Του Κωνσταντίνου Βασιλείου,
Κατά τη διάρκεια του καλοκαιριού του 1821, η νεοσύστατη ελληνική επανάσταση, η οποία είχε ξεσπάσει μόλις λίγους μήνες πριν, δοκιμαζόταν από τις δυναμικές επεμβάσεις του τουρκικού στρατού. Η επανάσταση είχε ήδη διαδοθεί, πέρα από την Πελοπόννησο και τη Στερεά Ελλάδα, στα νησιά του Αιγαίου, αρχής γενομένης από εκείνα του Αργοσαρωνικού, ήτοι την Ύδρα, τον Πόρο και τις Σπέτσες, αλλά και στην Κρήτη και την Κύπρο. Από την άλλη πλευρά, επαναστατικές εστίες είχαν ξεσπάσει τόσο στη Θεσσαλία όσο και τη Μακεδονία. Την ίδια στιγμή, που ο ελληνικός στρατός πολιορκούσε την Τριπολιτσά, το εξαιρετικά οχυρωμένο διοικητικό κέντρο του Μοριά, η οθωμανική κυβέρνηση είχε να αντιμετωπίσει εξεγέρσεις από τις παραδουνάβιες περιοχές στα βόρεια, μέχρι την Κρήτη στα νότια, και από την Αδριατική στα δυτικά, μέχρι τις ακτές της Μέσης Ανατολής στα ανατολικά.
Ωστόσο, ο τουρκικός μηχανισμός αντέδρασε αποτελεσματικά, καταπνίγοντας, πριν το τέλος του καλοκαιριού, την επανάσταση στον βορρά, έχοντας ως βασικό στόχο να δώσει τέλος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, η οποία καθυστερούσε υπέρ των Ελλήνων. Ο Σουλτάνος, για τον σκοπό αυτό, ύστερα από αίτημα του Κιοσέ Μεχμέτ και του Ομέρ Βρυώνη, είχε ήδη στείλει βοήθεια 8.000 ανδρών, με τους περισσότερους να είναι ιππείς. Την ίδια στιγμή, ένας άλλος στρατός 4.000 αντρών υπό την ηγεσία του Μαχμούτ, πασά της Δράμας, είχε στρατοπεδεύσει στην περιοχή του Κάτω Δομοκού. Ο στρατός, που είχε στείλει ο Σουλτάνος, με επικεφαλής τον Μπεϋράν πασά, αφού πέρασε με ευκολία από τη Θεσσαλία, κατευθυνόταν απειλητικά προς τη Βοιωτία, έχοντας ως απώτερο σκοπό να περάσει από κει στην Αττική και μετέπειτα στην Πελοπόννησο. Οι Έλληνες οπλαρχηγοί, αντιλαμβανόμενοι έγκαιρα το γεγονός αυτό, κλήθηκαν να δράσουν άμεσα, ώστε να εμποδίσουν την επέλαση του τουρκικού στρατού.
Στη Στερεά Ελλάδα, υπήρχε μια υποτυπώδης στρατιωτική οργάνωση, τα λεγόμενα «αρματολίκια», τα οποία συντηρούσαν τη μαχητική παράδοση του τόπου και προσέφεραν στον Αγώνα κάποιους ιδιαίτερα έμπειρους οπλαρχηγούς. Ένας τέτοιος ήταν και ο Γιάννης Δυοβουνιώτης. Όντας βετεράνος της τακτικής του κλεφτοπολέμου, προτείνει ο ολιγάριθμος ελληνικός στρατός, αποτελούμενος από περίπου 2.000 άντρες, να περιμένει το στρατό του Μπεϋράν στα στενά του δρόμου από το Ζητούνι (σημερινή Λαμία) προς τη Λιβαδειά και πιο συγκεκριμένα στη διάβαση των Βασιλικών, ένα ακατοίκητο χωριό της Φθιώτιδας. Η άποψη του έμπειρου οπλαρχηγού υπερίσχυσε της άποψης των άλλων οπλαρχηγών, του Νάκου Πανουργιά και του Γιάννη Γκούρα, που υποστήριζαν ότι ο στρατός των Οθωμανών θα διέσχιζε τη διάβαση της Φοντάνας, στην οποία παρ’ όλα αυτά είχαν τοποθετηθεί, για παν ενδεχόμενο, 200 στρατιώτες υπό την ηγεσία του Παπαντρέα. Ο Δυοβουνιώτης θεωρούσε πως ο Μπεϋράν θα προτιμούσε τα Βασιλικά τόσο για λόγους γοήτρου, όσο και εξαιτίας του γεγονότος ότι το στράτευμα αποτελείτο από ιππείς και άμαξες γεμάτες εφόδια.
