Της Χριστίνας Σονούντα,
Η «νεκροφιλία» θεωρείται το πιο μακάβριο σεξουαλικό φετίχ και η πιο σπάνια μορφή παραφιλίας. Ο όρος χρησιμοποιήθηκε πρώτη φορά το 1851, από τον Βέλγο ψυχολόγο, Joseph Guislain. Πιο συγκεκριμένα, χρησιμοποίησε τον όρο για να αναφερθεί στον Γάλλο νεκρόφιλο, Francois Bertrand, ο οποίος είχε καταδικαστεί και φυλακιστεί για την εκταφή και τον ακρωτηριασμό πτωμάτων από διάφορα νεκροταφεία του Παρισιού. Από τότε θεωρείται πράξη καταδικαστέα! Αρχικά, ορίστηκε ως σεξουαλική διαστροφή και μετέπειτα ως ποινικό αδίκημα. Ουσιαστικά, όμως, διαδόθηκε ευρέως, όταν χρησιμοποιήθηκε στο Psychopathia Sexualis, το πρωτοποριακό ψυχιατρικό βιβλίο του Richard von Krafft-Ebing το 1886.
Η νεκροφιλία είναι ένας τύπος παραφιλίας. Με τον όρο «παραφιλία» στην ψυχολογία και τη σεξολογία, γίνεται αναφορά σε μια σειρά από εκφράσεις της ανθρώπινης σεξουαλικότητας, που χαρακτηρίζεται από τη σεξουαλική διέγερση που προκαλείται από ενέργειες ή καταστάσεις που δεν σχετίζονται άμεσα με τον συνηθισμένο τρόπο σεξουαλικής συνεύρεσης. Αν και ο όρος αυτός στην αρχή χρησιμοποιήθηκε για να περιγράψει την ομοφυλοφιλία και την ομαδική συνουσία, πλέον χωρίζεται σε δύο ομάδες τις «Κύριες παραφιλίες» και τις «Παραφιλίες μη προσδιορισμένες αλλού», όπου κατατάσσεται και η νεκροφιλία. Είναι λιγότερο συχνές και ομαδοποιούνται υπό τον όρο «σεξουαλική διαταραχή» από το 1987.
Στην ψυχιατρική κοινότητα, η νεκροφιλία έχει μείνει μακριά από το πεδίο της επιστημονικής έρευνας μίας και είναι ταμπού, αλλά και σπάνιο φαινόμενο, καθώς δεν είχε γίνει αναφορά μέχρι το 2013.
Αξίζει να σημειωθεί ότι ο καθηγητής ιατροδικαστικής, Anil Aggrawal, πρότεινε ένα νέο σύστημα ταξινόμησης της νεκροφιλίας το 2009, την οποία περιέγραψε ως «μία από τις πιο περίεργες αλλόκοτες και αποτρόπαιες τάσεις της διεστραμμένης φιληδονίας». Το σύστημά του χαρακτηρίζεται από δέκα επίπεδα τα οποία εξηγεί αναλυτικά στο βιβλίο του με τίτλο: Necrophilia: Forensic and Madico-Legal Aspects, που αποτελεί και την πιο ενδελεχή ματιά πάνω στο ζήτημα που έχει δημοσιευτεί ποτέ.
«Η βασική δυσκολία στη μελέτη της νεκροφιλίας είναι η απουσία κειμένων και η έλλειψη επαρκούς αριθμού υποθέσεων», εξηγεί ο Aggrawal. «Δεν μπορώ να πω ότι κατάφερα να ξεπεράσω πλήρως αυτές τις δυσκολίες, αλλά προσπάθησα».
