Της Μαρίας Μαλανδράκη,
Ελάχιστοι είναι εκείνοι που δεν έχουν ακουστά το όνομα του άπιαστου Έλληνα καταζητούμενου, ο οποίος κατάφερε να αποδράσει από τις ελληνικές φυλακές έως και τέσσερις φορές, με τις τελευταίες δύο να θυμίζουν σκηνή από κινηματογραφική ταινία, αφού κατάφερε να αποδράσει με ελικόπτερο. Ο λεγόμενος «Ρομπέν των φτωχών» -προσωνύμιο που απέκτησε, αφού καθόλη τη διάρκεια της δράσης του πολλά από τα χρήματα που απέσπασε τα μοίραζε σε άτομα και οικογένειες που τα είχαν ανάγκη, ζώντας στο όριο της φτώχειας- παρέδωσε το 2019, τη δική του αλήθεια σχετικά με τη ζωή και τη δράση του στο βιβλίο του «Μία φυσιολογική ζωή-Δράσεις και αποδράσεις ενός επικηρυγμένου» από τις εκδόσεις των Συναδέλφων.
Ο συγγραφέας
Γεννημένος το 1966 στο Μοσχόφυτο Τρικάλων, ο Βασίλης Παλαιοκώστας μαζί με τον αδελφό του, Νίκο, απασχόλησαν για πρώτη φορά τις ελληνικές αρχές το 1986, όταν οδηγήθηκαν στην ελληνική δικαιοσύνη για κλοπές και ληστείες κοσμηματοπωλείων. Τα επόμενα χρόνια θα ακολουθήσουν ληστείες σε τράπεζες κυρίως στον επαρχιακό ελληνικό χώρο, με τη μεγαλύτερη να λαμβάνει χώρα το 1992 στην Εθνική Τράπεζα της Καλαμπάκας απ’ την οποία απέσπασαν 125.000.000 δραχμές. Το 1995 θα απαγάγουν τον επιχειρηματία Αλέξανδρο Χαΐτογλου για λύτρα και θα τον αφήσουν ελεύθερο έπειτα από 4 μέρες ομηρίας. Αργότερα, το 2000, ο Βασίλης Παλαιοκώστας θα καταδικαστεί για αυτή την απαγωγή σε 25 χρόνια φυλάκισης, αλλά το 2006 θα κάνει την πρώτη απόδραση από τις φυλακές Κορυδαλλού με ελικόπτερο. Ελεύθερος πλέον, το 2008 οργανώνει και πραγματοποιεί την απαγωγή του επιχειρηματία Γιώργου Μυλωνά, προέδρου του συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος, μια απαγωγή η οποία θα οδηγήσει στη σύλληψή του και έπειτα ξανά στην απόδρασή του από τις φυλακές Κορυδαλλού το 2009, η οποία θα γίνει για ακόμη μια φορά με ελικόπτερο. Σήμερα, παραμένει καταζητούμενος, ενώ η Interpol τον έχει επικηρύξει για 1.000.000 ευρώ.
Το βιβλίο
Το βιβλίο του «Μία φυσιολογική ζωή» αποτελεί ένα είδος αυτοβιογραφίας, στο οποίο περιγράφονται μέσα από τη δική του μεριά τα χρόνια της δράσης του στον κόσμο των παρανόμων και των εγκληματιών -υποκείμενα που ο συγγραφέας διακρίνει σύμφωνα με την ηθική υπόσταση της δράσης τους-, η διαβίωσή του στις ελληνικές φυλακές, καθώς και οι αποδράσεις του.
Σε όλο το πνευματικό του πόνημα μπορεί να διακρίνει κανείς μια διττότητα στον χαρακτήρα της γραφής του και κατ’ επέκταση της ψυχοσύνθεσής του. Απ’ τη μία, ο πεζός, άμεσος και καθημερινός λόγος του εξιστορεί τα γεγονότα με γρήγορη ροή, ωθώντας τον αναγνώστη να γυρνάει συνεχώς τις σελίδες, περιμένοντας με αγωνία τη συνέχεια. Την ίδια στιγμή, όμως, όλο το κείμενο διέπεται από έναν ορμητικό ρομαντισμό που αμφισβητεί τη δεδομένη τάξη πραγμάτων ενός κοινωνικοπολιτικού μοντέλου που πάσχει από διαφθορά -αποκρυσταλλωμένες μορφές της οποίας ο συγγραφέας συναντάει τόσο στο σωφρονιστικό όσο και στο δικαστικό σύστημα απονομής δικαιοσύνης- και παράγει δίχως έλεος την ανισότητα σε όλο το κοινωνικό, οικονομικό και πολιτικό φάσμα.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Παλαιοκώστας προτάσσει μια ρουσσωική αντίληψη της ελευθερίας του ατόμου, το οποίο απαλλαγμένο από την κοινωνική σφαίρα και την ασφυκτική της οργάνωση είναι πραγματικά ελεύθερο, αφού απόλυτα αυτόνομο-ανεξάρτητο υπάρχει στην πιο αγνή, φυσική και κατ’ επέκταση φυσιολογική μορφή του. Εξού και ο τίτλος «Μία φυσιολογική ζωή». Παράλληλα, ο ίδιος δεν διστάζει να εκθέσει τη δική του κοσμοθεωρία, σύμφωνα με την οποία ενήργησε και δεν εδράζεται μονάχα στην προαναφερθείσα ιδέα περί της γνήσιας ελευθερίας του ατόμου, αλλά και σε ψήγματα αναρχικής/ λησταρχικής ιδεολογίας.
