15.4 C
Athens
Παρασκευή, 22 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΑυστραλία: Η πύλη της Ελληνικής Διασποράς

Αυστραλία: Η πύλη της Ελληνικής Διασποράς


Της Στεφανίας Αρβανιτάκη,

Η ελληνική Διασπορά είναι ένα φαινόμενο που συναντάται από αρχαιοτάτων χρόνων. Αρκετοί ήταν οι λόγοι που ώθησαν τους Έλληνες στην αναζήτηση και εύρεση μιας άλλης μόνιμης κατοικίας, με τους σημαντικότερους να συγκαταλέγονται στο πλαίσιο των οικονομικών, πολιτικών και κοινωνικών φύσεως αιτιών. Ο κοινός παρoνομαστής όλων ήταν η βελτίωση των συνθηκών ζωής. Ο στόχος αυτός έπαψε να φαντάζει ένα απατηλό όνειρο, όταν οι άνθρωποι ταξίδεψαν και εγκαταστάθηκαν στις χώρες υποδοχής, μερικές από τις οποίες είναι οι παρακάτω: Oι Ηνωμένες Πολιτείες Αμερικής, προορισμός στον οποίο ήταν έντονη η διασπορά, κυρίως πριν το ξέσπασμα του Α΄ Παγκοσμίου Πολέμου, και επίσης, χώρες όπως ο Καναδάς, η Γερμανία και η Αυστραλία που επιλέχθηκαν κυρίως μεταπολεμικά. Στο παρόν άρθρο θα γίνει λόγος για τον απόδημο ελληνισμό της Αυστραλίας, ο οποίος έχοντας εθνική συνείδηση και ταυτότητα, επιδίωξε και συνεχίζει να επιδιώκει την επικοινωνία, την ανάπτυξη δεσμών και διατήρηση των σχέσεων με το εθνικό του κέντρο, το οποίο δεν είναι άλλο, από την ίδια την Ελλάδα.

Χάρτης της Αυστραλίας

Η ελληνική μετανάστευση στην Αυστραλία διακρίνεται σε ορισμένες περιόδους, μία εκ των οποίων ονομάζεται εποικιστική και η χρονική της διάρκεια έχει ως αφετηρία το 1870 και η λήξη της τοποθετείται στο έτος 1974. Στην αρχή αυτής της περιόδου ταξίδεψε στα μεγάλα αστικά κέντρα της Αυστραλίας αποκλειστικά ελληνικός πληθυσμός που προερχόταν από τα νησιά του Αιγαίου και Ιονίου. Οι νησιώτες λοιπόν (προερχόμενοι κυρίως από τα Κύθηρα, την Ιθάκη και την Σάμο), εγκαταστάθηκαν στο Σίδνεϊ, στην Πέρθη και την Μελβούρνη, και επιβίωσαν στην ξένη γη ασχολούμενοι με την αλιεία, την καλλιέργεια αμπελιών, τα ορυχεία και τις φυτείες ζαχαροκάλαμου.

Από το 1923/4, όμως, και εξής, η «μεγάλη χώρα του νότου» δέχεται επιπλέον Έλληνες που διέμεναν στην ηπειρωτική Ελλάδα και τη Δυτική Μακεδονία. Μεγάλος αριθμός Ελλήνων από την Κοζάνη, τη Φλώρινα και την Καστοριά εγκαταστάθηκαν στην Αυστραλία, όπως και πρόσφυγες από την Μικρασιατική Καταστροφή. Αργότερα το 1945, ιδρύθηκε το Υπουργείο Μετανάστευσης της Αυστραλίας που διαδραμάτισε καίριο ρόλο στην αύξηση του πληθυσμού της χώρας. Η κυβέρνηση αυτής άσκησε μια πολιτική αποδοχής και θερμού εναγκαλισμού του «ξενιτεμένου» λαού. Μέσω αυτού του εγχειρήματος επιτεύχθηκε η οικονομική της ανάπτυξη. Τα επόμενα χρόνια η μετανάστευση από το ελληνικό έδαφος προς την Αυστραλία κορυφώθηκε, αφού σε αυτό συνετέλεσε και η υπογραφή της μεταναστευτικής συμφωνίας μεταξύ των δύο χωρών, που έλαβε χώρα το 1952.

Σίδνεϊ

Αναπτύσσοντας ένα τέτοιο θέμα, είναι σημαντικό να γίνει λόγος για τις κοινότητες (οι παλαιότερες των οποίων είναι αυτή της Μελβούρνης, της Βικτώριας και του Σίδνεϊ). Οι Έλληνες αισθανόμενοι την ανάγκη της προστασίας της εθνικής τους ταυτότητας, αλλά και της συνδιαλλαγής με ομοεθνείς τους, επιστράτευσαν όλες τις δυνάμεις τους προκειμένου να μείνει αναλλοίωτη η γλώσσα τους, η θρησκεία τους, αλλά και τα έθιμα που μετέφεραν στην χώρα υποδοχής. Στην ουσία επεδίωξαν την ίδρυση μιας εστίας που θα απέρρεε ελληνισμό και θα αναβίωνε την κουλτούρα αυτού σε μια άλλη μακρινή ήπειρο. Η εστία αυτή που δεν είναι άλλη από την ίδια την κοινότητα, με τον χρόνο απέκτησε έναν αρκετά δυναμικό χαρακτήρα, αλλά και μια παράδοση με μια ατέρμονη ιστορία που επιβιώνει μέχρι και σήμερα.

