8.3 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΗ αιματηρή εμπλοκή της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν

Η αιματηρή εμπλοκή της ΕΣΣΔ στο Αφγανιστάν


Του Εμμανουήλ Προκάκη,

Ο Σοβιετικό-αφγανικός πόλεμος (1979-1989) αποτελεί έναν από τους σημαντικούς πολέμους του δεύτερου μισού του 20ου αιώνα. Έλαβε χώρα κοντά στο τέλος της ιστορίας της ΕΣΣΔ, στο οποίο, σε κάποιον ελάχιστο βαθμό, συνέβαλε. Συνίσταται στην παροχή στρατιωτικής αρωγής από τη Σοβιετική Ένωση στο καθεστώς της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν προς επίρρωση της εξουσίας του τελευταίου επί της αφγανικής κοινωνίας.

Οι διπλωματικές σχέσεις ΕΣΣΔ-Αφγανιστάν έβαιναν καλώς από το 1919 (οπότε το Αφγανιστάν διακήρυξε την ανεξαρτησία του) και έπειτα, καθώς η Σοβιετική Ένωση αποτέλεσε την πρώτη χώρα που αναγνώρισε την κυριαρχία του. Το 1921 και το 1931, οι δύο όμορες χώρες σύνηψαν συνθήκες φιλίας, ουδετερότητας και μη επίθεσης. Τον Απρίλιο του 1978, το Λαϊκό Δημοκρατικό Κόμμα του Αφγανιστάν, μετά από ένα επιτυχές πραξικόπημα, κατέλαβε την εξουσία, με τον Μ. Ταρακί να αναλαμβάνει τη θέση του προέδρου της Λαϊκής Δημοκρατίας του Αφγανιστάν και τον Μπ. Καρμάλ να αποκτά τη θέση του αντιπροέδρου. Η νέα κυβέρνηση επιδόθηκε σε ριζικές μεταρρυθμίσεις, τις οποίες η συντηρητική κοινωνία του Αφγανιστάν δεν δέχθηκε με μεγάλο ενθουσιασμό. Όσοι αντιστέκονταν στις κυβερνητικές μεταρρυθμίσεις, στο πλαίσιο ενός αισθήματος απειλής και καταπίεσης, συνασπίστηκαν γύρω από το φονταμενταλιστικό ισλάμ. Όπως γίνεται αντιληπτό, η χώρα είχε περιέλθει σε κατάσταση εμφυλίου πολέμου.

Το Δεκέμβριο του 1978, το Αφγανιστάν σύνηψε Συνθήκη φιλίας, καλής γειτονίας και συνεργασίας με τη Σοβιετική Ένωση. Η παραπάνω συνθήκη επέτρεπε στην αφγανική ηγεσία να ζητήσει στρατιωτική βοήθεια από τη Μόσχα για την ενίσχυση της εξουσίας του καθεστώτος και για την αποτελεσματικότερη αντιμετώπιση των Μουτζαχεντίν. Μετά τα διαδοχικά αιτήματα της αφγανικής κυβέρνησης, η ΕΣΣΔ αποφάσισε την αποστολή της 40ης στρατιάς την 12η Δεκεμβρίου 1979. Αποσκοπούσε στη στήριξη του φιλοσοβιετικού καθεστώτος με την παράλληλη καταστολή των μαχητών της πίστης και την εξασφάλιση της παραμονής του Αφγανιστάν στη σοβιετική σφαίρα επιρροής. Η επέμβαση της ΕΣΣΔ δεν μπορεί να χαρακτηριστεί ιμπεριαλιστική με την επιστημονική έννοια του όρου. Σύμφωνα με τον Morgenthau, στο πλαίσιο των διεθνών σχέσεων, ιμπεριαλιστική μπορεί να χαρακτηριστεί οποιαδήποτε εξωτερική πολιτική στοχεύει στην ανατροπή του status quo. Η σοβιετική εισβολή, στην παρούσα περίπτωση, επιχειρεί τη προάσπιση ενός status quo, που συμπίπτει με τη διατήρηση του Αφγανιστάν εντός της σφαίρας επιρροής της. Χρησιμοποιώντας, λοιπόν, τον όρο «ιμπεριαλιστικός» με την επιστημονική και όχι την δημοσιογραφική-πολιτική έννοια του όρου, η εισβολή από την ΕΣΣΔ δεν δύναται να χαρακτηριστεί έτσι.

