Του Ιωάννη Μυταυτσή,
Ενάμιση χρόνο μετά τις εθνικές εκλογές της 7ης Ιουλίου και εν μέσω πανδημίας, άνοιξε η κουβέντα γύρω από την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής. Κουβέντα άκαιρη και εν πολλοίς άτοπη, τη στιγμή που η χώρα πασχίζει να βρει ΜΕΘ για τους ασθενείς του κορωνοϊού, την ώρα που o ιδιωτικός τομέας βάλλεται καθημερινά λόγω του lockdown και το κράτος είναι αντιμέτωπο με τη μεγαλύτερη κρίση του 21ου αιώνα.
Όμως, αυτή η κουβέντα άνοιξε μετά την δημοσκόπηση της OpinionPoll σχετικά με την προτίμηση του κοινού για την αρχηγία του κόμματος. Ωστόσο, αν θα μπορούσαμε να κάνουμε ένα σχόλιο για την υπάρχουσα κατάσταση στο Κίνημα Αλλαγής είναι, ότι τρία χρόνια μετά την ίδρυση του νέου φορέα της Κεντροαριστεράς ουδεμία αλλαγή υπήρξε και αυτό αποδείχτηκε στις εκλογικές αναμετρήσεις που ακολούθησαν. Το Κίνημα Αλλαγής δεν καθόρισε μια σαφή ταυτότητα με άρτιες προτάσεις για την χώρα, εφαρμοσμένες λύσεις πάνω στα προβλήματα της κοινωνίας και τις δυσλειτουργίες του κρατικού μηχανισμού. Έχασε, μάλιστα, την ευκαιρία, καθ’ όλη την τετραετία της κυβέρνησης Αλέξη Τσίπρα, να αποδομήσει τον ΣΥΡΙΖΑ και να ξανά βρει τα πατήματα του στον χώρο της Κεντροαριστεράς, αφήνοντας, έτσι, πεδίο δόξης λαμπρό για να κυριαρχεί ο Αλέξης Τσίπρας, που χρόνο με τον χρόνο φορά την στολή του πάλαι ποτέ κραταιού ΠΑΣΟΚ.
Άρα, τίθεται εύλογα το ερώτημα αν πρέπει να μιλάμε για την ηγεσία του Κινήματος Αλλαγής, όταν τον κάθε Έλληνα, αλλά και τον κάθε ψηφοφόρο του Κινήματος τον απασχολεί η επόμενη μέρα, η επιβίωση, η υγεία και η οικονομία. Μπορεί ένα κόμμα του ελληνικού κοινοβουλίου να συζητά -ακόμη και υποθετικά- την επόμενη μέρα στην ηγεσία, όταν ο ελληνικός λαός ανησυχεί για την καθημερινότητα; Η απάντηση είναι όχι και είναι όχι, γιατί το Κίνημα Αλλαγής αν θέλει να κάνει μια τέτοια συζήτηση ακόμη και σε θεωρητικό επίπεδο, πρέπει πρώτα να καταλάβει τον ρόλο που θέλει να παίξει στα πολιτικά πράγματα, ανοίγοντας τα μάτια του στον κόσμο και στις πραγματικές ανάγκες της χώρας. Να δημιουργήσει εφαρμόσιμα και ρεαλιστικά προγράμματα για το ΕΣΥ, την Παιδεία και την Οικονομία, επικοινωνώντας ξανά με την κοινωνία, αποβάλλοντας την εσωστρέφεια διευρύνοντας τη βάση του. Και αυτό οφείλει να το πράξει για τους ψηφοφόρους του που έμειναν τα πέτρινα χρόνια του κόμματος ως στρατιώτες στην πρώτη γραμμή, όταν το ΠΑΣΟΚ έπαιζε μπάλα με τον αφανισμό και ενώ κρινόταν το αύριο του στο Κοινοβούλιο. Γιατί αυτοί ψηφοφόροι δεν έμειναν στο ΠΑΣΟΚ επειδή τους χρωστάει το ΠΑΣΟΚ, αλλά επειδή πίστεψαν και πιστεύουν στις αρχές, τις αξίες και τα ιδανικά της Δημοκρατικής Παράταξης. Γι’ αυτό ο χώρος πρέπει να διεκδικήσει ξανά την σχέση του με λαό, να επενδύσει στα λάθη της προηγούμενης και της υπάρχουσας κυβέρνησης και με ρεαλιστικές προτάσεις να διεκδικήσει ξανά τα κεκτημένα που του ανήκουν. Όμως, αυτό πρέπει να γίνει μόνο όταν η χώρα θα ορθοποδήσει ξανά, διότι αυτήν την στιγμή τέτοιες συζητήσεις δείχνουν ένα κόμμα που δεν ξέρει που πατάει και που βρίσκεται.
Η μόνη δεκτή πολιτική αυτήν την περίοδο πρέπει να είναι πολιτική που θα βοηθά τη χώρα να ανταπεξέλθει στην πρωτόγνωρη κρίση.