17.6 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμός«Η Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου

«Η Σονάτα του σεληνόφωτος» του Γιάννη Ρίτσου


Της Άννας Βαρβαρέζου,

“Sonata quasi una fantasia”. Ο λόγος φυσικά για τη Σονάτα για πιάνο αρ. 14, ένα από τα δημοφιλέστερα έργα πιάνου του Λούντβιχ βαν Μπετόβεν, που αποτέλεσε πηγή έμπνευσης για πολλούς καλλιτέχνες της σύγχρονης εποχής. Η ιδιαίτερη καλλιτεχνική μας υπερηφάνεια, όμως, εκπηγάζει από έναν επιπρόσθετο λόγο. Το έργο αυτό του Μπετόβεν δεν άφησε -ευτυχώς- ανεπηρέαστο τον σπουδαίο Γιάννη Ρίτσο, ο οποίος χάρισε στην ποιητική μας συλλογή το έργο του, «Σονάτα του Σεληνόφωτος».

Η ποιητική αυτή σύνθεση είναι η 17η από αυτές που εντάσσονται στη συλλογή «Τέταρτη Διάσταση» και, μάλιστα, έχει βραβευτεί με το Α’ Κρατικό Βραβείο Ποίησης, το 1956. Η συγκεκριμένη ποιητική συλλογή εστιάζει στην έννοια του χρόνου, στην τέταρτη διάσταση, στο πώς αυτός ο κοινός αιώνιος εχθρός ισχυρών και ανίσχυρων ανθρώπων γεννά χωρίς διακρίσεις σε όλους αισθήματα φόβου, πώς καταφέρνει να φθείρει τα πάντα στο βιαστικό πέρασμά του. Στη Σονάτα υπάρχει μια εξομολόγηση, ένας μονόλογος, μιας σχετικά ηλικιωμένης γυναίκας, η οποία απευθυνόμενη σε έναν νεότερο άνδρα προβαίνει σε μια αναμέτρηση με το παρελθόν της. Ο ακροατής της μένει καθ’ όλη τη διάρκεια βυθισμένος στη σιωπή.

Ακούγοντας την καθηλωτική Μελίνα Μερκούρη να απαγγείλει τη Σονάτα, πλείστες όσες εικόνες αρχίζουν άτακτα να κατακλύζουν το μυαλό. Η γυναίκα ζητά απεγνωσμένα από τον νέο άνδρα να την πάρει μαζί του μακριά από το δωμάτιο στο οποίο βρίσκονται. Θέλει να ξεφύγει από τον χώρο που της υπενθυμίζει συνεχώς τα χρόνια που πέρασαν και να φύγει, να περπατήσει υπό το φως του φεγγαριού, έστω και για λίγα μονάχα μέτρα. Εκεί, οι λάμψεις του φεγγαρόφωτος επάνω στα αστικά κτίσματα θα την κάνουν να ξεχάσει τη σημασία του χρόνου, τη φθορά που αυτός επιφέρει στην ανθρώπινη υπόσταση. Να θυμηθεί, σε τελική ανάλυση, το πόσο «μικρή» νιώθει πως είναι απέναντι στην ατελείωτη ύλη που γεμίζει την πόλη ολόκληρη.

Χαμένη στον εντόνως μελαγχολικό τόνο του μονολόγου της, αρχίζει σιγά σιγά να αναπολεί τα χρόνια της πάλαι ποτέ νεότητάς της, τα χρόνια εκείνα που πήγαινε στο ωδείο, τότε που ήταν αφοσιωμένη στο μουσικό της ταλέντο. Τώρα πλέον έμεινε να ασχολείται με μια χαλασμένη πολυθρόνα, η οποία έχει σχεδόν πλήρως αποσυντεθεί. Είναι, βλέπεις, και αυτή θύμα μη εξαιρετέο από τον τιμωρό χρόνο. Όμως, δεν λησμονεί πως στην πολυθρόνα αυτή κάθισαν κάποτε άνθρωποι που μεγάλα όνειρα προσδόκησαν. Άνθρωποι που σήμερα, ωστόσο, τυγχάνουν αντιμετώπισης όμοιας με τούτης της πολυθρόνας.

Πέραν, ωστόσο, της πολυθρόνας είναι πολλά σε αυτό το σπίτι που έχουν πια ρημάξει. Τα έπιπλα τρίζουν, τα τζάμια ραγίζουν. Οι τοίχοι θέλουν στέριωμα, το τραπέζι μια από τα ίδια. Οι καρέκλες, πάλι, ζητούν να μπαίνουν στη σωστή τους θέση, αυτή που τους αρμόζει σε συνάρτηση γεωμετρική προς την τραπεζαρία. Το πιάνο δε στέκει στα τέσσερά του πόδια επιδεικτικά κλειστό. Όμως, μεταξύ όλων είναι το σπίτι καθαυτό που καταντά εκνευριστικό, δεν μοιάζει να πτοείται. Όλα στα πρόθυρα της καταστροφής τους και αυτό εκεί σταθερά όρθιο σαν ένα σωστό μαυσωλείο. Σαν λες πως χαίρεται τη φθορά των πάντων και αναμένει να έρθει η νέα ανανεωμένη γενιά τους, όπως άλλωστε αρέσκεται να κάνει και με τους ανθρώπους.