Έλληνες της Αυστραλίας

Οι κοινότητες λοιπόν, μερίμνησαν για την ανέγερση εκπαιδευτικών ιδρυμάτων, ελληνορθόδοξων εκκλησιών (παράδειγμα αποτελεί ο ιερός ναός του Ευαγγελισμού της Θεοτόκου που συγκαταλέγεται στις παλαιότερες εκκλησίες της Μελβούρνης), παιδικών σταθμών, φιλανθρωπικών ιδρυμάτων κλπ. Εκτός των παραπάνω, αξιοσημείωτη είναι και η πολιτιστική δράση που ανέλαβαν, καθώς προέβησαν στην οργάνωση πλήθους εκδηλώσεων (βλ. Φεστιβάλ Αντίποδες) που σχετίζονταν με το θέατρο και τον χορό. Οι πρωτοβουλίες που ανέλαβαν είναι σχεδόν αναρίθμητες, αν συνεκτιμηθεί η πολύτιμη βοήθεια τους στο μεταναστευτικό ρεύμα και στους ανέργους, η διενέργεια εράνων, η πληρωμή των μισθών των ιερέων και εν γένει η υποστηρικτική στάση απέναντι στην Ελλάδα και τους εκπατρισμένους πολίτες. Το έργο που επιτέλεσαν οι κοινότητες είναι αξιομνημόνευτο, καθώς παρήγαγαν ένα κοινωνικό και πολιτισμικό περιβάλλον εντός του οποίου, οι Έλληνες της Διασποράς ένιωθαν την απόσταση να μικραίνει από την αλησμόνητη πατρίδα τους.

Ναός Ευαγγελισμού της Θεοτόκου

Ο ελληνικός πληθυσμός συγκεντρώθηκε σε παραθαλάσσια κέντρα με τα γνωστότερα να είναι η Μελβούρνη (ισχυρό βιομηχανικό κέντρο που θεωρείται Γη της Επαγγελίας, καθώς χαρακτηρίζεται από ένα αξιόλογο σύστημα εκπαίδευσης και υγείας), το Σίδνεϊ (το κέντρο του εμπορίου της χώρας), η Αδελαϊδα και η Πέρθη. Εγκατεστημένοι λοιπόν σε αυτά τα κέντρα, ανελίχθηκαν επαγγελματικά, διακρίθηκαν στον επιχειρηματικό, εμπορικό και βιομηχανικό τομέα και κυριάρχησαν στην αλιεία. Βέβαια, δεν πρέπει να λησμονείται η προσφορά τους στην κοινωνία και την τέχνη της Αυστραλίας, καθώς επιδόθηκαν στην παραγωγή ενός πλούσιου καλλιτεχνικού έργου στον χώρο του θεάτρου, της ζωγραφικής, του κινηματογράφου, της γλυπτικής, της αρχιτεκτονικής και φυσικά της μουσικής και όπερας, την οποία αν εξετάσει κανείς θα αντιληφθεί τον συγκερασμό της ελληνικής πολιτιστικής κληρονομιάς (που δεν έχουν πάψει να ανακαλούν στην μνήμη τους οι Έλληνες της Διασποράς) με στοιχεία της Αυστραλίας. Η ελληνική παρουσία γίνεται αισθητή ακόμα και σε ποδοσφαιρικά σωματεία που φέρουν αρχαία ονόματα όπως, Αθηνά, Απόλλων κλπ.

Μελβούρνη

Ανάγεται λοιπόν το συμπέρασμα, πως με τον χρόνο η ελληνική ομογένεια ωρίμασε στην terra Australis, αναδείχθηκε σε ισχυρή εθνική ομάδα αυτής και κατάφερε να ενταχθεί με ταχύτατο ρυθμό στα κοινωνικά και οικονομικά δρώμενα της χώρας. Ο δυναμικός της ρόλος επηρέασε την εσωτερική και εξωτερική πολιτική της χώρας. Με αυτόν τον τρόπο συνέβαλλε στην ενίσχυση της πολιτικής φωνής του ελληνικού στοιχείου, την οποία αργότερα οι κυβερνήσεις της Ελλάδας και Κύπρου άρχισαν να συμβουλεύονται κυρίως για θέματα που άπτονταν εθνικών ζητημάτων. Επιπρόσθετα, δεν ήταν λίγες οι φορές που το ομογενειακό στοιχείο έχαιρε των επιχορηγήσεων και δωρεών οικονομικά εύρωστων ανθρώπων που αναδείχθηκαν σε μεγάλους ευεργέτες. Παράδειγμα αποτελεί ο Νικόλαος Λουράντος που προέβη σε χρηματοδότηση Ελληνικής έδρας στο Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ.

