Του Νίκου Παπάζογλου,
Η εξασθένηση της κρατικής μηχανής και η βαθμιαία αποσύνθεση της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας επέτεινε την σκληρή τουρκική καταπίεση στους χριστιανικούς πληθυσμούς της Ελλάδας και χειροτέρευσε αισθητά το πολιτικό καθεστώς τους.
Στις αρχές του 17ου αιώνα, παρατηρήθηκε, στην ανήσυχη Μάνη, μια έντονη επαναστατική δραστηριότητα. Στην προσπάθειά τους να αντιμετωπίσουν την τουρκική πίεση, συμπεριέλαβαν και την ελπίδα κάποιας βοήθειας από τους Ισπανούς της Νεάπολης και της Σικελίας, ζητώντας τους στρατιωτική βοήθεια και παρέμβαση στην Μάνη και σε όλη την Πελοπόννησο. Στις 5 Σεπτεμβρίου 1612, ο επίσκοπος Μάνης Νεόφυτος απηύθυνε επιστολή, γραμμένη στα ελληνικά, γεμάτη θέρμη, προς το Φίλιππο Γ΄, βασιλιά της Ισπανίας, στην οποία ο Νεόφυτος υποστήριξε πως 15.000 ένοπλοι άνδρες και άλλοι 80.000 Πελοποννήσιοι θα μπορούσαν να προστεθούν (αν εφοδιάζονταν με όπλα), στη δύναμή τους. Στην επιστολή αυτή, παρενέβησαν ως συνήγοροι των Μανιατών και Έλληνες που υπηρετούσαν στα ισπανικά κρατίδια, όπως ο Ιερώνυμος Κόμπης και ο Νικολός Καβηλιέρης. Ο απεσταλμένος του Νεοφύτου, μοναχός Γαβριήλ, βρήκε κατανόηση από τον αντιβασιλέα της Σικελίας δούκα de Osuna και επέστρεψε στη Μάνη με ενθαρρυντικά νέα.
Ο Νεόφυτος ξανά έστειλε επιστολή στην Ισπανία, αλλά οι σύμβουλοι του μονάρχη Φιλίππου ήταν εντελώς αρνητικοί και πάλι, όπως και ο αντιβασιλέας της Νεαπόλεως, κόμης de Lemos. Ζητώντας σανίδα σωτηρίας, ο Νεόφυτος έστειλε γράμμα για βοήθεια στον Κάρολο Γκοντζάγκα, δούκα της Μάντουα, του Νεβέρ και του Ρετέλ, ο οποίος πέραν της γαλλικής καταγωγής του εμφανιζόταν και ως μακρινός απόγονος των Παλαιολόγων μέσω της γιαγιά του. Ο Κάρολος, αρχικά, είχε ένθερμη πρόθεση για συμπαράσταση, αλλά με τον καιρό αντιλαμβανόταν ότι ένα τέτοιο σχέδιο δεν ήταν δυνατό να οδηγήσει στην απελευθέρωση της Πελοποννήσου, διότι επρόκειτο για μια αναμέτρηση με ολάκερη την οθωμανική αυτοκρατορία. Αφού έδωσε περισσότερο χρόνο για προετοιμασία, ζήτησε ο ίδιος βοήθεια από την Ισπανία και τον Πάπα. Οι πρώτοι απέρριψαν και πάλι την έκκληση βοηθείας, ενώ ο Πάπας ανταποκρίθηκε καλοπροαίρετα. Η Γαλλία, λόγω της ευνοϊκής στάσης, που έδειχνε προς την Τουρκία, εκείνο το διάστημα, ήταν διστακτική.
Στο παιχνίδι ήταν και ο Μητροπολίτης Σπάρτης Χρύσανθος Λάσκαρις, που είχε έρθει σε προσωπική επαφή με τον Πάπα, τους Ισπανούς και τη Νεάπολη, ενώ ήταν και ο πρωτοπόρος των σχέσεων του Καρόλου Γκοντζάγκα με την Ελλάδα. Το 1613 γίνεται η πρώτη εμφάνισή του στον ελλαδικό χώρο και λίγο αργότερα έρχονται σε σύγκρουση με τα τουρκικά στρατεύματα, τα οποία, λόγω της αριθμητικής τους υπεροχής, επικράτησαν. Παρά την αποτυχία, ο Κάρολος του Νεβέρ δεν σταμάτησε ποτέ να στηρίζει την προσπάθεια για αποτίναξη του τουρκικού ζυγού.
