σύμφωνα με το αρ. 15, ιατρός που βρίσκεται μπροστά σε σύγκρουση καθηκόντων οφείλει να την αντιμετωπίζει σύμφωνα με την επιστημονική του γνώση, τη σύγκριση των εννόμων αγαθών που διακυβεύονται και με γνώμονα τον απόλυτο σεβασμό της ανθρώπινης ζωής και αξιοπρέπειας. Ειδικός λόγος απαλλαγής του ιατρού από την ευθύνη παροχής βοηθείας μπορεί να αποτελέσει το γεγονός ότι αδυνατούσε να σπεύσει εγκαίρως για να παράσχει την απαιτούμενη ιατρική συνδρομή εξαιτίας της αναμονής άλλων ασθενών σε εξίσου ή περισσότερο επείγουσα κατάσταση.
Αντίθετα, αν ο ιατρός αρνηθεί, χωρίς εύλογη αιτία, να παράσχει τις ιατρικές του υπηρεσίες, θα υπέχει ποινική ευθύνη για την πρόκληση του αξιόποινου αποτελέσματος με παράλειψη. Πρόκειται για εγκλήματα μη γνήσια δια παραλείψεως τελούμενα, προϋπόθεση των οποίων αποτελεί η αθέτησης της, κατά το αρ. 15 ΠΚ, «ιδιαίτερης νομικής υποχρέωσης».
Επομένως, αν ο ιατρός έχει αναλάβει είτε με σύμβαση είτε de facto την περίθαλψη ασθενούς και παραλείψει να συμμορφωθεί προς αυτήν του την υποχρέωση, με αποτέλεσμα να μείνει ο ασθενής αβοήθητος, φέρει ποινική ευθύνη για έκθεση βάσει του αρ. 306 ΠΚ. Αν συνέπεια της παράλειψης είναι η πρόκληση θανάτου του ασθενούς και εφόσον είχε ιδιαίτερη νομική υποχρέωση προς αποτροπή του ως άνω αποτελέσματος, η ευθύνη τους κρίνεται σύμφωνα με το αρ. 302 και 15 ΠΚ (ανθρωποκτονία από αμέλεια τελούμενη δια παραλείψεως), ενώ αν είχε δόλο οποιουδήποτε βαθμού για το θανατηφόρο αποτέλεσμα, τότε θα ευθύνεται για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως με παράλειψη (αρ. 299 και 15 ΠΚ). Σε περίπτωση δε που, παρά την μη ύπαρξη ιδιαίτερης υποχρέωσης, παρέλειψε την σωτήρια επέμβαση, με την προϋπόθεση ότι δεν κινδύνευε η δική του ζωή ή υγεία, η αξιόποινη συμπεριφορά κρίνεται σύμφωνα με το έγκλημα γνήσιας παραλείψεως του αρ. 307 ΠΚ (παράλειψη προσφοράς βοήθειας), για την εφαρμογή του οποίου δεν είναι αναγκαία η συνδρομή των όρων του αρ. 15 ΠΚ. Για την στοιχειοθέτηση τόσο της αστικής όσο και την ποινικής ευθύνης του ιατρού είναι αναγκαία η ύπαρξη αντικειμενικού αιτιώδους συνδέσμου μεταξύ της πράξης ή παράλειψης και του ζημιογόνου αποτελέσματος.
Ο ιατρός, ασκώντας το λειτούργημά του, ανήκει στα άτομα που έχουν, πέραν της νομικής υποχρέωσης και της κοινωνικής ευθύνης, υποχρέωση έκθεσης στον κίνδυνο με άμεση συνέπεια την αποποίηση του προσωπικού του συμφέροντος και την παροχή ιατρικής βοήθειας και σωτηρίας, λαμβάνοντας, βέβαια, υπόψιν τις εκάστοτε συγκεκριμένες περιστάσεις. Επομένως, η σύγκρουση καθηκόντων δεν μπορεί να αποτελέσει αυτοτελή λόγο άρσης του αδίκου των αξιόποινων πράξεων τελούμενων από ιατρούς, ιδίως όταν η επίκλησή τους στηρίζεται στην ανάγκη προστασίας της ζωής και της υγείας τους, αλλά μόνο για λόγους προστασίας τρίτων ασθενών, οι οποίοι επρόκειτο να εξεταστούν ή να χειρουργηθούν στον ίδιο χώρο (αν και υποστηρίζονται και αντίθετες απόψεις), χωρίς αυτό να συνεπάγεται τη διάκριση μεταξύ υπέρτερων και μη εννόμων αγαθών, καθώς η ανθρώπινη ζωή δεν ενέχει ποιοτικά ή ποσοτικά κριτήρια.
ΠΗΓΕΣ
- Ελισάβετ Συμεωνίδου Καστανίδου, Εγκλήματα κατά των προσωπικών αγαθών, Κεφ.1ο
- Κώστας Χρυσόγονος & Σπύρος Βλαχόπουλος, Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα, σ. 575-580
- Κώδικας Ιατρικής Δεοντολογίας, Ν.3418/2005
- Εκσυγχρονισμός και Οργάνωση Συστήματος Υγείας, Ν.2071/1992