Της Αναστασίας Ερνεάνου,
Μια απόφαση του δικαστηρίου της πόλης Ica στο Περού ήρθε να προκαλέσει πλήθος αντιδράσεων τόσο εντός της χώρας, όσο και στη διεθνή κοινότητα. Όσον αφορά το ιστορικό της υποθέσεως, στις 29 Οκτωβρίου 2020, το εν λόγω δικαστήριο αθώωσε τον κατηγορούμενο για βιασμό, με τον ισχυρισμό πως το χρώμα του εσωρούχου, δηλαδή το κόκκινο, «μαρτυρά» τη συγκατάθεση, ίσως και την επιδίωξη, του θύματος για σεξουαλική πράξη. Κατά τους δικαστές το θύμα δεν ήταν ντροπαλό και επιφυλακτικό. Αυτοί οι ισχυρισμοί βασιζόμενοι φυσικά, σε μια ξεκάθαρα προσωπική επιλογή, αυτή του εσωρούχου.
Από την παραπάνω υπόθεση ανακύπτουν πλείονα ζητήματα, τόσο νομικά όσο και κοινωνικά. Εξετάζοντας τα πρώτα, θα μπορούσαμε να αναφερθούμε στο έγκλημα του βιασμού, όπως είναι διατυπωμένο στην ελληνική έννομη τάξη. Κατά το 336 του Ποινικού Κώδικα «(1) Όποιος µε σωµατική βία ή µε απειλή σοβαρού και άµεσου κινδύνου ζωής ή σωµατικής ακεραιότητας εξαναγκάζει άλλον σε επιχείρηση ή ανοχή γενετήσιας πράξης τιµωρείται µε κάθειρξη τουλάχιστον δέκα ετών. (2) Γενετήσια πράξη είναι η συνουσία και οι ίσης βαρύτητας µε αυτήν πράξεις. (3) Αν η πράξη της παραγράφου 1 έγινε από δύο ή περισσότερους δράστες που ενεργούσαν από κοινού ή είχε ως συνέπεια τον θάνατο του παθόντος, επιβάλλεται κάθειρξη ισόβια ή πρόσκαιρη τουλάχιστον δέκα ετών. (4) Όποιος, εκτός από την περίπτωση της παραγράφου 1, επιχειρεί γενετήσια πράξη χωρίς τη συναίνεση του παθόντος, τιµωρείται µε κάθειρξη έως δέκα έτη». Παρατηρούμε πως στο έγκλημα του βιασμού ανάλογα με το βαθμό προσβολής του εννόμου αγαθού του ατόμου, της σωματικής ακεραιότητας, της γενετήσιας ελευθερίας, ακόμα και της ζωής του προσώπου, αποδίδεται και η αντίστοιχη απαξία από το νομοθέτη.
Εξετάζοντας την πρώτη παράγραφο του 336 ΠΚ, διακρίνουμε την αντικειμενική και την υποκειμενική υπόσταση. Η πρώτη αφορά την πράξη του ατόμου, όπως αυτή ορίζεται στη νομοθετική διατύπωση του Ποινικού Νόμου (αρχικό άδικο) και ολοκληρώνεται με την απουσία κάποιου λόγου που να άιρει τον αρχικά άδικο χαρακτήρα της πράξης. Αυτοί οι λόγοι ορίζονται στα άρθρα 20 έως 25 ΠΚ, με κύρια παραδείγματα την κατάσταση άμυνας, καθώς και την κατάσταση ανάγκης. Όσον αφορά την υποκειμενική υπόσταση του 336 ΠΚ, δηλαδή την ψυχική σύνδεση του προσώπου με την πράξη και το επερχόμενο αποτέλεσμα, μέσα από το συνδυασμό των άρθρων 18 και 26 ΠΚ, γίνεται δεκτό πως απαιτείται η συνδρομή δόλου οποιουδήποτε βαθμού. Ο άμεσος δόλος συνίσταται στη γνώση και την επιδίωξη ή έστω την αποδοχή του αποτελέσματος, ενώ ο ενδεχόμενος στη γνώση ως πιθανό και την αποδοχή του. Η υποκειμενική υπόσταση καταφάσκεται, εφόσον δε συντρέχει κάποιος λόγος που να αποκλείει ή να αίρει τον καταλογισμό, όπως αυτοί διατυπώνονται στα κυρίως, στα άρθρα 30-35 ΠΚ.
