Της Ιωάννας Μπινιάρη,
Ένας από τους πιο ενδιαφέροντες κλάδους του ποινικού δικαίου που κινεί συχνά το ενδιαφέρον των σπουδαστών της νομικής επιστήμης, είναι αυτός της Εγκληματολογίας. Το ερώτημα, λοιπόν, που θα μας απασχολήσει αρχικά είναι: «Τι είναι, γενικά, η Εγκληματολογία;» Θα λέγαμε ότι είναι η βοηθητική επιστήμη που θεωρείται ως ένας εξω-νομικός κλάδος που ερευνά κυρίως την πραγματικότητα του εγκλήματος και ως ευρεία έννοια αναφέρεται στη συστηματική μελέτη του εγκληματικού φαινομένου σε όλες του τις εκφάνσεις και τις διαδικασίες από την εμφάνισή του ως την αντιμετώπισή του.
Προκειμένου να γίνει καλύτερα και αμεσότερα κατανοητός αυτός ο ιδιαίτερος κλάδος, θα προχωρήσουμε στην απαρίθμηση των στοιχείων που τον συνθέτουν. Συγκεκριμένα, οι τέσσερις πυλώνες που συναπαρτίζουν το γνωστικό αντικείμενο της Εγκληματολογίας είναι: α) το έγκλημα, β) ο εγκληματίας, γ) το θύμα και δ) η αντίδραση στο έγκλημα.
Όπως είναι ευρύτερα γνωστό, ο ακρογωνιαίος λίθος του ποινικού δικαίου είναι το έγκλημα, το οποίο εξετάζεται από τους ποινικολόγους μόνο υπό τη συγκεκριμένη και αδιαμφισβήτητη έννοια του αρ. 14 ΠΚ, ενώ για τους εγκληματολόγους δεν υφίσταται ένας γενικά αποδεκτός ορισμός, αφού ο καθένας από αυτούς προσεγγίζει το έγκλημα υπό τη δική του σκοπιά και του αποδίδει και έναν επιθετικό προσδιορισμό. Έτσι, έχουν γεννηθεί το «φυσικό έγκλημα», το «πραγματικό έγκλημα», η κοινωνιολογική έννοια του εγκλήματος, η οντολογική έννοια του εγκλήματος κ.α.. Τα συνήθη κριτήρια ή ουσιώδη στοιχεία, τα οποία βοηθούν στο να προσδιοριστεί η εγκληματολογική έννοια του εγκλήματος είναι η αντικοινωνικότητα, η κοινωνική βλάβη ή ζημία, η ανομία, η προσβολή υλικών αγαθών που ικανοποιούν βασικές ανάγκες, ο έντονος αποξενωτικός χαρακτήρας, η προσβολή γενικά αποδεκτών αξιών της κοινωνικής ζωής, η παραβίαση βασικών κανόνων συμπεριφοράς αλλά και η παραβίαση βασικών ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Πέρα λοιπόν από τις τυπικές διακρίσεις των εγκλημάτων του ποινικού δικαίου, δηλαδή τα πλημμελήματα, τα κακουργήματα, τα εγκλήματα κατά της ζωής, της ιδιοκτησίας κλπ., έρχεται στο σημείο αυτό ο εγκληματολόγος να προσθέσει και τον ανθρώπινο παράγοντα με διακρίσεις όπως τα «οικονομικά εγκλήματα», τα «εγκλήματα μίσους-πάθους», τα «οργανωμένα εγκλήματα» κ.λπ., που συνήθως αποδίδουν το κίνητρο ή το αποτέλεσμα πίσω από ένα έγκλημα και έχουν την τάση να γοητεύουν όλους τους ανθρώπους ανεξαρτήτως της ύπαρξης νομικής κατάρτισης.
Ο δεύτερος πυλώνας του γνωστικού αντικειμένου της εγκληματολογίας είναι ο δράστης του εγκλήματος. Ενώ στον Ποινικό Κώδικα ξεχωρίζουν οι εγκληματίες σε ακαταλόγιστους, ελαττωμένου καταλογισμού, ανηλίκους, κατ΄ επάγγελμα κ.λπ., ο εγκληματολόγος έρχεται εδώ να απαντήσει σε πιο αφηρημένα ερωτήματα, προκειμένου να σκιαγραφήσει το πορτρέτο ενός εγκληματία, όπως: «Μήπως εγκληματίας είναι εκείνος που διέπραξε ένα έγκλημα και κρίθηκε ένοχος από το δικαστήριο;», «Μήπως εγκληματίας είναι εκείνος που δεν διέπραξε ένα έγκλημα και παρά ταύτα κρίθηκε ένοχος;», «Μήπως εγκληματίας είναι εκείνος που διέπραξε ένα έγκλημα και παρά ταύτα δεν συνελήφθη;». Με βάση διάφορες εγκληματολογικές μελέτες που έχουν διεξαχθεί, έχουν προκύψει μερικές τυπολογίες δραστών με βάση το βιοψυχολογικό υπόβαθρο των εγκληματιών, τις ιδιαιτερότητες του κοινωνικού περιβάλλοντος αλλά και τα χαρακτηριστικά της προσωπικότητάς τους. Υπάρχει για παράδειγμα ο γεννημένος εγκληματίας, αυτός δηλαδή που φέρει εκ γενετής ορισμένα στίγματα που μαρτυρούν την κλίση του στην επίδειξη εγκληματικής συμπεριφοράς, ο ανθρωποκτόνος εγκληματίας, όπως ο παιδοκτόνος, ο πατροκτόνος, ο μητροκτόνος ή ο μαζικός και ο κατά συρροή, καθώς και ο εγκληματίας με νοητική υστέρηση. Συνηθισμένη βέβαια είναι και η κατηγορία του εγκληματία με ψυχοπαθητική προσωπικότητα, όπου χωρίς μεγάλη σιγουριά βέβαια θα κατατάσσαμε και τον περίφημο κανίβαλο Χάνιμπαλ Λέκτερ, φανταστικό χαρακτήρα των βιβλίων του συγγραφέα, Thomas Harris, που συνιστά ιδιαίτερο τύπο εγκληματία σε κάθε περίπτωση.
