Του Δημήτρη Βασιλειάδη,
Από την έναρξη της Ελληνικής Επανάστασης, οι Μεγάλες Δυνάμεις της εποχής ασχολήθηκαν ενεργά με το ζήτημα αυτό. Η στάση τους προς τους επαναστατημένους Έλληνες δεν μπορεί να χαρακτηριστεί σταθερή. Αντιθέτως, παρατηρείται μια «στροφή» 180 μοιρών, μεταβαίνοντας από την ομόφωνη καταδίκη της επανάστασης σε έναν άτυπο «αγώνα» παραχωρήσεων, με έπαθλο την προσάρτηση του ελληνικού κράτους στη σφαίρα επιρροής τους.
Η αλλαγή στάσης δεν έγινε από τη μία ημέρα στην άλλη. Προηγήθηκαν διάφορα περιστατικά, που συνέβαλαν σε αυτήν. Αρχικά, όπως προαναφέρθηκε, οι κυρίαρχες δυνάμεις της εποχής ήταν αντίθετες με την επανάσταση στον ελλαδικό χώρο. Η αντίθεση αυτή ήταν αποτέλεσμα της ύπαρξης της Ιεράς Συμμαχίας. Συγκεκριμένα, μετά τις αναταραχές που προκάλεσαν στην Ευρώπη οι Ναπολεόντειοι Πόλεμοι, πραγματοποιήθηκε το συνέδριο της Βιέννης (1814-1815), που οι Μεγάλες Δυνάμεις (Μεγάλη Βρετανία, Αυστρία, Ρωσία, αλλά και η ηττημένη Γαλλία) συμφώνησαν στη δημιουργία μιας συμμαχίας, η οποία θα είχε ως πρώτιστο μέλημα την αποτροπή επαναστατικών ενεργειών και τη διατήρηση των ισορροπιών στη «Γηραιά Ήπειρο».
Οι Έλληνες αντιλήφθηκαν την εναντίωση της ευρωπαϊκής διπλωματίας προς το πρόσωπό τους μέσα από μία σειρά γεγονότων. Αρχικά, με τη μη στήριξη των ομόδοξων Ρώσων, μία στήριξη την οποία επιθυμούσαν διακαώς τα ηγετικά στελέχη της Φιλικής Εταιρείας, καθώς η συμμετοχή τους θεωρούνταν κομβικής σημασίας για την επιτυχία της Επανάστασης. Ακόμη, η Αυστρία ήταν, ίσως, η πλέον εχθρική δύναμη στην ιδέα της ελληνικής επανάστασης. Αυτό αποδεικνύεται, σε πρώτο βαθμό, από το γεγονός ότι ήταν από τα ιδρυτικά μέλη της Ιεράς Συμμαχίας, με τον Αυστριακό Υπουργό εξωτερικών και μετέπειτα Καγκελάριο, Metternich, να έχει πρωταγωνιστικό ρόλο στην ίδρυση και διατήρηση της συμμαχίας.
Έπειτα, ακολουθεί η σύλληψη του αρχηγού της Επανάστασης στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες, Αλέξανδρου Υψηλάντη, από τις αυστριακές αρχές. Τέλος, το σύνολο των κρατών της Ιεράς Συμμαχίας εναντιώθηκαν στην επανάσταση, χωρίς να δεχτούν, το καθένα για τους δικούς του, διπλωματικούς, περισσότερο, λόγους, την ελληνική αντιπροσωπεία στο Συνέδριο της Βερόνας (1822).
Η προαναφερθείσα σφοδρή αντίθεση προς την επανάσταση άρχισε σταδιακά να κάμπτεται. Το πρώτο βήμα έγινε από τη Μεγάλη Βρετανία, με τη σύναψη του επαναστατικού δανείου, μέσω του οποίου αναγνωριζόταν στην ουσία η «νομιμότητα» του Ελληνικού Αγώνα. Κομβικής σημασίας θα μπορούσε να χαρακτηριστεί η άνοδος του George Canning στο Υπουργείο Εξωτερικών της Μεγάλης Βρετανίας, το 1822. Από το νέο του αξίωμα, ο Canning προσπάθησε να ακολουθήσει μία διαφορετική εξωτερική πολιτική από εκείνη του προκατόχου του.