Αφού έγινε μνεία της νομοθετικής επιλογής στην εγχώρια νομοθετική τάξη, οφείλουμε να εξετάσουμε τη δικαστική απόφαση που προκάλεσε πλήθος αντιδράσεων, και όχι αδικαιολόγητα. Η παραπάνω απόφαση, για την οποία η Γενική Εισαγγελία αιτήθηκε την επομένη, δηλαδή 30 Οκτωβρίου, να ακυρωθεί ενώ η Υπηρεσία Ελέγχου της Δικαιοσύνης του Περού εξετάζει τα παραπτώματα των δικαστών, αντίκειται πρόδηλα στις αναγνωρισμένες ελευθερίες και τα δικαιώματα που αναγνωρίζονται σε κάθε άνθρωπο, ανεξαρτήτως εθνικότητας, ηλικίας, φύλου, σεξουαλικού προσανατολισμού και θρησκευτικών πεποιθήσεων.
Πρώτα απ’όλα, στο άρθρο 3 του Διεθνούς Συμφώνου για τα Ατομικά και Κοινωνικά Δικαιώματα γίνεται αναφορά στην υποχρέωση των συμβαλλομένων να διασφαλίσουν το δικαιώματα της ισότητας των ανδρών και των γυναικών στην απόλαυση των ατομικών και πολιτικών τους δικαιωμάτων. Γίνεται αντιληπτό πως μια δικαστική απόφαση που ισοπεδώνει το δικαίωμα επιλογής της γυναίκας για σύμπραξη σε ερωτική πράξη και προβαίνει σε αντικατάσταση της ρητής συναίνεσής της με εικασίες που αφορούν για παράδειγμα, την επιλογή του είδους του εσωρούχου της, καταπατά την εν λόγω διάταξη.
Παράλληλα, η Διεθνής Αμνηστία με αφορμή τη νομοθετική αλλαγή του ορισμού του βιασμού στο άρθρο 336 ΠΚ ανέφερε τα εξής σημαντικότατα στοιχεία: «Ο ορισμός του βιασμού με βάση την απουσία συναίνεσης, σύμφωνα με τη Σύμβαση της Κωνσταντινούπολης, θεμελιώνει επιτέλους ότι το δικαίωμα το οποίο πλήττεται κατά το έγκλημα του βιασμού είναι το δικαίωμα στη σεξουαλική αυτονομία και τη σωματική ακεραιότητα του κάθε ατόμου. Για τον λόγο αυτό, αποτελεί και τον μοναδικό ορισμό που μπορούσε να γίνει αποδεκτός» και πως «πρέπει να γίνει κατανοητό σε όλους τους παραπάνω φορείς, αλλά και στην κοινωνία, ότι πλέον δεν απαιτείται αποκλειστικά να τεκμαίρεται η άσκηση βίας ή απειλής κατά της ζωής ή της σωματικής ακεραιότητας για να εκδικαστεί ένα έγκλημα ως βιασμός.» Τα στοιχεία που συνάγονται από την εν λόγω εισήγηση της Διεθνούς Αμνηστίας είναι ιδιαίτερα σημαντικά, καθώς αποκαλύπτουν, όπως και στην περίπτωση του δικαστηρίου του Περού, καθώς αποκαλύπτουν την ουσιαστική όψη την οποία καλείται να αντιμετωπίσει ο νομοθέτης διατυπώντας αυτό το έγκλημα, αλλά και ο δικαστής εφαρμόζοντας το νόμο. Αυτή η όψη συνίσταται στην κουλτούρα του βιασμού, η οποία βρίσκεται ακόμα και σήμερα, βαθιά ριζωμένη στις αντιλήψεις της κοινωνίας και όπως φάνηκε, ασκεί επίδραση ακόμα και στην απονομή της δικαιοσύνης. Η ενοχοποίηση και η «εγκληματοποίηση» του θύματος σε αυτή την περίπτωση στερεί φυσικά, από αυτό την ασφάλεια και την προστασία που είναι δέον να απολαμβάνει. Όπως γίνεται αντιληπτό, το σύστημα αυτό στηρίζεται σε σαθρές αντιλήψεις που αντιβαίνουν τόσο στην εγχώρια όσο και τη διεθνή έννομη τάξη και φαίνεται ασφαλώς, να υποβαθμίζει τους πυλώνες του δικαίου.