Σε αντίθεση με άλλες προσπάθειες που έχουν γίνει στο πλαίσιο της οριοθέτησης και ταξινόμησης της νεκροφιλίας, όπως η μελέτη των Jonathan Rosman και Phillip Resnick από το 1989,που εξετάστηκαν 122 περιπτώσεις νεκροφιλίας, η οποία ταξινόμησε τη νεκροφιλία σε δύο είδη –την «αυθεντική νεκροφιλία» και την «ψευτονεκροφιλία»–, ο Aggrawal διαπίστωσε πως τελικά υπάρχει ένα ευρύ φάσμα νεκροφιλικών τάσεων. Αντλώντας πληροφορίες από υποθέσεις από όλο τον κόσμο, το σύστημά του περιλαμβάνει από τις πλέον ήπιες νεκρόφιλες φαντασιώσεις μέχρι ακραίες πράξεις νεκροσοδομισμού.
Στην πιο ήπια πλευρά του συστήματος, βρίσκουμε την Κλάση I, η οποία περιλαμβάνει παιχνίδια ρόλων, «ρομαντικούς νεκρόφιλους» και νεκρόφιλες φαντασιώσεις που συνήθως δεν ακουμπούν τα νομικά όρια που συνδέουμε με τη νεκροφιλία. Οι άνθρωποι που υπάγονται εδώ διεγείρονται σεξουαλικά από έναν ζωντανό σύντροφο που προσποιείται τον νεκρό ή από σεξουαλικά παιχνίδια ρόλων που περιλαμβάνουν τη νεκρανάσταση ή τον βαμπιρισμό. Η Κλάση II περιλαμβάνει ρομαντικούς νεκρόφιλους που δεν μπορούν να αποδεχτούν ότι έχουν χάσει ένα αγαπημένο τους πρόσωπο, όπως για παράδειγμα η χήρα εκείνη που πρόσφατα βρέθηκε να κοιμάται δίπλα στο πτώμα του άντρα της, ένα χρόνο αφού είχε πεθάνει.
Συνεχίζοντας την εξέταση του φάσματος των τάσεων, συναντάμε τις νεκρόφιλες φαντασιώσεις (Κλάση III), αυτές δηλαδή των ατόμων που φαντασιώνονται τους νεκρούς, μια τάση που μπορεί να περιλαμβάνει επισκέψεις σε νεκροταφεία ή την ερωτική διέγερση μέσω εικόνων πτωμάτων.
Πέρα από αυτό το σημείο, βρίσκουμε τη νεκροφιλία με την πλέον κλασική της έννοια κοινώς, ανθρώπους που αρέσκονται σε σεξουαλικές πράξεις με νεκρούς. Όπως ξεκαθαρίζει ο Aggrawal, υπάρχουν πάρα πολλοί τρόποι για να επιτευχθεί αυτό, είτε από τη σεξουαλική διέγερση μέσω της απλής επαφής με ένα πτώμα (Κλάση IV) είτε από τον ακρωτηριασμό πτωμάτων (Κλάση VI), ή ακόμα και φτάνοντας μέχρι την περίπτωση των νεκρόφιλων δολοφόνων (Κλάση ΙΧ), που είναι τόσο απελπισμένοι για σεξ με ένα πτώμα που δεν διστάζουν να σκοτώσουν, για να καταφέρουν τον σκοπό τους. Από την εξέταση αυτή το 92% ήταν άνδρες και το 8% γυναίκες. Το 57% από τους «αυθεντικούς νεκρόφιλους» εργάζονταν σε δουλειές που είχαν άμεση επαφή με τους νεκρούς όπως: κοιμητήρια, γραφεία τελετών, νοσοκομεία.
Ο άνθρωπος ο οποίος χαρακτηρίζεται ως νεκρόφιλος δεν αντλεί ικανοποίηση από την ζωή με αποτέλεσμα να (αγκαλιάσει) τον θάνατο. Από μια ψυχαναλυτική σκοπιά, ο νεκρόφιλος θεωρείται ένα άτομο το οποίο δεν παίρνει καμία ικανοποίηση από την ζωή, δεν του αρέσει η ζωή και έτσι γοητεύεται με την ιδέα του θανάτου. Συνήθως είναι ψυχρός απόμακρος έχει ψυχαναγκασμό με τον νόμο, την τάξη και τον έλεγχο. Στα όνειρα τον νεκρόφιλων αποδεδειγμένα είναι τα αίματα, οι πόλεμοι, οι μάχες, οι εισβολές οτιδήποτε έχει να κάνει με νεκρό.