Ειδικότερα, στοχεύει στην αποστασιοποίηση της χώρας του από την Ιερά Συμμαχία και την υποστήριξη της Ελληνικής Επανάστασης, προκειμένου να ενισχυθεί η επιρροή της Μ. Βρετανίας στον χώρο της Ανατολικής Μεσογείου και των Βαλκανίων και συγχρόνως να μειωθεί η επιρροή της Ρωσίας. Έτσι, το 1823, γίνεται η πρώτη, ανεπίσημη, βρετανική πρόταση, η οποία προέβλεπε τη διαμεσολάβησή της, με στόχο τη δημιουργία ελληνικής ηγεμονίας. Η προσφορά δεν άρεσε στους Έλληνες και απορρίφθηκε.
Μετά τη Μεγάλη Βρετανία ήρθε η σειρά της Ρωσίας να αλλάξει βαθμιαία τη στάση της απέναντι στους Έλληνες, καθώς έβλεπε την επιρροή της να μειώνεται, μη έχοντας βοηθήσει ουσιαστικά ούτε στο ελάχιστο την επανάσταση, γεγονός που δυσαρέστησε τους εξεγερμένους Έλληνες. Για το λόγο αυτόν, η ρωσική ηγεσία σχεδίασε ένα υπόμνημα που προέβλεπε την ίδρυση τριών ηγεμονιών που θα κατείχαν, στο σύνολο, μεγαλύτερο έδαφος από αυτό που είχε απελευθερωθεί.
Ωστόσο, οι Έλληνες δεν θεώρησαν την πρόταση αυτή επωφελή και την απέρριψαν. Η ρωσική διπλωματία τάχθηκε με το μέρος των επαναστατών σε μεγαλύτερο βαθμό από τα τέλη του 1825, όταν στον θρόνο ανήλθε ο Τσάρος Νικόλαος Α΄. Λίγους μήνες αργότερα, ξεκίνησε η συνεργασία με τη Μ. Βρετανία, με σκοπό την επίλυση του ελληνικού ζητήματος. Η συνομιλία των δύο δυνάμεων οδήγησε στην πρόταση ανακωχής, με σκοπό την ίδρυση αυτόνομου ελληνικού κράτους, φόρου υποτελές στον Σουλτάνο, αλλά με ακαθόριστα, ακόμα, σύνορα.
Μέχρι την παραπάνω χρονική στιγμή, η παρουσία της Γαλλίας στις διπλωματικές ζυμώσεις ήταν από ισχνή έως ανύπαρκτη. Στις αρχές της επανάστασης, η Γαλλία, όπως και οι υπόλοιπες δυνάμεις της Ιεράς Συμμαχίας, καταδίκασαν την εξέγερση των Ελλήνων. Ακολούθησε μία περίοδος «υπογείων» διπλωματικών εργασιών, που επισήμως τηρούνταν πολιτική ουδετερότητας, αλλά, σε ανεπίσημο επίπεδο, είχαν αναπτύξει επαφές με μία ομάδα Ελλήνων, προκειμένου να τοποθετηθεί στον θρόνο του μελλοντικού ελληνικού κράτους μονάρχης γαλλικής καταγωγής, αντί του Ιωάννη Καποδίστρια, ο όποιος ήταν και η επιθυμία των περισσοτέρων. Η εξωτερική πολιτική της Γαλλίας έγειρε ελαφρώς υπέρ της Ελλάδας και σε επίσημο πλέον επίπεδο, μόλις το καλοκαίρι του 1827, όταν και υπεγράφη από τη Βρετανία, τη Ρωσία και τη Γαλλία η Συνθήκη του Λονδίνου.
