Της Θένιας Λαμπρινουδάκη,
Το ελληνικό ποινικό σύστημα διαρθρώνεται κυρίως σε δύο ευρείες κατηγορίες και συστηματικές με κριτήριο την ποινική αντιμετώπιση, με την πρώτη κατηγορία να αφορά τους ανηλίκους και τη δεύτερη τους ενηλίκους. Πιο συγκεκριμένα, ενώ όλα τα εγκλήματα που περιέχονται στο ειδικό μέρος του ποινικού κώδικα αφορούν τους ενήλικους δράστες, στο άρθρο 121 και επόμενα του ποινικού κώδικα προβλέπονται θεραπευτικά και αναμορφωτικά μέτρα για τους ανήλικους δράστες και συγκεκριμένα για εκείνους που βρίσκονται στο πλαίσιο των 12 με 18 ετών, δεδομένου πως στο ελληνικό σύστημα, όσοι διαπράττουν εγκλήματα και δεν έχουν συμπληρώσει τα 12 έτη μένουν ατιμώρητοι. Τα μέτρα αυτά είναι διαβαθμισμένης αυστηρότητας και αφορούν στην επίπληξη, ανάθεση ανηλίκου σε ανάδοχη οικογένεια ως τα πιο επιεική μέχρι και τα πιο αυστηρά που προβλέπουν την κράτηση των ανηλίκων σε ειδικά καταστήματα κράτησης νέων (άρθρο 54, αφορά μόνο όσους έχουν συμπληρώσει το 15ο έτος). Οι λόγοι για τους οποίους αντιμετωπίζονται ευνοϊκά οι ανήλικοι δράστες είναι εν τοις πράγμασι αυτονόητοι και αφορούν κυρίως την ανωριμότητα της ανηλικότητας και τη μη ολοκληρωμένη προσωπικότητα τους που βάλλεται από τα στοιχεία του εφήβου.
Ο ελληνικός νομοθέτης ωστόσο έχει θεσπίσει μια διάταξη, το άρθρο 133 ΠΚ, δείχνοντας επιεικέστερη αντιμετώπιση και σε όσους έχουν συμπληρώσει το 18ο μέχρι το 25ο έτος της ηλικίας τους, τους οποίους ονομάζει «νεαρούς ενήλικες». Οι παραβάτες αυτοί δεν ανήκουν πλέον στους ανηλίκους, εφόσον έχουν συμπληρώσει το 18ο της ηλικίας τους παρά ταύτα ο νόμος τους αντιμετωπίζει εξίσου με κάποια ελαστικότητα και επιείκεια, επιβάλλοντάς τους ποινή ελαττωμένη κατά το άρθρο 83 (για πιο σοβαρές υποθέσεις) περίπτωση κατά την οποία κρατούνται και χωριστά από τους ενήλικους δράστες ή τους επιβάλλει τα αναμορφωτικά μέτρα που προβλέπονται και για τους ανήλικους. Γίνεται σαφές μέσα από τη μελέτη του νόμου πως ο νομοθέτης θεωρεί το στάδιο της μετεφηβικής ηλικίας αρκετά ευάλωτο για ένα άτομο, εδραιώνοντας την αντίληψη πως ακόμη και μετά τα 18 έτη ο άνθρωπος εξακολουθεί να αναπτύσσει στοιχεία της προσωπικότητας του και να θεωρείται ημιτελής.
Σε πρακτικό επίπεδο το ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας αναγνωρίζεται αρκετά συχνά στην πράξη, καθώς τα δικαστήρια τείνουν να θεωρούν πως η ηλικία 18-25 αποτελεί ένα μεταβατικό στάδιο, κατά το οποίο διαμορφώνεται ακόμη η προσωπικότητα του παραβάτη για αυτό και χρήζει επιεικέστερης μεταχείρισης. Μια από τις πιο πρόσφατες αποφάσεις που στηρίζονται και στον νέο νόμο του 2019 είναι εκείνη του ΑΠ 1662/2019, όπου η διάταξη του 133 ΠΚ χαρακτηρίζεται λιγότερο αυστηρή της προγενέστερής της καθώς αύξησε το όριο της μετεφηβικής ηλικίας από 18 έως 25 έτη εν αντιθέσει με τα 21 που ίσχυαν πριν. Αυτή η μεταβολή στο νόμο αναδεικνύει και την άποψη του νομοθέτη ότι η ανωριμότητα του ενηλίκου παραβάτη εντείνεται για περισσότερο διάστημα, καθώς εκείνος διαμορφώνει ακόμα το χαρακτήρα του και διαθέτει τα στοιχεία της εφηβικής ηλικίας έως και τα 25 έτη.
