Της Σοφίας Μηλιοπούλου,
Τους τελευταίους 3 μήνες, ολόκληρη η διεθνή κοινότητα παρακολουθεί αναπόσπαστα και αναμένει υπομονετικά τις αμερικανικές εκλογές και κυρίως το αποτέλεσμά τους. Η ήττα του τέως Προέδρου Donald Trump, για πολλούς ήταν αναπόφευκτη. Η πολιτική του απομάκρυνε τις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής από την Ευρώπη, κατέστησε τον κορωνοϊό μια απλή γρίπη και εξέλαβε τις στρατιωτικές επεμβάσεις των Η.Π.Α. ως χάσιμο χρόνου. Μία από τις σπασμωδικές κινήσεις του πριν τη λήξη της θητείας του αποτελεί και η απομάκρυνση των αμερικανικών στρατευμάτων από το Αφγανιστάν, τα οποία βρίσκονται στη χώρα από το 2001.
Μία ιστορική αναδρομή θα συνδράμει στην περαιτέρω κατανόηση του λόγου ύπαρξης των αμερικανικών στρατευμάτων στο Αφγανιστάν. Η διεθνής αυτή σύρραξη, ευρέως γνωστή και ως «Πόλεμος του Αφγανιστάν», -ο μακρύτερος πόλεμος στην αμερικανική ιστορία-, πυροδοτήθηκε από τις επιθέσεις της 11ης Σεπτεμβρίου σε αμερικάνικο έδαφος, οργανωμένες και εκτελεσμένες από την Al Qaeda, με επικεφαλής τον Osama Bin Laden. Ο τότε Πρόεδρος των Η.Π.Α. George W. Bush, ζήτησε από τους Taliban να τον παραδώσουν στις αμερικανικές αρχές και αυτοί αρνήθηκαν χωρίς την ύπαρξη αποδεικτικών στοιχείων. Η εισβολή στο Αφγανιστάν στις 7 Οκτώβρη 2001, από τις Η.Π.Α. και τους συμμάχους της (40 χώρες, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν όλα τα μέλη του ΝΑΤΟ), αποσκοπούσε στην αποτροπή δημιουργίας ασφαλούς εδάφους για τις δράσεις των Taliban. Διοργανώθηκε λοιπόν, η Enduring Freedom Operation, κατόπιν πρότασης του Bush, ωστόσο η εκστρατεία ξεκίνησε αρκετά νωρίτερα, με μια ομάδα της CIA να φτάνει κρυφά στη χώρα για να βοηθήσει τα αφγανικά στρατεύματα. Η Βρετανία δεν άργησε να πάρει μέρος, με τις 2 χώρες να στέλνουν ανθρώπινο δυναμικό, εξοπλισμό, όπλα και να παραχωρούν συμβουλές στους Αφγανούς.
Η αποστολή χωρίστηκε σε 3 διαδοχικές φάσεις. Η 1η, με διάρκεια 2 μηνών, στόχευε στην ανατροπή των Taliban, της φανατικά θρησκευτικής φατρίας, που κυβερνούσε συντηρητικά το Αφγανιστάν και παρείχε καταφύγιο στους τρομοκράτες. Η 2η φάση, χρονολογείται από το 2002 έως το 2008 και σκιαγραφείται από την προσπάθεια των Η.Π.Α. να νικήσει καθοριστικά τους Taliban, με παράλληλη ανοικοδόμηση βασικών θεσμών στο Αφγανιστάν. Τέλος, από το 2008 με απόφαση του Barack Obama, τα στρατεύματα αυξήθηκαν, προσωρινά βέβαια, προκειμένου να προστατευθεί ο πληθυσμός από επιθέσεις και οι αντάρτες να ενσωματωθούν, όσο το δυνατόν πιο ομαλά γίνεται στην κοινωνία. Σε αυτό το στάδιο μάλιστα, τελέστηκε και η γνωστή αποστολή Geronimo το 2009, κατά την οποία με εντολή της αμερικανικής κυβέρνησης, οι ειδικές δυνάμεις σκότωσαν τον Osama Bin Laden. Το καλοκαίρι του 2017, ο τοπικός στρατός απέδειξε την ανικανότητά του να αναλάβει τον έλεγχο της κατάστασης, γεγονός που αύξησε τα στρατεύματα κατά 50%, χωρίς να υπάρχει πρόθεση απόσυρσης. Στις 29 Φεβρουαρίου εντούτοις, υπέγραψε συμφωνία για ειρήνη με τους Taliban στη Doha του Κατάρ, που προϋπέθετε την απόσυρση των αμερικανικών στρατευμάτων, εφόσον τηρούνταν οι συμφωνηθέντες όροι.