Ένας άλλος σημαντικός πυλώνας της εγκληματολογίας είναι το θύμα, που γενικά νοείται ως το φυσικό ή νομικό πρόσωπο, του οποίου έννομα ή άλλα αγαθά έχουν διακινδυνευθεί ή προσβληθεί από φυσικό ή ανθρώπινο γεγονός. Βέβαια για τον εγκληματολόγο σημασία έχει το θύμα που δημιουργείται από διακινδύνευση ή προσβολή των εννόμων ή άλλων αγαθών του συνεπεία εγκλήματος ή συνεπεία άλλης πράξης που δεν συνιστά έγκλημα αλλά αποτελεί παραβίαση ανθρωπίνων δικαιωμάτων ή κατάχρηση εξουσίας. Αξίζει μάλιστα να αναφερθεί ότι ο χαρακτηρισμός ενός ατόμου ως θύματος είναι ανεξάρτητος από την ανακάλυψη, σύλληψη, δίωξη ή καταδίκη του δράστη ή από τη συγγενική σχέση μεταξύ δράστη και θύματος. Άλλωστε, στην έννοια του θύματος περιλαμβάνει και τους εγγύτερους συγγενείς του άμεσου θύματος ή τους εξαρτώμενους από αυτό, καθώς και πρόσωπα που υπέστησαν βλάβη, παρεμβαίνοντας με σκοπό να βοηθήσουν το θύμα.
Τέλος, ο τέταρτος πυλώνας της εγκληματολογίας είναι οι αντιδράσεις στο έγκλημα και τον εγκληματία από το θύμα, την κοινωνία των πολιτών και την πολιτεία. Αυτές οι αντιδράσεις, ανάλογα με τον φορέα τους, διακρίνονται σε: i) ατομική αντίδραση, ii) κοινωνική αντίδραση, και iii) πολιτειακή αντίδραση. Στην ατομική αντίδραση, περιλαμβάνεται συνήθως ο φόβος του εγκλήματος, συγκίνηση, θυμός, ανασφάλεια, κατάθλιψη ή ακόμα και αυτοπεριορισμός κινήσεων. Η κοινωνική αντίδραση αναφέρεται συχνά και ως άτυπος κοινωνικός έλεγχος, είτε σε κάποια ήπια μορφή, όπως το κουτσομπολιό, είτε σε πιο αυστηρή μορφή, όπως η περιθωριοποίηση, ο στιγματισμός ή ακόμα και οι περιπολίες γειτονιάς από αστυνομικούς. Η πολιτειακή αντίδραση από την πλευρά της αφορά τους τρόπους και τα μέσα που η συντεταγμένη πολιτεία απαντά στο έγκλημα και τον εγκληματία, δηλαδή την ποινική καταστολή με την νομοθέτηση και εφαρμογή ποινικών διατάξεων, την οργάνωση των διαδικασιών του συστήματος της ποινικής δικαιοσύνης, αλλά και τα θετικά μέτρα προστασίας και ψυχοκοινωνικής θεραπείας των θυμάτων.
Ανακεφαλαιώνοντας, βλέπουμε ότι η μελέτη του εγκληματικού φαινομένου αποτελεί πολύ δύσκολο εγχείρημα της εγκληματολογίας, καθώς είναι πολλοί και αφηρημένοι οι παράγοντες που πρέπει να σταθμιστούν. Αυτόν τον ρόλο επιτελούν άλλωστε και οι προαναφερόμενοι πυλώνες της εγκληματολογικής επιστήμης, οι οποίοι συνιστούν τα βασικότερα εργαλεία ενός εγκληματολόγου.
ΠΗΓΕΣ
- Εγκληματολογία, Σύγχρονες και παλαιότερες κατευθύνσεις, εκδόσεις Νομική Βιβλιοθήκη, 2014