Του Κωνσταντίνου-Ειρηναίου Σταμούλη,
Ο παγκόσμιος αθλητισμός, από το απόγευμα της 25ης Νοεμβρίου 2020, είναι πιο φτωχός. Ο σπουδαίος Ντιέγκο Αρμάντο Μαραντόνα δεν είναι πια μαζί μας. Το «Χρυσό παιδί» του Αργεντίνικου ποδοσφαίρου πέθανε σε ηλικία, μόλις, 60 ετών, ύστερα από ανακοπή καρδιάς. Είχε, μάλιστα, υποβληθεί, πριν από λίγες μέρες, σε χειρουργική επέμβαση στον εγκέφαλο, για την αφαίρεση αιματώματος και ο γιατρός, που είχε κάνει την επέμβαση, είχε ξεκαθαρίσει πως όλα είχαν πάει καλά. Οκτώ μέρες μετά την επέμβαση, πήρε εξιτήριο από το νοσοκομείο. Η αναπάντεχη είδηση του θανάτου του κορυφαίου ποδοσφαιριστή όλων των εποχών σκόρπισε τη θλίψη σε όλα τα γεωγραφικά πλάτη και μήκη της γης και έδωσε ένα ηχηρό χτύπημα στο σώμα του παγκόσμιου αθλητισμού.
Ο Ντιέγκο Μαραντόνα από σήμερα περνάει στην ιστορία. Περνάει στις μνήμες μας και αποτυπώνεται ως κομμάτι των μελλοντικών ιστοριών, που θα διηγούμαστε στις επόμενες γενιές. Όπως μας τις διηγήθηκαν και εμάς οι γονείς και οι παππούδες μας, όπως τις είδαμε να εκτυλίσσονται μπροστά στα μάτια μας μέσα από πληθώρα οπτικοακουστικού υλικού της εποχής.
Η ιστορία ξεκίνησε να γράφεται στις 30 Οκτωβρίου 1960 στο Λανούς του Μπουένος Άιρες, όταν ο Ντιέγκο Μαραντόνα γεννήθηκε. Μεγαλωμένος στη παραγκούπολη Βίλα Φιορίτο, έδειξε από νωρίς την αγάπη του για το ποδόσφαιρο. Το διήγημα ενός προοικονομημένου μύθου είχε ήδη αρχίσει να γράφεται. Ξεκίνησε την καριέρα του στην Αρχεντίνος Τζούνιορ. Σε ηλικία 15 ετών, έκανε το ντεμπούτο του με την εθνική Αργεντινής και έγινε ο νεότερος παίκτης που αγωνίστηκε με τα χρώματα της «Αλμπισελέστε». Έπειτα, έπαιξε στην αγαπημένη του Μπόκα Τζούνιορς και εν συνεχεία πέρασε στην άλλη μεριά του Ατλαντικού, στην Ευρώπη. Στη γηραιά ήπειρο, ο Μαραντόνα ήρθε για την Μπαρτσελόνα, της οποίας τη φανέλα φόρεσε από το 1982 έως το 1984. Και μετά…, μετά ήρθε η εκτόξευση. Ο Μαραντόνα μετακινήθηκε στη Νάπολι, η οποία είχε μόλις πετύχει το θαύμα, να υπογράψει με τον πιο ακριβό ποδοσφαιριστή της εποχής. «Θέλω να γίνω το είδωλο των φτωχών παιδιών της Νάπολι, επειδή αυτά είναι όπως ήμουν εγώ στο Μπουένος Άιρες», δήλωσε στην επίσημη παρουσίασή του. Η μετακίνησή του στην ιταλική πόλη αποτέλεσε σημείο αναφοράς για την καριέρα του, καθώς εξελίχθηκε στον πιο εμβληματικό ποδοσφαιριστή της ομάδας. Με τη φανέλα της Νάπολι, ο Μαραντόνα πέτυχε 115 γκολ σε 259 αγώνες και θεμελίωσε τον μύθο του. Το μικρό του ανάστημα, μόλις 1,65 μέτρα, δεν τον εμπόδισε να μετατρέψει τις ικανότητές του σε τέχνη και να συμπαρασύρει μαζί του ολόκληρο το άθλημα. Ο Ντιέγκο Μαραντόνα έκλεισε την καριέρα του στην ομάδα της καρδιάς του, την Μπόκα Τζούνιορς, το 1997.