Βέβαια, όσο και αν προσέξει τις κινήσεις της, όσο και αν παλέψει να αποφύγει θορύβους που το μυαλό στοιχειώνουν, ένας είναι ο θόρυβος που πάντα ηχεί στο συνειδητό της. Η μεταμέλεια που φοράει ξυλοπάπουτσα. Τούτα τα βήματα είναι πράγματι εντόνως ηχηρά. Είναι η μεταμέλεια όσων δεν πάλεψε, δεν προσπάθησε, δεν κυνήγησε στη ζωή της. Ο χρόνος έτρεξε βιαστικά, δεν τον πρόλαβε. Πίστεψε πως το ηθικό της εφαλτήριο, ο μόνιμός της γνώμονας, θα την ανταμείψει. Πλανήθηκε. Όσα κάποτε απαρνήθηκε τώρα είναι εκεί και την κοιτάζουν κατάματα, θυμίζοντάς της πως η νεανική δυναμική της στάση απέναντι σε πειρασμούς τελικά δεν την ωφέλησε.

Διαπιστώνει πως η ζωή της δεν διέφερε ίσως και πολύ από αυτή μιας αρκούδας σε παραστάσεις. Υπήρξε η γυναίκα-αρκούδα, αυτή που έζησε για να εξυπηρετεί τις ανάγκες άλλων σαν λες πως ήταν η ζωή της μια παράσταση για τους πολλούς θεατές. Όσο και αν πόνεσε, όσο και αν δεν συμφώνησε, έπρεπε να είναι εκεί και να εκτελεί εντολές, κοινωνικά αποδεκτές επιλογές, σαν να είχε κάποιον «αρκουδιάρη» που την καθοδηγούσε. Ορμώμενος από τις κοινωνικές συνθήκες της εποχής του, ο Γιάννης Ρίτσος προβαίνει στην κορύφωση του ποιήματος σε έναν παραλληλισμό. Θέτει το μείζον ζήτημα των καιρών εκείνων, την αιχμαλωσία των γυναικών, την ανελευθερία τους, τον ζυγό της κοινωνικής κατακραυγής που ακολουθούσε κάθε πράξη που τυχόν θα ξέφευγε από τα στερεότυπα.

Ευτυχώς που υπάρχει το φεγγάρι να την τραβά μακριά από όλα αυτά. Είναι αυτό ένας γλυκός ίλιγγος που μπορεί να τη φτάσει μέχρι και τον παραλογισμό. Την αποδεσμεύει από τη λογική, από τα πρέπει και από τα μη, της επιτρέπει να αφήσει τα λάθη του παρελθόντος εκεί που ανήκουν, στο παρελθόν τους. Της δίνει ίσως μια αμυδρή δεύτερη ευκαιρία που τίθεται φυσικά πάντα και αυτή στους περιορισμούς του χρόνου.

Παρακαλεί για ύστατη και τελευταία φορά τον νέο να την αφήσει να πάει μαζί του, αλλά ξαφνικά ο συλλογισμός της την τρέπει να αλλάξει γνώμη. Δεν θέλει πια να φύγουν μαζί. Ούτε το φεγγάρι έχει ανάγκη να δει. Συνειδητοποιεί πως αυτό που χρειάζεται είναι να βγει έξω στην πολιτεία μόνη της αργότερα και να αντικρύσει όλους αυτούς τους ανθρώπους που καθημερινά παλεύουν για να εξασφαλίσουν την επιβίωσή τους. Μάλλον με αυτούς έχει περισσότερα κοινά να μοιραστεί. Ο νέος άνδρας, ο έρωτας, δεν είναι πια γι’ αυτήν – ποτέ δεν ήταν. Είναι καταδικασμένη να συνεχίσει τη ζωή, όπως την ήξερε μέχρι σήμερα. Δεν αλλάζει. Συντροφιά της μόνιμη θα παραμένει ως το τέλος η μεταμέλεια.


 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Άννα Βαρβαρέζου
Άννα Βαρβαρέζου
Γεννήθηκε το 1998 και είναι φοιτήτρια του τμήματος της Νομικής του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης. Έχει παρακολουθήσει σεμινάρια και ημερίδες που άπτονται του αντικειμένου της και έχει λάβει μέρος σε συνέδρια προσομοίωσης διεθνών οργανισμών. Μιλάει Αγγλικά και Γερμανικά. Στον ελεύθερο της χρόνο ασχολείται με το θέατρο και τον κινηματογράφο.