Πράγματι, στις 26 Αυγούστου 1821, ο τουρκικός στρατός επιχειρεί να διασχίσει την απόκρημνη διάβαση των Βασιλικών. Εξαιτίας της μεγάλης αριθμητικής υπεροχής του τουρκικού στρατεύματος, οι Έλληνες στράφηκαν εξ’ αρχής στην τακτική της ενέδρας, αφήνοντας τους εχθρούς να προχωρήσουν στα στενά, όπου δε θα διέθεταν τη δυνατότητα να αναπτυχθούν και να παρατάξουν ολόκληρο τον όγκο της δύναμής τους και ύστερα θα τους χτυπούσαν αιφνιδιαστικά. Πιο συγκεκριμένα, Ο Δυοβουνιώτης, στον οποίον και δόθηκε τιμητικά ο τίτλος του αρχηγού της επιχείρησης, κρύφτηκε μαζί με τους άντρες του στο πυκνό δάσος στην είσοδο των στενών. Στην δεξιά πλευρά του εσωτερικού τις διάβασης, τοποθετήθηκαν οι άντρες του Κοντοσόπουλου και του Καλύβα μαζί με Λοκρούς και Δωριείς μαχητές, που είχαν σπεύσει να βοηθήσουν. Στην έξοδο, βρίσκονταν οι δυνάμεις του Γκούρα, του Πανουργιά, αλλά και του Γιώργου Δυοβουνιώτη (γιου του αρχηγού του στρατεύματος). Ρόλος τους ήταν να λειτουργούν ως εφεδρικές μονάδες, συνδράμοντας όπου υπήρχε κάθε φορά ανάγκη και αποτελώντας την κυρίως άμυνα σε περίπτωση που ο αντίπαλος θα έφτανε ως εκεί.
Οι Οθωμανοί είχαν ξεκινήσει τα χαράματα από το στρατόπεδο του Πλατανιά, όπου είχαν αφήσει τα ζώα και τις άμαξές τους, αφού είχε προηγηθεί ο θάνατος του Χατζή Μπεκήρ πασά, γεγονός που θεωρήθηκε ιδιαίτερα κακός οιωνός. Το στενό των Βασιλικών απείχε περίπου μια ώρα, με τον τουρκικό στρατό να παρατάσσει στην εμπροσθοφυλακή τα κανόνια, στη μέση το πεζικό, ενώ πίσω ακολουθούσε το ιππικό. Φτάνοντας στην είσοδο των στενών, επιδόθηκαν σε μια ομοβροντία τουφεκισμών και κανονιοβολισμών, με σκοπό να τρομοκρατήσουν τους αμυνομένους και να αυξήσουν το δικό τους ηθικό. Περνώντας χωρίς να αντιληφθούν τους άντρες του Δυοβουνιώτη, οι Οθωμανοί δέχθηκαν αρχικά επίθεση από τις δυνάμεις του Αντώνη Κοντοσόπουλου και του Πανουργιά από τα δεξιά, με αποτέλεσμα να κυκλωθούν. Ο Μπεϋράν, για να αντιμετωπίσει τη δύσκολη κατάσταση έστειλε 4.000 άντρες να καταδιώξουν τους 400 Έλληνες στα δεξιά της διάβασης. Κατά τη διάρκεια αυτών των συρράξεων, ο Κοντοσόπουλος τραυματίζεται, χωρίς όμως να εγκαταλείψει το πεδίο της μάχης, με τον Γκούρα να αναλαμβάνει πλέον τα ηνία του ελληνικού στρατεύματος.