Ο «Ντιεγκίτο» εξελίχθηκε πολύ γρήγορα σε παίκτη-σύμβολο για την Εθνική ομάδα της Αργεντινής. Φορώντας τη φανέλα με το εθνόσημο στην καρδιά, συμμετείχε σε τέσσερα Παγκόσμια Κύπελλα, συμπεριλαμβανομένου του Παγκοσμίου Κυπέλλου του 1986 στο Μεξικό, που η σπουδαία προσωπικότητα και ο ηγετικός χαρακτήρας του οδήγησαν την Αργεντινή στην κατάκτηση του τροπαίου, με νίκη επί της Δυτικής Γερμανίας στον τελικό. Επίσης, κέρδισε τη Χρυσή μπάλα ως ο καλύτερος παίκτης της διοργάνωσης. Μα, στις μνήμες όλων μας, εκτός, φυσικά, από την κατάκτηση του τροπαίου, έχει ανεξίτηλα χαραχτεί ο προημιτελικός της διοργάνωσης ανάμεσα σε Αργεντινή και Αγγλία. Στον αγώνα εκείνο, που η Αργεντινή επικράτησε με 2-1 σκορ, ο Ντιέγκο Μαραντόνα πέτυχε και τα δύο γκολ για την «Αλμπισελέστε». Οι αριθμοί, όμως, όσο σαφείς και αν είναι, δεν επαρκούν, για να περιγράψουν τη συνεισφορά του Μαραντόνα. Και αυτό διότι ο Αργεντίνος σημείωσε το πρώτο γκολ με χέρι, το οποίο ποτέ δεν καταλογίστηκε ως αντικανονικό. Αντιθέτως, μάλιστα, έμεινε στην ιστορία με την έκφραση «το χέρι του θεού». Και όχι άδικα. Στην πατρίδα του, άλλωστε, λατρεύονταν σαν κάτι παραπάνω από απλός θνητός. Τον λόγο μπορεί εύκολα να τον κατανοήσει κανείς βλέποντας τον τρόπο που ο Ντιέγκο πέτυχε το δεύτερο γκολ της ομάδας του στον αγώνα εκείνο. Μια απλόχερη εκδήλωση των ασύλληπτων ικανοτήτων του ήταν αρκετή, προκειμένου να αφήσει άφωνη την παγκόσμια ποδοσφαιρική κοινότητα και να δώσει την πρόκριση στην ομάδα της πατρίδας του. Το γκολ αυτό, μάλιστα, καταγράφηκε ως το «Γκολ του αιώνα» από τους ψηφοφόρους της FIFA το 2002. Ως προπονητής, αργότερα, ο Μαραντόνα ανέλαβε την τεχνική ηγεσία της Αργεντινής στο Παγκόσμιο Κύπελλο του 2010, όταν και είχε βρεθεί και απέναντι στην εθνική μας ομάδα.
Το ποδοσφαιρικό αυτό είδωλο, όμως, δεν κατάφερε να μείνει μακριά από τις άσχημες συνήθειες. Ομολόγησε την εξάρτησή του από τις ναρκωτικές ουσίες στην αυτοβιογραφία του με τίτλο “Yo soy el Diego” (Εγώ, ο Ντιέγκο), η οποία εκδόθηκε τον Σεπτέμβριο του 2000. Αφού «κρέμασε τα παπούτσια του», δεν απέφυγε να οδηγηθεί σε μεγάλη αύξηση του σωματικού του βάρους. Κρίθηκαν, μάλιστα, απαραίτητες δύο επεμβάσεις γαστρικής παράκαμψης, για να διατηρηθεί το βάρος του σε φυσιολογικά πλαίσια.
Αναφορικά με την προσωπική του ζωή, ο Μαραντόνα είχε παντρευτεί το 1989 την Κλαούντια μετά από μακροχρόνια σχέση, με την οποία χώρισε στη συνέχεια, έχοντας, όμως, αποκτήσει δύο κόρες. Το 2016 αναγνώρισε τον εξώγαμο γιο του, που απέκτησε στη Ιταλία, και αργότερα και άλλα παιδιά εκτός έγγαμου βίου.
Ο Μαραντόνα ήταν αυτό που η Αργεντινή είχε απεγνωσμένα ανάγκη. Ένα είδωλο, που θα έδινε διέξοδο στον λαό από τις συλλογικές απογοητεύσεις, σε μια χώρα που ταλαιπωρήθηκε από δικτατορίες, φτώχεια και πληθώρα κοινωνικών προβλημάτων. Λατρεύτηκε ως θεϊκή φιγούρα μιας και, εκτός από τις ικανότητές του, ενσάρκωσε τις ιδέες της χώρας του και έδωσε μια ανάσα αισιοδοξίας, μια ανάσα που τόνωσε την εθνική ενότητα του λαού. Ο κοινωνιολόγος Ελισέο Βερόν, μάλιστα, συμφωνεί ότι ο Μαραντόνα αντικατοπτρίζει τις «πεποιθήσεις και τις συλλογικές ανάγκες των άπορων, των φτωχών, εκείνων που πρέπει να πιστέψουν ότι ο Θεός είναι κοντά και έτσι να ταυτιστεί με τον Ντιέγκο».
Στην καριέρα του, ο Μαραντόνα συχνά συγκρινόταν με τον Πελέ, τον αντίστοιχο παίκτη-είδωλο για τη Βραζιλία. Μα, πλέον, δεν υπάρχει κανείς να συγκριθεί μαζί του. Γιατί, σήμερα, έγινε το απευκταίο. Γιατί, σήμερα, ήταν η πρώτη φορά που ο Μαραντόνα δεν κατάφερε να ντριμπλάρει, να ξεγελάσει τον αντίπαλό του. Από σήμερα, ο Μαραντόνα πέρασε στην αιωνιότητα, από σήμερα, το «το χέρι του θεού» επέστρεψε στη φυσική του θέση.