Μία τις πιο αξιόλογες επαναστατικές κινήσεις των Ελλήνων, κατά τα τέλη του 16ου και τις αρχές του 17ου αιώνα, είναι και οι δύο εξεγέρσεις, που οργάνωσε ο μητροπολίτης Λαρίσης-Τρίκκης, Διονύσιος Β΄, ο επονομαζόμενος «Φιλόσοφος» ή «Σκυλόσοφος».
Ο Διονύσιος γεννημένος, ίσως, στην Ήπειρο έγινε μοναχός σε μικρή ηλικία και έλαβε λαμπρή μόρφωση, για αυτό και ονομάστηκε «Φιλόσοφος». Τα ιερατικά του καθήκοντα άσκησε στο Οικουμενικό Πατριαρχείο επί πατριαρχίας Ιερεμία Β΄ του Τρανού, ο οποίος τον έστειλε στις εκκλησίες της Θεσσαλίας, της Ηπείρου και της Πελοποννήσου, με το αξίωμα του Έξαρχου. Το 1591 εκλέχθηκε μητροπολίτης Λαρίσης, αλλά, επειδή η πόλη ήταν έρημη, μετέφερε την έδρα του στα Τρίκαλα (Τρίκκη). Εκεί ανέπτυξε σχέσεις με τους κλεφταρματωλούς της Πίνδου και άρχισε να οργανώνει την πρώτη εξέγερση στη Θεσσαλία, το 1600, παρακινημένος από κάποια ευρωπαϊκή δύναμη που τον ενθάρρυνε. Η εξέγερσή του, όμως, απέτυχε και οι Τούρκοι επέβαλαν σκληρά αντίποινα στους κατοίκους της περιοχής. Ο Διονύσιος κατόρθωσε να φύγει στη Νεάπολη της Ιταλίας και ύστερα στη Ρώμη. Το Οικουμενικό Πατριαρχείο, όμως, τον κήρυξε έκπτωτο για αυτήν την αλόγιστη αποστασία.
Δέκα χρόνια αγωνιζόταν, για να εξασφαλίσει βοήθεια για την απελευθέρωση των συμπατριωτών του επισκεπτόμενος ηγεμόνες της Δύσης. Έχοντας εξασφαλίσει, ίσως, την Ισπανία και τον Πάπα (στον οποίο πιθανόν να έκανε και ομολογία πίστεως προς την Καθολική Εκκλησία), άγνωστο με ποιες ακριβώς υποσχέσεις, για βοήθεια, επέστρεψε, μετά το 1609, στην Ήπειρο, στο μοναστήρι του Αγίου Δημητρίου Διχούνη, που είχε λάβει και το μοναχικό σχήμα.
Το σχέδιό του ήταν να οργανώσει μια νέα εξέγερση, να καταλάβει κάποιο φρούριο και να ειδοποιήσει, στη συνέχεια, τους Ισπανούς της Νεάπολης να τους ενισχύσουν. Αν και 60 πλέον χρόνων, είχε την εσωτερική δύναμη για αγώνα και όπου πήγαινε ξεσήκωνε τους χωρικούς. Αρκετοί (τουρκόφιλοι) αντιστάθηκαν, αλλά ο αναβρασμός αυξανόταν βαθμιαία και απλώθηκε στην Ήπειρο (70 χωριά και κωμοπόλεις της Θεσπρωτίας) και τη Θεσσαλία. Δίπλα στο Διονύσιο ξεχώρισε ο γραμματικός του Οσμάν πασά των Ιωαννίνων, Λάμπρος, ο Ντελή Γιώργος, επίσης γραμματικός ενός Τούρκου και ο Ζώτας Τσιρίπος από την Παραμυθία.
Η δεύτερη εξέγερση, λοιπόν, του Διονυσίου, ξεσπά στις αρχές του 1611. Ο αριθμός που τον ακολουθεί ανέρχεται στους 1.000 άνδρες περίπου και δεν είναι άλλοι από γεωργοί και βοσκοί οπλισμένοι με ακόντια, τόξα, ρόπαλα και γεωργικά εργαλεία, ενώ 40 μόνο διαθέτουν αρκεβούζια (τύπος τυφεκίου της εποχής).