Οι μελετητές δεν μπορούν να προσδιορίσουν αν η φύση της νεκροφιλίας είναι επίκτητη ή εκ γενετής. Πρόκειται για μία σπάνια μορφή συμπεριφοράς, η οποία χαρακτηρίζεται ως ψυχωτική. Τα κίνητρα των νεκρόφιλων είναι ότι έχουν ένα «πτώμα» το οποίο δεν μπορεί να τους απορρίψει, δηλαδή θέλουν έναν σεξουαλικό σύντροφο που να μην μπορούν να δεχτούν απόρριψη για αυτό βρίσκουν καταφύγιο στο «πτώμα». Άλλοι νεκρόφιλοι έχουν την επιθυμία να συναντήσουν ή να έρθουν πιο κοντά με έναν χαμένο συνεργάτη, φίλο ο οποίος έφυγε από την ζωή. Άρα θεωρώντας με το να ασελγήσουν στο «πτώμα» αυτό θα τους φέρει πιο κοντά στον άνθρωπο τον οποίο επιθυμούν. Κάποιοι άλλοι είναι γιατί φοβούνται τα πτώματα, φοβούνται τους νεκρούς και με αυτό τον τρόπο θέλουν να δείξουν την δύναμη για να το αντιμετωπίσουν. Επίσης, άλλα άτομα είναι για να υψώσουν την αυτοεκτίμηση τους πχ( ότι και αυτοί έκαναν αυτό το αποτρόπαιο έγκλημα). Το πιο σημαντικό από όλα είναι ότι θεωρούν ότι με ένα πτώμα μπορούν να έχουν την δύναμη γιατί το πτώμα προφανώς δεν μπορεί να ανταπεξέλθει, δεν μπορεί να μιλήσει ούτε να φέρει οποιαδήποτε αντίρρηση με αποτέλεσμα να νιώθουν ηγέτες και αυτό τους δίνει δύναμη.
Από τη σεξουαλική επαφή με πτώματα, ο άντρας μπορεί να μεταδώσει μολυσματικές ασθένειες όπως: Ηπατίτιδα, στρεπτόκοκκους, HIV, και τοξίνες πτωμαΐνης. Σε ένα νεκρό σώμα υπάρχουν ζωντανοί οργανισμοί ακόμη και μετά τον θάνατό του, υπάρχουν οργανισμοί συνήθως από το γαστρεντολογικό σύστημα υπάρχουν βακτήρια, συγκεκριμένοι ιοί, παράσιτα τα οποία για κάποιο χρονικό διάστημα μπορούν να επιβιώσουν. Όταν ένας υγιής άνθρωπος έρθει σε σεξουαλική επαφή με ένα νεκρό σώμα οι κίνδυνοι που υπάρχουν είναι η μεταφορά μικροβίων από το νεκρό σώμα στο υγιές σώμα. Τα βακτήρια μπορούμε να τα διαχωρίζουμε σε δύο κατηγορίες τα αερόβια και αναερόβια. Τα αερόβια είναι τα βακτήρια τα οποία χρησιμοποιούν οξυγόνο για τον μεταβολισμό ενώ τα αναερόβια είναι αυτά τα οποία δεν χρειάζονται οξυγόνο για τον μεταβολισμό. Οπότε στην περίπτωση του νεκρού σώματος τα μικρόβια τα οποία αναπτύσσονται περισσότερο είναι τα αναερόβια.
Από το 1985 ως το 1995 ανά το παγκόσμιο εντοπίστηκαν 425 γυναίκες που μολύνθηκαν από μικρόβια που τους μετέδωσε ο νεκρόφιλος σύζυγός τους. Υπάρχουν περιπτώσεις όταν ένας άντρας έρθει σε επαφή με ένα νεκρό σώμα μπορεί ο ίδιος να είναι ασυμπτωματικός φορέας αλλά να μπορέσει ο ίδιος να μεταδώσει το μικρόβιο ή κάποιον ιό στην γυναίκα. Αυτό συμβαίνει κυρίως λόγο ανατομίας λόγω του ότι υπάρχει διείσδυση οπότε στον άντρα μπορεί να είναι κάτι επιφανειακό αλλά στην γυναίκα λόγω της διείσδυσης έχει πολλές πιθανότητες να αρρωστήσει.