Η κατάσταση για τους αμυνομένους ήταν οριακή, καθώς η αριθμητική ανισορροπία έγερνε την πλάστιγγα απειλητικά προς την πλευρά των Οθωμανών. Ο Γκούρας οχυρώθηκε σε ένα παλιό ερημοκλήσι, πιθανότατα σε εκείνο του Αγίου Αθανασίου, από όπου και αμυνόταν σθεναρά στις σφοδρές επιθέσεις των αντιπάλων. Ξαφνικά, ακούστηκαν τουφεκιές από τα μετόπισθεν, οι οποίες προέρχονταν από ενισχύσεις 250 Λιβαδιωτών, με αρχηγούς τον Μπούσγο, τον Τριανταφυλλίνα και τον Λάππα. Το ελληνικό στράτευμα άφησε να εννοηθεί ότι από στιγμή σε στιγμή θα κατέφθανε στο πεδίο της μάχης ο Οδυσσέας Ανδρούτσος, με τους Οθωμανούς να τρομοκρατούνται στο άκουσμα και μόνο του σπουδαίο οπλαρχηγού. Ο Γκούρας, εκμεταλλευόμενος τον πανικό που επικράτησε, πέρασε την Ανίβιτσα, πήρε τον Ρούκη και μαζί με τους υπόλοιπους άντρες του βρέθηκε στα νώτα του εχθρού, μέσω ενός αιφνιδιαστικού κυκλωτικού ελιγμού. Στη συνέχεια, αφού ενώθηκε μαζί του και ο Παπαντρέας από τα στενά της Φοντάνας, ο Γκούρας διέταξε γενική επίθεση στον ήδη καταπονημένο από τις επιθέσεις του Δυοβουνιώτη, τουρκικό στρατό. Οι αμυνόμενοι, αφού τους πλευροκόπησαν, στη συνέχεια, τους κύκλωσαν και τους αποδεκάτισαν. Ο Μπεϋράν, απελπισμένος από την τροπή τις μάχης, διέταξε εσπευσμένα την υποχώρηση του στρατού του.
Η μάχη των Βασιλικών εξελίχθηκε σε μια αναμφισβήτητη και ολοκληρωτική νίκη των επαναστατημένων Ελλήνων. Χαρακτηριστικά, ο οθωμανικός στρατός γνώρισε απώλεια 766 αντρών, με 1.500 τραυματίες και άλλους 220 να πιάνονται αιχμάλωτοι. Στις απώλειες συμπεριλαμβανόταν και ο γιος του Μπεϋράν, αλλά και οι αξιωματικοί του, Μουχερδέρ και Σιλιχτάρ αγάς. Ο Μπεϋράν χρεώθηκε ολοκληρωτικά τη στρατιωτική αποτυχία, καθαιρέθηκε από τα καθήκοντά του και εξαφανίστηκε από το προσκήνιο. Από την ελληνική πλευρά, αδιαμφισβήτητα ο Γιάννης Γκούρας διακρίθηκε ως ο πρωταγωνιστής της μάχης, που έμελλε να αλλάξει τον ρου της επανάστασης. Οι ελληνικές δυνάμεις κατόρθωσαν να εμποδίσουν ένα πολυάριθμο στρατιωτικό σώμα να περάσει τη Στερεά και να δώσει τέλος στην πολιορκία της Τριπολιτσάς, η οποία και κατελήφθη επιτυχώς μετά από έναν μήνα. Η νίκη στα Βασιλικά ενίσχυσε τον Αγώνα, αναπτερώνοντας σημαντικά το ηθικό των επαναστατημένων και αποτελώντας μια τρανή απόδειξη ότι η αριθμητική υπεροχή δεν είναι ικανή να προεξοφλήσει το αποτέλεσμα μιας μάχης.
Βιβλιογραφία
- Βακαλόπουλος, Ε. Α. (2005), Νέα Ελληνική Ιστορία: 1204- 1985. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βανιάς.
- Gallant, W. T. (2016), Modern Greece. From the War of Independence to the Present. (Επιμ. Λαμπροπούλου Δ. και Γαρδίκα Κ.) Αθήνα: Εκδόσεις Πεδίο Α.Ε.
- Συλλογικό Έργο (1975) Ιστορία του Ελληνικού Έθνους. Τόμος ΙΒ’. Η ελληνική επανάσταση και η ίδρυση του ελληνικού κράτους. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών Α.Ε.