Μολαταύτα, 9 μήνες αργότερα από τη συμφωνία και μετά την ήττα του στις εκλογές από τον Joe Biden, ο Trump σχεδιάζει περαιτέρω μείωση στρατιωτικής παρουσίας στο Αφγανιστάν, περιορίζοντας την στους 2.500 στρατιώτες. Η ενέργεια του αυτή, αποτελεί μέρος μιας σειράς επιπόλαιων κινήσεων του Προέδρου, οι οποίες θα μπορούσαν να χαρακτηριστούν αντίδραση στο αποτέλεσμα των εκλογών του Νοεμβρίου, το οποίο ο Trump, όπως φαίνεται αρνείται να αποδεχτεί. Η απόφαση που πάρθηκε, δεν είναι τόσο σοκαριστική, διότι καθόλη τη διάρκεια της θητείας του θεωρούσε τις αμερικανικές επεμβάσεις αναποτελεσματικές και δαπανηρές, βασισμένος επίσης στην επιθυμία των Aμερικανών για τερματισμό του πολέμου και επαναπατρισμό των στρατιωτών. Η κίνηση αυτή δημιούργησε θύελλα αντιδράσεων τόσο από το νεοεκλεγέντα Πρόεδρο των Δημοκρατικών και ανώτερους Ρεπουμπλικάνους όσο και από τους συμμάχους. Αξιωματικοί έχουν εκφράσει τους δισταγμούς και τις ανησυχίες τους, υποστηρίζοντας, πως παρά τις διαπραγματεύσεις, οι Taliban αύξησαν τις επιθέσεις μετά τη λήξη των ειρηνευτικών συνομιλιών και η απομάκρυνση των στρατευμάτων πολύ απλά θα αποτελέσει εφαλτήριο, για την κατάληψη της εξουσίας από αυτούς. Ο Γενικός Γραμματέας του ΝΑΤΟ μάλιστα, δήλωσε πως τέτοια ενέργεια είναι ιδιαίτερα ριψοκίνδυνη, καθώς εδώ και 20 χρόνια τα συμμαχικά στρατεύματα βασίζονται σε μεγάλο βαθμό στις Η.Π.Α. για εφοδιασμό, μεταφορά και κάθε είδους βοήθεια και μια έκρυθμη κατάσταση πιθανόν να σημάνει και νέα επέμβαση.
Το μέλλον είναι ακόμα αβέβαιο για τους Αμερικανούς και την παρουσία τους στο Αφγανιστάν. Μερικοί διαμαρτύρονται για νοθεία και ασχολούνται ακόμη με το εκλογικό αποτέλεσμα, ενώ το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού των Η.Π.Α. ανυπομονεί για την ανάληψη της προεδρίας από τον Biden. Η αμερικανική κοινότητα έχει εναποθέσει τις ελπίδες της στο νέο Πρόεδρο για μία σώφρονα εξωτερική πολιτική, τελείως διαφορετική, δηλαδή, από εκείνη του Trump. Η εκλογή του βέβαια, δημιούργησε ένα κύμα αισιοδοξίας, όχι μόνο στις Η.Π.Α. αλλά και σε όλο τον κόσμο -πλην Ρωσίας και Τουρκίας-. Αυτό που μένει, λοιπόν, είναι η παρακολούθηση των εξελίξεων, ώστε να εξαχθούν με τον καιρό τα κατάλληλα συμπεράσματα…