Τα περιστατικά νεκροφιλίας είναι δύσκολο να εντοπιστούν, επειδή τα θύματα δεν μπορούν να την καταγγείλουν. Ένας γιατρός είναι δύσκολο να εντοπίσει κάποιο συγκεκριμένο μικρόβιο και να το συνδέσει με νεκροφιλία, όμως όταν κάτι είναι ανεξήγητο, τότε πλέον πρέπει να σκεφτούμε και να ερευνήσουμε τον περίγυρο (περιβάλλον) του ασθενή για να δει αν υπάρχει κάποια σύνδεση. Από το 1980 μέχρι σήμερα υπήρξαν καταγεγραμμένα 3450 καταγεγραμμένα περιστατικά νεκροφιλίας σε παγκόσμια κλίμακα. Εικάζεται ότι το 4% του παγκόσμιου πληθυσμού είναι νεκρόφιλοι. Νομικά το να κάνεις σεξ με ένα πτώμα ποινικοποιείται με ποινή φυλάκισης την οποία θα κρίνει ο δικαστής και οι νόμοι. Εγκληματολογικά όταν ένας νεκρόφιλος έρθει σε επαφή με ζωντανό οργανισμό πχ (σύζυγος, ερωμένη, φίλη κ.α.) τότε εκτός του ότι θα του μεταδώσει ίσως θανατηφόρους ιούς εγκληματολογικά μπορεί να θεωρηθεί και ως απόπειρα ανθρωποκτονίας και διώκεται ποινικά.
Στις ΗΠΑ, η νεκροφιλία θεωρείται ποινικό αδίκημα, από το 2008. Εντούτοις σε 8 πολιτείες θεωρείται ακόμα νόμιμη πράξη (Λουϊζιάνα, Νότια Καρολίνα, Οκλαχόμα, Κάνσας, Νεμπράσκα, Νέο Μεξικό, Βερμόντ). Στην Αίγυπτο ψηφίστηκε νόμος το 2012 που νομιμοποιεί την νεκροφιλία για τον άντρα για τις πρώτες 6 ώρες μετά το θάνατο της συζύγου του. Χαρακτηρίζεται ως «τελευταία αποχαιρετιστήρια σεξουαλική επαφή» που θέτει τα δικαιώματα του γάμου σε ισχύ… ακόμη και μετά τον θάνατο της γυναίκας.
Εκτός από την θεραπεία της σχετικής ψυχοπαθολογίας, δεν υπάρχει επαρκής αριθμός νεκρόφιλων για την καθιέρωση αποτελεσματικών θεραπειών. Ωστόσο βάσει των διαθέσιμων δεδομένων με την βοήθεια των γιατρών και των ψυχολόγων, πρέπει να αντιμετωπίσουν οποιαδήποτε ψυχοπαθολογία που σχετίζεται με την νεκροφιλία, να αποκτήσουν μια καλή ψυχοθεραπευτική σχέση. Πολλές φορές ίσως χρειαστεί να τους χορηγηθεί και κάποια φαρμακευτική αγωγή. όπως ανδρογόνα και μέσω της ψυχοθεραπείας να αποκτήσουν μια φυσιολογική σεξουαλική επαφή καθώς και να εκτρέψουν τις νεκροφιλικές φαντασιώσεις τους σε ένα ζωντανό αντικείμενο.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- D. Oberhaus, (2016), Vice Νεκροφιλία: ένα μακάβριο σεξουαλικό φετίχ
- Τ. Μπαταλάμα, (2017), sex-therapy.gr Νεκροφιλία
- Θ. Παπαγαθωνίκου (2016), THECLOWN Νεκροφιλία: μία ψυχαναλυτική προσέγγιση.