Τέλος, αντίστοιχη προστασία παρέχεται νομοθετικά και σε ευρωπαϊκό επίπεδο με έτος-ορόσημο το 2014 με τη Σύμβαση του Συμβουλίου της Ευρώπης για την Πρόληψη και την Καταπολέμηση της Βίας κατά των Γυναικών και της Ενδοοικογενειακής Βίας. Κάποια αξιόλογα στοιχεία συναντώνται στην αιτιολογική έκθεση όπου αναφέρεται ότι: «Η βία κατά των γυναικών αποτελεί παραβίαση των ανθρωπίνων δικαιωμάτων τους και ακραία μορφή διάκρισης, η οποία πηγάζει από τις ανισότητες μεταξύ των φύλων και συμβάλλει στη διατήρηση και την ενίσχυσή τους. Η ισότητα μεταξύ ανδρών και γυναικών αποτελεί θεμελιώδη αξία και στόχο της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που αναγνωρίζεται από τις συνθήκες [άρθρα 2 και 3 της Συνθήκης για την Ευρωπαϊκή Ένωση (ΣΕΕ), άρθρο 8 της Συνθήκης για τη λειτουργία της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΣΛΕΕ)] και από τον Χάρτη των Θεμελιωδών Δικαιωμάτων της Ευρωπαϊκής Ένωσης (άρθρο 23). Ο Χάρτης αναγνωρίζει επίσης το δικαίωμα στην ανθρώπινη αξιοπρέπεια, το δικαίωμα στη ζωή και το δικαίωμα στην ακεραιότητα του προσώπου και απαγορεύει την απάνθρωπη ή εξευτελιστική μεταχείριση, καθώς και όλες τις μορφές δουλείας και αναγκαστικής εργασίας (άρθρα 1 έως 5 του Χάρτη).» Επίσης, είναι σημαντικό πως δίνεται έμφαση στην αντικειμενική εκτίμηση της βίας και της κακομεταχείρισης κατά των γυναικών, όχι στην επίκληση γενικόλογων και ανακριβών εκτιμήσεων στις οποίες φάνηκε πως προέβη το δικαστήριο του Περού.
Φυσικά, στη σημερινή εποχή υπάρχει πλήθος νομοθετημάτων για την καθιέρωση της προστασίας των θυμάτων βίας και κακομεταχείρισης. Παρόλη την προστασία αυτή, αποδεικνύεται ολοένα και περισσότερο πως οι βαθιά ριζωμένες αντιλήψεις και τα στερεότυπα προκαλούν ανασφάλεια και αμβλύνουν την ανισότητα. Γι’αυτό το λόγο, η ουσιαστική αλλαγή μπορεί να επέλθει από εμάς τους ίδιους.
Πηγές
- https://www.lawspot.gr/nomikes-plirofories/nomothesia/n-2462-1997/diethnes-symfono-gia-ta-atomika-kai-politika-dikaiomata
- https://m.naftemporiki.gr/story/1485042
- https://www.amnesty.gr/en/node/21966
- https://eur-lex.europa.eu/legal-content/EL/TXT/?uri=CELEX%3A52016PC0109