Η πρώτη επίθεση γίνεται στα χωριά Ζαραβούσας και Τουρκογρανἰτσα, όπου έσφαξαν και τους κατοίκους. Την νύχτα της 10ης προ 11ης Σεπτεμβρίου, κατευθύνθηκαν προς την πόλη των Ιωαννίνων και πυρπόλησαν το διοικητήριο του Οσμάν πασά στη συνοικία του Καλούτσεσμε (σημ. Καλούτσιανη), σκοτώνοντας μερικούς Τούρκους, ενώ ο πασάς μπόρεσε να διαφύγει. Επέστρεψε, την επομένη, με λίγους ιππείς, με εξοπλισμένους Τούρκους της πόλεως, χριστιανούς σπάχηδες (ελαφρύ ιππικό) του κάστρου και τους συντηρητικούς κληρικούς, με οπαδούς του μοναχού Μαξίμου (κάποτε φίλο του Διονυσίου) και αντεπιτέθηκε, ώσπου έσπασε και την πολιορκία. Η αποτυχία της είχε ως συνέπεια όχι μόνο τον εξανδραποδισμό και την ερήμωση της περιοχής αλλά και την κατάλυση των προνομίων που είχαν το 1430 παραχωρηθεί στους Γιαννιώτες.
Ο Διονύσιος συνελήφθη, έπειτα από προδοσία, και με εντολή του πασά τον έγδαραν ζωντανό στην πλατεία των Ιωαννίνων. Ύστερα γέμισαν το δέρμα του με άχυρα και αφού του φόρεσαν τα αρχιερατικά του άμφια, τον περιέφεραν στην πόλη. Τρεις μέρες αργότερα, συνέλαβαν και τον Ντελή Γιώργο και τον Λάμπρο και τους έκαψαν ζωντανούς. Το δέρμα του Διονυσίου με 85 κεφάλια επαναστατών στάλθηκαν στην Πόλη και τα πέταξαν στους στάβλους του Σουλτάνου.
Ο Οσμάν πασάς, ύστερα από την αποτυχημένη εξέγερση, προχωρά στη Θεσσαλία, με σκοπό την παραδειγματική τιμωρία των κατοίκων. Ο τρόμος έφτασε και σε όλη την Ήπειρο. Αρκετοί σκοτώθηκαν, άλλοι σκλαβώθηκαν, άλλοι αλλαξοπίστησαν και άλλοι κατέφυγαν στα βουνά. Εκκλησίες και μοναστήρια καταστράφηκαν και οι περιουσίες τους δημεύτηκαν.
Ο παλαιός φίλος του Διονυσίου, Μάξιμος, τον πολέμησε και μετά τον θάνατό του αποκαλώντας τον «Δαιμονύσιον», ενώ η λαϊκή μάζα «Σκυλόσοφο». Οι οπαδοί του Διονυσίου, όμως, και μάλιστα μεγάλο μέρος του κλήρου εξακολούθησαν να μένουν πιστοί στις ιδέες του και ήλπιζαν σ’ ένα καλύτερο μέλλον για την πατρίδα τους.
«Δεσπότη μου, τί σήκωσες τον κόσμο στο σεφέρι
και ρήμαξαν τα Γιάννενα και ρήμαξεν ο τόπος;
Μείναν τα σπίτια αδειανά, γεμίσαν τα χανδάκια
κι’ ο Τούρκος δεν απόσωσε να κόβη και να καίη.
Εδώ αρπάζουν κόρακες κι εκεί οι Γιαουντήδες.
Δεν έχει η μάνα πιά παιδιά και τα παιδιά γονέους.
Kι εσένα το τομάρι σου το στείλανε στην Πόλη,
να τρών’ οι κότες πίτουρα, να νταβουλάν οι γύφτοι,
γιά να ξυπνάη η Τουρκιά να κάνη ραμαζάνι.»
Βιβλιογραφία
- Συλλογικό Έργο (1974), Ιστορία του Ελληνικού Έθνους, τομ. Ι΄. Αθήνα: Εκδοτική Αθηνών
- Συλλογικό Έργο (1992) Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα. Αθήνα: Εκδοτικός Οίκος Πάπυρος,
- Βακαλόπουλος Κ. (2009), Νεοελληνική Ιστορία. Θεσσαλονίκη: Εκδοτικός Οίκος Αδελφών Κυριακίδη
- Νανάκης Α. (2013) Το Οικουμενικό Πατριαρχείο στην ύστερη Οθωμανική Αυτοκρατορία. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Μπαρμπουνάκη