Ο εμφύλιος πόλεμος συνεχίστηκε για αρκετά χρόνια, με τη Σοβιετική Ένωση να παραμένει στο πλευρό της αφγανικής κυβέρνησης μέχρι το 1989. Οι Μουντζαχεντίν επιδόθηκαν σε ανταρτοπόλεμο προκαλώντας φθορά στις κυβερνητικές και σοβιετικές δυνάμεις, καθώς δεν δίστασαν να αξιοποιήσουν το πλεονέκτημα του ορεινού εδάφους, που απαρτίζει το 80% της επικράτειας του Αφγανιστάν. Οι αντιστασιακές δυνάμεις, επίσης, τύχαιναν της υποστήριξης των Η.Π.Α. και άλλων μουσουλμανικών κρατών. Με την πάροδο του χρόνου, συσσωρεύτηκαν σημαντικές απώλειες για τους Σοβιετικούς, οι οποίοι δεν ήταν κατάλληλα εκπαιδευμένοι τόσο για την αντιμετώπιση του διεξαγομένου εναντίον αυτών ανταρτοπολέμου, όσο και για την επιχειρησιακή δράση σε ορεινό έδαφος-πεδίο διεξαγωγής των μαχών. Η αδυναμία της 40ης στρατιάς να κάμψει την αντίσταση των Μουτζαχεντίν οδήγησε σε μία υποχώρηση-ήττα για την υπερδύναμη.

Σε αυτό το πλαίσιο, θα ήταν έγκλημα να μην αναφερθούν οι αμέτρητοι άμαχοι, που αποτέλεσαν θύματα των κυβερνητικών-σοβιετικών δυνάμεων. Ο πόλεμος και οι χωρίς διακρίσεις διώξεις προκάλεσαν τη φυγή περισσοτέρων από 6.000.000 Αφγανών προσφύγων στο Πακιστάν και το Ιράν μέχρι τις αρχές της δεκαετίας του 1990.

Ο Σοβιετικό-αφγανικός πόλεμος, σαφώς, αποτέλεσε έναν πόλεμο διά αντιπροσώπων των δύο υπερδυνάμεων (όπως ήταν ο πόλεμος της Κορέας ή ο πόλεμος του Βιετνάμ), με την αφγανική κυβέρνηση να υποστηρίζεται από τους Ρώσους και τους Μουτζαχεντίν να υποστηρίζονται από τις Η.Π.Α. Πολλές φορές, ο παρών πόλεμος συνηθίζεται να αποκαλείται το «Βιετνάμ της ΕΣΣΔ», με την έννοια ότι διήρκεσε περισσότερο από όσο έπρεπε και σήμανε την ήττα μίας υπερδύναμης, που γνώρισε σημαντικές απώλειες. Ο G. Fremont-Barnes, καθηγητής σύγχρονης ιστορίας στο Πανεπιστήμιο της Οξφόρδης, υποστηρίζει ότι είναι λάθος να αποκαλείται «Βιετνάμ της ΕΣΣΔ», καθώς οι σοβιετικές δυνάμεις, που ενεπλάκησαν στη σύγκρουση, απέχουν παρασάγγες ως προς το μέγεθος των αμερικανικών δυνάμεων, που συμμετείχαν στον πόλεμο του Βιετνάμ. Το μέγεθος της εμπλοκής στον εμφύλιο πόλεμο του Αφγανιστάν είναι σημαντικά μικρότερο, διότι η Σοβιετική Ένωση παρέταξε μόνο μία στρατιά και κατά μέσο όρο είχε δεσμευμένους 118.000 στρατιώτες για τον πόλεμο του Αφγανιστάν.

Αναμφισβήτητα, όμως, η σχετικά περιορισμένη στρατιωτική παρουσία της ΕΣΣΔ, σε συνδυασμό με την ακατάλληλη προετοιμασία της, κατέστησαν δύσκολη, έως αδύνατη, την επίτευξη καθοριστικής νίκης και παρέσυραν τη Σοβιετική Ένωση σε έναν μακροχρόνιο πόλεμο φθοράς με τους Μουτζαχεντίν.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Fremont-Barnes G. (2012), The Soviet–Afghan War 1979–89, Oxford: Osprey Publishing, p7-17 p86-91
  • Grau L., Gress M. (2002), The Soviet-Afghan War How a Superpower Fought and Lost, USA: University Press of Kansas, p1-14
  • Morgenthau H. (2018), Η ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΜΕΤΑΞΥ ΤΩΝ ΕΘΝΩΝ-Ο αγώνας για ισχύ και ειρήνη, Αθήνα: Εκδόσεις ΠΟΙΟΤΗΤΑ, σελ. 111-115

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Εμμανουήλ Προκάκης
Εμμανουήλ Προκάκης
Γεννηθείς το 2000 στον Πειραιά, είναι τριτοετής φοιτητής του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών του Πανεπιστημίου Πειραιώς. Στα ακαδημαϊκά του ενδιαφέροντα εντάσσονται τα οικονομικά θέματα και η στρατηγική. Κατέχει πολύ καλή γνώση της Αγγλικής και της Κινεζικής γλώσσας και είναι λάτρης της ιστορίας και της κλασσικής μουσικής. Στον ελεύθερο χρόνο του ασχολείται με τον προγραμματισμό και τη γυμναστική.