Η παραπάνω συνθήκη υπεγράφη σε μία κρίσιμη καμπή της ελληνικής επανάστασης. Συγκεκριμένα, σχεδόν ολόκληρη η Στερεά Ελλάδα είχε περιέλθει στον οθωμανικό έλεγχο, όπως επίσης και μεγάλο ποσοστό της Πελοποννήσου. Το περιεχόμενο της συνθήκης δεν διέφερε σημαντικά από ό,τι είχε συμφωνηθεί ανάμεσα σε Μ. Βρετανία και Ρωσία έναν χρόνο νωρίτερα. Υπήρχε, ωστόσο, μία σημαντική προσθήκη, η οποία είχε τη μορφή μυστικού άρθρου: σε περίπτωση που οι Οθωμανοί δεν δέχονταν τις αποφάσεις, που θα λαμβάνονταν από τις Μεγάλες Δυνάμεις, οι οποίες θα είχαν ρόλο διαμεσολαβητή, τότε αυτές θα μπορούσαν να τις επιβάλουν ακόμα και με τη χρήση βίας. Σε γενικό βαθμό, όμως, στόχος των συμμάχων ήταν να αποφευχθούν οι εχθροπραξίες και αυτή ήταν και η εντολή που στάλθηκε στους επικεφαλής του συμμαχικού ναυτικού, που είχε φτάσει στο Αιγαίο.
Μετά την αποδοχή της Συνθήκης από τους Έλληνες και την άρνηση των Οθωμανών να προσαρμοστούν με τους όρους αυτής, οι Μεγάλες Δυνάμεις βρίσκονταν πλέον ξεκάθαρα με το πλευρό των επαναστατών. Οι τουρκοαιγυπτιακές δυνάμεις, όμως, σχεδίαζαν τις επόμενες κινήσεις τους, περιμένοντας, παράλληλα, ενισχύσεις από την Αίγυπτο. Αποτέλεσμα αυτής της τακτικής ήταν η ναυμαχία του Ναβαρίνου, μία σύρραξη η οποία δεν εντασσόταν στις επιθυμίες των συμμαχικών κυβερνήσεων και μάλλον αποτέλεσε πρωτοβουλία των Ναυάρχων. Μετά τη λήξη της ναυμαχίας, κυριάρχησε η αδράνεια στους συμμάχους, μέχρι τη στιγμή που ο Τσάρος της Ρωσίας κήρυξε, αιφνιδιαστικά, τον πόλεμο στην Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Ακολούθησε η εγκατάσταση των πρεσβευτών των Μεγάλων Δυνάμεων από την Κωνσταντινούπολη στον Πόρο, προκειμένου να συνεδριάσουν για τη χάραξη των συνόρων, καθώς και η εκδίωξη των αιγυπτιακών δυνάμεων από την Πελοπόννησο από γαλλικά στρατεύματα υπό τον Στρατάρχη Nicolas Joseph Maison. Η τροπή των γεγονότων ανάγκασε τους Οθωμανούς να αναγνωρίσουν τη Συνθήκη του Λονδίνου. Έπειτα από μία σειρά προτάσεων και αντιπροτάσεων, τόσο μεταξύ των Μεγάλων Δυνάμεων και της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας όσο και μεταξύ των ίδιων των Συμμάχων, συμφωνήθηκε η ανεξαρτησία του ελληνικού κράτους, το οποίο θα βρισκόταν υπό την κηδεμονία των Μεγάλων Δυνάμεων, με τη συνοριακή γραμμή να κινείται μεταξύ Άρτας και Βόλου.
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Βακαλόπουλος Ε. A. (2005), Νέα ελληνική ιστορία κγ’ έκδοση. Θεσσαλονίκη: Εκδόσεις Βάνιας. σελ. 167-198
- Douglas D. (2012), Η ενοποίηση της Ελλάδας 1770-1923. (7η ανατύπωση), Αθήνα: Μορφωτικό Ίδρυμα Εθνικής Τραπέζης. σελ. 87-105
- Πασπαλιάρης Π. (2014), Ο Ιωάννης πίσω από τον Καποδίστρια. Αθήνα: Καθημερινές Εκδόσεις Α.Ε.. σελ. 92-93