Σε γενικότερη ανάλυση η διάταξη του ποινικού κώδικα έχει προκαλέσει αρκετές αμφισβητήσεις και αντιδράσεις από τη θεωρία, καθώς πρόκειται για μια ρύθμιση ιδιαίτερα ευνοϊκή για μια κατηγορία ανθρώπων που σε άλλα επίπεδα τους αναγνωρίζονται δικαιώματα λόγω της «ωριμότητάς» τους πετυχαίνοντας έτσι μια εμφανή δυσαναλογία στο σύνολο του ελληνικού νομικού συστήματος. Χαρακτηριστική εκδήλωση της παραπάνω άποψης αποτελεί το σχόλιο εισηγητή σε σχετικό σεμινάριο της σχολής δικαστικών λειτουργών όπου ανέφερε: «H πολιτεία τους νεαρούς ενήλικες τους θεωρεί ώριμους και τους δίδει το δικαίωμα να ψηφίζουν στα 17 για να εκλέξουν τους βουλευτές που θα μας εκπροσωπήσουν στη Βουλή των Ελλήνων, ενώ για την τέλεση εγκλημάτων δεν τους θεωρεί ώριμους μέχρι το 25ο έτος και τους αναγνωρίζει ελαφρυντικό της μετεφηβικής ηλικίας». Αδιαμφισβήτητα, η ύπαρξη μιας ποινικής διάταξης που αναγνωρίζει ένα τέτοιο ελαφρυντικό δίνει στην πράξη την ευχέρεια για μετατροπή ποινών ιδιαίτερα αυστηρών για ειδεχθή εγκλήματα, όπως εκείνη των ισοβίων σε μικρότερες ποινές. Γνωστή σε όλους μας παραμένει η υπόθεση του 21χρονου δράστη στην Κρήτη που κατηγορήθηκε για ανθρωποκτονία εκ προθέσεως (υπόθεση δολοφονίας Μανώλη Στρατάκη) και άλλα ειδεχθή εγκλήματα και όμως κατάφερε χάρη στην αναγνώριση του ελαφρυντικού της μετεφηβικής ηλικίας να μετατρέψει την ποινή των ισοβίων σε 25 χρόνια κάθειρξης.
Όπως γίνεται αντιληπτό μετά από εξέταση του συνόλου των νόμων που αναφέρονται σε δικαιώματα και προνόμια που δίνονται σε ανθρώπους ηλικίας 18-25, πρόκειται για μια ρύθμιση που εναποθέτει τη δικαιολογητική της βάση στα χαρακτηριστικά γνωρίσματα της εφηβείας αυτών των προσώπων. Τόσο από νομικής, όσο και από ψυχολογική σκοπιά η ηλικία των 18-25 αποτελεί υποκατηγορία της εφηβικής περιόδου με στοιχεία που συνθέτουν την ψυχοσύνθεση και την προσωπικότητα του εφήβου όπως αυτά της τάσης για απομόνωση, την ανία, την νευρικότητα, τις έντονες ψυχολογικές μεταπτώσεις, καθώς και τις έντονα εχθρικές και επιθετικές συμπεριφορές προς τους άλλους. Όλες αυτές οι περιπτώσεις είναι και αυτές που οδηγούν τον Έλληνα νομοθέτη στο να παρέχει ένα πλαίσιο προστασίας στους νεαρούς ενηλίκους αρκετά αυξημένο σε σχέση με τους υπολοίπους ενήλικες με ηπιότερη από άποψη αυστηρότητας ποινική αντιμετώπιση.
Πηγές
- «Παραβατικότητα ανηλίκων, ποινική δικαιοσύνη ανηλίκων και κρίση», Διαθέσιμο εδώ
- ΑΠ 1662/2019, NOMOS
- Μ.ΚΑΙΑΦΑ-ΓΚΜΠΑΝΤΙ, Ν. ΜΠΙΤΖΙΛΕΚΗΣ, Ε. ΣΥΜΕΩΝΙΔΟΥ-ΚΑΣΤΑΝΙΔΟΥ, «ΔΙΚΑΙΟ ΤΩΝ ΠΟΙΝΙΚΩΝ ΚΥΡΩΣΕΩΝ», 2016, ΣΕΛ.127-139
- ΣΥΝΟΨΗ ΠΟΙΝΙΚΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ, ΧΑΡΑΛΑΜΠΑΚΗΣ ΑΡΙΣΤΟΤΕΛΗΣ, 2012, ΣΕΛ.162
- https://psychopedia.gr/i-diskoli-periodos-tis-efivias-ke-pos-boroun-na-tin-diachiristoun-i-gonis/