Του Δημήτρη Τριανταφύλλου,
Χωρις αμφιβολία, οι άμεσες ξένες επενδύσεις αποτελούν αναπόσπαστο κομμάτι ενός ανοικτού και αποτελεσματικού διεθνούς οικονομικού συστήματος και τον κυρίαρχο καταλύτη ανάπτυξης των οικονομιών. Ωστόσο, τα οφέλη από τις άμεσες ξένες επενδύσεις δεν προκύπτουν αυτόματα και ούτε σε όλες τις χώρες, τους τομείς της οικονομίας και τις τοπικές κοινωνίες. Οι πολιτικές των εκάστοτε εθνικών κυβερνήσεων και το διεθνές επενδυτικό περιβάλλον έχουν μεγάλη σημασία στην προσέλκυση επενδύσεων και στην αποκόμιση των θετικών επιδράσεων τους.
Με δεδομένα, λοιπόν, την κατάλληλη πολιτική στη χώρα υποδοχής και ένα βασικό επίπεδο ανάπτυξης, οι άμεσες ξένες επενδύσεις πυροδοτούν δευτερογενείς επιδράσεις τεχνολογίας, βοηθούν στη βελτίωση του ανθρώπινου δυναμικού, συμβάλλουν στη διεθνή εμπορική ενοποίηση, δημιουργούν ένα ανταγωνιστικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις και ενισχύουν την ανάπτυξη τους. Όλα αυτά οδηγούν σε μια υψηλότερη οικονομική ανάπτυξη, η οποία με τη σειρά της αποτελεί βασικό εργαλείο καταπολέμησης της φτώχειας. Επίσης, πέρα από τις αμιγώς οικονομικές επιδράσεις, οι άμεσες ξένες επενδύσεις βοηθούν στη βελτίωση των κοινωνικών συνθηκών και την προστασία του περιβάλλοντος οδηγώντας σε πιο κοινωνικά υπεύθυνες εταιρικές πολιτικές και εισάγοντας νέες τεχνολογίες φιλικές προς το περιβάλλον, αντίστοιχα.
Στις λιγότερο ανεπτυγμένες οικονομίες, οι άμεσες ξένες επενδύσεις φαίνεται να έχουν μικρότερο θετικό αποτέλεσμα στην μεγέθυνσή τους, το οποίο αποδίδεται στην ύπαρξη ορίων σχετικά με τις εξωτερικότητες που μπορεί να απορροφήσει μια τέτοια οικονομία. Αυτό συμβαίνει γιατί οι χώρες αυτές χρειάζεται εκ των προτέρων να έχουν φτάσει σε ένα συγκεκριμένο ποσοστό ανάπτυξης σε επίπεδο εκπαίδευσης και μόρφωσης, τεχνολογίας και δομών ώστε να επωφεληθούν πλήρως από τις άμεσες ξένες επενδύσεις. Μια ατελής και υποανάπτυκτη χρηματοοικονομική αγορά, επίσης, εμποδίζει την πλήρη απορρόφηση της ωφελιμότητας που προκύπτει από τις επενδύσεις.
Καθώς οι χώρες αναπτύσσονται και προσεγγίζουν ένα πιο βιομηχανοποιημένο καθεστώς, οι εισροές άμεσων ξένων επενδύσεων συμβάλλουν στην περαιτέρω ενσωμάτωσή τους στην παγκόσμια οικονομία μέσω της ενίσχυσης των ξένων εμπορικών ροών. Φυσικά και άλλοι παράγοντες βρίσκονται στο προσκήνιο, όπως η ανάπτυξη και ενδυνάμωση των διεθνών δικτύων και σχέσεων των εμπλεκόμενων επιχειρήσεων και η αυξανόμενη σημασία και ρόλος των ξένων θυγατρικών στις στρατηγικές των πολυεθνικών για τη διανομή, τις πωλήσεις και τη διαφήμιση των προϊόντων τους.
Η μεταφορά τεχνολογίας αναγνωρίζεται ως το σημαντικότερο στοιχείο μέσω του οποίου η παρουσία μιας ξένης επιχείρησης, μπορεί να προκαλέσει θετικές επιδράσεις στην ανάπτυξη της οικονομίας της χώρας υποδοχής. Επιπλέον, οι άμεσες ξένες επενδύσεις έχουν τη δυνατότητα να ενισχύουν την ανάπτυξη των επιχειρήσεων στις χώρες υποδοχής. Το άμεσο αποτέλεσμα στις επιχειρήσεις-στόχους περιλαμβάνει την επίτευξη σημαντικών συνεργασιών μεταξύ των επιχειρήσεων που εμπλέκονται, την αύξηση της αποτελεσματικότητας και την μείωση του κόστους καθώς και την ανάπτυξη νέων δραστηριοτήτων. Για αυτό, μεγαλύτερα σημάδια ανάκαμψης παρουσιάζουν κλάδοι με οικονομίες κλίμακας.
Η βασική επίδραση των άμεσων ξένων επενδύσεων στο ανθρώπινο κεφάλαιο στις ανεπτυγμένες χώρες είναι έμμεση, καθώς δεν προέρχεται απευθείας από τις προσπάθειες των πολυεθνικών, αλλά περισσότερο από τις πολιτικές των κυβερνήσεων, που προσπαθούν να προσελκύσουν επενδύσεις μέσω ενός βελτιωμένου και ενισχυμένου ανθρώπινου κεφαλαίου. Από τη στιγμή που κάποια άτομα προσλαμβάνονται από πολυεθνικές, το ανθρώπινο κεφάλαιο μπορεί να ενισχυθεί μέσω της εκπαίδευσης και της εκμάθησης πάνω στη δουλειά. Φυσικά, πολύ σημαντικότερο είναι το γενικό μορφωτικό επίπεδο του πληθυσμού μιας χώρας, με το κομμάτι εκπαίδευσης που προέρχεται από τις πολυεθνικές να λειτουργεί συμπληρωματικά.
Ωστόσο, υπάρχουν και απόψεις που τίθενται κατά των άμεσων ξένων επενδύσεων και, πιο συγκεκριμένα, κατά των διεθνών συγχωνεύσεων και εξαγορών καθώς πολλοί υποστηρίζουν ότι χάνονται θέσεις εργασίας. Ένα, ακόμα, πρόβλημα που επισημαίνουν είναι ότι ιδιαίτερα η ιδιωτικοποίηση επιχειρήσεων κοινής ωφέλειας συχνά οδηγεί τις ξένες πολυεθνικές στο να απολαμβάνουν μονοπώλιο, τουλάχιστον στο εσωτερικό της χώρας υποδοχής. Η καλύτερη στρατηγική κατά αυτού του φαινομένου είναι η ιδιωτικοποίηση αυτών των επιχειρήσεων αλλά με ταυτόχρονο άνοιγμα των αγορών σε υψηλότερο ανταγωνισμό.
Τα συμπεράσματα είναι σχετικά απλά. Για να επωφεληθεί μια χώρα πλήρως από την παρουσία ξένων επιχειρήσεων, θα πρέπει να παρέχει ένα υγιές με προοπτικές περιβάλλον που ενθαρρύνει τις άμεσες ξένες επενδύσεις, δίνει κίνητρα για καινοτομία και βελτίωση των δεξιοτήτων και τέλος συμβάλλει σε ένα ανταγωνιστικό επιχειρηματικό περιβάλλον.