Πανεπιστήμιο του Σίδνεϊ

Σχετικά με την ελληνική γλώσσα είναι χρήσιμο να επισημανθεί ότι μέχρι και τον 21ο αιώνα διατηρείται από τον απόδημο ελληνισμό, ο οποίος αντιστάθηκε με τόση θέρμη στην εθνογλωσσική αφομοίωση, όση δεν επέδειξε καμία άλλη μεταναστευτική ομάδα της Αυστραλίας. Η μητρική του γλώσσα (η οποία ομιλείται φυσικά σε οικογενειακό περιβάλλον και έχει χρησιμοποιηθεί ως γλώσσα πολιτιστικών εκδηλώσεων, τουρισμού, εμπορίου, τηλεόρασης, Εκκλησίας κλπ) όχι μόνο συνεχίζει να υφίσταται ως ζωντανή γλώσσα, αλλά προωθείται επιπλέον στον κοινωνικό ιστό της χώρας υποδοχής και αποτελεί μια από τις δημοφιλέστερες γλώσσες, μετά τα αγγλικά και τα ιταλικά. Αναμφίβολα, το 1972 είναι ένα έτος ορόσημο, καθώς μαρτυρά την απαρχή ενός διαφορετικού συστήματος διακυβέρνησης της Αυστραλίας, που έμελλε να γεννήσει μια πολυπολιτισμική πολιτική, η οποία έδωσε την δυνατότητα της σύνδεσης των διάφορων εθνικών ομάδων με τον πολιτισμό των πατρογονικών τους εστιών. Στο πλαίσιο αυτό, ευνοήθηκε και η ελληνική, η οποία προσφέρθηκε ως δεύτερη ή ξένη γλώσσα στο εκπαιδευτικό σύστημα της χώρας. Το St John’s Greek Orthodox College αποτελεί ένα από τα ελληνικά σχολεία της Αυστραλίας που διατηρεί μέχρι σήμερα την ελληνική παράδοση και πολιτισμό, αλλά και την ορθοδοξία.

Φτάνοντας στο τέλος, σίγουρα η μετοίκηση των Ελλήνων στην Αυστραλία δεν ήταν εύκολη υπόθεση. Παρόλα αυτά, κατάφεραν να εξασφαλίσουν μια σταθερότητα και ζωτικότητα στον χώρο, αλλά και ανοιχτούς διαύλους επικοινωνίας με το εθνικό τους κέντρο.

Έλληνες της Αυστραλίας είστε αυτοί, που όπως αναφέρει χαρακτηριστικά και το μνημείο του Red Hill της Μελβούρνης «αναγκαστήκατε να εγκαταλείψετε (…) την αθάνατη Ελλάδα». Ωστόσο, «δεν παραμείνατε απλοί μετανάστες, αλλά είστε αυτοί που συνδημιουργήσατε αυτό το κράτος που ονομάζεται Αυστραλία. Η Αυστραλία είναι και δική σας χώρα. Τούτο το ταπεινό μνημείο είναι ένα μικρό δείγμα αναγνώρισης της μεγάλης σας προσφοράς και στις δύο πατρίδες. Θα στέκει εδώ, στον κόκκινο λόφο, αιώνιος φάρος, που θα θυμίζει σε δικούς μας και ξένους, το πέρασμα σας. Αιώνιος φάρος παραδειγματισμού και υπερηφάνειας για τις γενιές που θα ακολουθήσουν».

Μνημείο του Red Hill της Μελβούρνης

ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Anastasios M. Tamis, Greek Migration and Settlement in Oceania, Australia 2009.
  • Anastasios M. Tamis, The History of Hellenes in Australia 1830-1958, Athens 1997.
  • Βουλή των Ελλήνων, Οι Έλληνες στη Διασπορά 15ος-21ος αι., Αθήνα 2006.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Στεφανία Αρβανιτάκη
Στεφανία Αρβανιτάκη
Γεννημένη το 1997 στη Θεσσαλονίκη. Προπτυχιακή φοιτήτρια του τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας της Φιλοσοφικής Σχολής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου με κατεύθυνση Ιστορίας. Έχει επιλέξει να ασχοληθεί με Βυζαντινές σπουδές και ξενάγηση. Τα τελευταία χρόνια ασχολήθηκε με το Θέατρο και συμμετείχε σε διαγωνισμούς εκφραστικής ανάγνωσης στους οποίους και διακρίθηκε. Στόχος της να χρησιμοποιήσει το Θέατρο ως μέσο διδασκαλίας της Ιστορίας.