Καθ’ όλη την αφήγησή του ψέγει ιδιαίτερα τόσο την ίδια τη μορφή του υπάρχοντος συστήματος απονομής δικαιοσύνης και πολιτικής οργάνωσης όσο και τη διαφθορά στους κόλπους τους, η οποία καθιστά τον ρόλο τους ακόμη πιο διαστρεβλωτικό απ’ ό,τι ήδη είναι, φτάνοντας τελικά στην εγκαθίδρυση ενός μεταμφιεσμένου φασισμού.
[…] Σε μια δημοκρατία που επικαλείται το σύνταγμα αλλά το χρησιμοποιεί ως όπλο καταστολής με τους ίδιους όρους και τα κίνητρα μιας χούντας και που τα προβλήματα της κοινωνίας επιλύονται με τον μπαλτά του υπερσυντηρητικού διεφθαρμένου δικαστή και τον βούρδουλα των σαδιστικών κατασταλτικών μηχανισμών, ο καθαυτός φασισμός δεν είναι προ των πυλών αλλά εντός, γιατί ποτέ δεν βγήκε![…]
[…]Οι ευθύνες τεράστιες για τη διατήρηση, την εκτροφή και την γιγάντωση του νεοφασισμού. Πρωτίστως όλων όσων διαχειρίστηκαν το πολιτικό τοπίο από τη χούντα μέχρι σήμερα. Είναι οι ίδιοι που παραγκωνίζουν το φαινόμενό του με το ίδιο όπλο: τον δικό τους συνταγματικό φασισμό. Στρατιωτικούς νόμους οι συνταγματάρχες; Αντιτρομοκρατικούς οι δημοκρατικοί! ΕΑΤ-ΕΣΑ, στρατονομία οι χουντικοί; ΜΑΤ, ΕΚΑΜ, ΔΕΛΤΑ, ΔΙΑΣ, ΟΠΚΕ, αντιτρομοκρατική η απάντηση των δημοκρατικών! Ξερονήσια, Γιάρο, Μακρόνησο η χούντα; Φυλακές υψίστης ασφαλείας, Μαλανδρίνο, Δομοκό, Γρεβενά, Νιγρίτα η δημοκρατία! Πολυτεχνείο η χούντα; Κορκονέα, ζαρντινιέρες, σακατεμένους ληστές Βελβεντού, βασανισμός μέχρι θανάτου κρατουμένων, Κουμή, Κανελλοπούλου, Καλτεζά η δημοκρατία.[…] Όλα αυτά με τα ίδια επιχειρήματα και τον ίδιο στόχο: την τάξη και την ασφάλεια για την περιφρούρηση της δημοκρατίας![…]
Μάλιστα τη θέση του σχετικά με αυτό τον φασισμό θεμελιώνει σε προσωπικά βιώματα καταπάτησης θεμελιωδών όχι μόνο συνταγματικών, αλλά και ανθρωπίνων δικαιωμάτων των φυλακισμένων από τους σωφρονιστικούς υπαλλήλους εντός των φυλακών.
[…]Αίματα! Στα πατώματα, τους τοίχους, τις πόρτες, τις βρώμικες κουβέρτες, παντού. Πρησμένα παραμορφωμένα πρόσωπα γεμάτα από αιματώματα από βαριές κακώσεις. Βασανισμένα κορμιά κουλουριασμένα σε κουβέρτες για εβδομάδες, να μην μπορούν να πάνε ούτε για την προσωπική τους ανάγκη. Στοιβαγμένες εγκαταλελειμμένες ψυχές σε θαλάμους, σε κελιά, σε κρατητήρια. Να μεταφέρονται σε κλούβες χειρότερα και από ζώα, χωρίς μέλλον και χωρίς ελπίδα. Σκληρός ο νομοθέτης κι απάνθρωπος ο δικαστής. Πιστοί κι οι δύο ότι η ελπίδα του ανθρώπου δεν μπορεί να ανθίσει δίχως πόνο και φόβο στην ψυχή του, κραδαίναν τον αστραφτερό, ψυχρό και ατσάλινο πέλεκυ του δικαίου πάνω απο τα κεφάλια τους, με ηδονή που σε κάνει να αποστρέφεσαι τον ανθρώπινο πολιτισμό και τα επιτεύγματά του.[…]
Φτάνοντας στο τέλος της εξιστόρησής του, ο Παλαιοκώστας αφήνει στην κρίση του αναγνώστη τόσο την αληθότητα των λεγομένων του όσο και τον γνήσιο προσδιορισμό εννοιών, όπως η ηθική, η δικαιοσύνη, η βία, και ο νόμος, γεγονός που καθιστά το βιβλίο του διαχρονικό και άξιο ανάγνωσης. Σε μια κοινωνία που η έννοια της δημοκρατίας ανασυγκροτείται συνεχώς, καταλήγοντας να περικλείει διαφορετικές αποχρώσεις ανάλογα με την ανάγνωσή της, ίσως ο λόγος ενός πρώην κρατούμενου να αξίζει μια προσοχή προς χάριν ισορροπίας των αναγνώσεων.