Του Αθανάσιου Μαντζώλα,
Το πρόβλημα για τα αρχαία μνημεία, διαχρονικά δεν είναι μόνον οι καταστροφές που προκαλεί η φύση. Το δυσάρεστο προϊόν για παράδειγμα της σύγχρονης τεχνολογίας, η όξινη βροχή, που με το θειικό οξύ μετατρέπει το μάρμαρο σε γύψο, δημιουργεί μια από τις πιο σημαντικές μορφές φυσικής φθοράς. Πιο επικίνδυνος, όμως, και από την όξινη διάβρωση είναι ο ίδιος άνθρωπος, με τις παρεμβάσεις του. Παραλείπω τις καταστροφές από πολέμους, επιδρομές, βομβαρδισμούς κτλ. που κατά κάποιο τρόπο αποτελούν αναπόφευκτη συνθήκη. Μέχρι πριν διακόσια χρόνια στην Ελλάδα, οι πέτρες και τα μάρμαρα των αρχαίων χρησιμοποιούνταν ως οικοδομικό υλικό για σπίτια και εκκλησίες. Εξίσου ζημιογόνες, ενέργειες που τιτλοφορούνται διασωστικές. Ας μην ξεχνάμε, πως ο Παρθενώνας κατακρεουργήθηκε από τον λόρδο Έλγιν, υποτίθεται στο όνομα της διάσωσης και της προστασίας.
Ο Έλληνας φαίνεται να μην εκτιμά και τόσο το παρελθόν του. Πώς να εκτιμήσεις άλλωστε κάτι που βαθιά αγνοείς και περιφρονείς; Φτάσαμε στο σημείο, έλεγε ένας πολιτικός, ελληνομαθής τουρίστας να λέει στον περιπτερά «βούλομαι ιέναι εις Ακρόπολιν» και αυτός να του απαντά “I don’t speak English”… Αυτή η περιφρόνηση προς το παρελθόν γενικότερα, προς τα μνημεία του παρελθόντος ειδικότερα, αντικατοπτρίζεται από πράξεις (αμελείς ή δόλιες δεν έχει σημασία) και παραλήψεις της ελληνικής πολιτείας που αφορούν την διάσωση και την προστασία αυτού του τομέα της πολιτιστικής μας κληρονομιάς. Η ανασκαφή στην Αμφίπολη, τα αρχαία στο μετρό της Θεσσαλονίκης, η φωτιά στις Μυκήνες, το τσιμεντάρισμα στην Ακρόπολη, είναι κάποια πρόσφατα παραδείγματα -τα πιο κραυγαλέα ίσως- που μου έρχονται στο μυαλό. Δεν ευθύνεται κανείς για την διακοπή των ανασκαφών στον τύμβο της Αμφίπολης, όπως δεν ευθύνεται κανείς και για την καταστροφή στις Μυκήνες. Το παράξενο φυσικά θα ήταν να ευθυνόταν κάποιος. Οι αρχαιολόγοι και οι ιστορικοί και στις Μυκήνες και στην Τροία και στα άλλα κέντρα του μεγάλου Μυκηναϊκού πολιτισμού πάντα ενδιαφέρονταν για τη χρονολόγηση των στρωμάτων που είχαν καταστραφεί από τη φωτιά, αφού θα καταδείκνυε κάποια επιδρομή «εχθρών», κάποια αιτία παρακμής, κάποια ένδειξη κρίσης. Για τη φωτιά του 2020 στις Μυκήνες, θα μπερδεύουν το π.Χ. με το μ.Χ.(!) Είναι να γελάς με αυτά τα χάλια.
Είναι πολύ σημαντική η διαμάχη που έχει ξεσπάσει τους τελευταίους μήνες σχετικά με την απόφαση του Υπουργείου Πολιτισμού, για την απόσπαση των αρχαιοτήτων που ανακαλύφθηκαν στον σταθμό Βενιζέλου του μετρό της Θεσσαλονίκης. Πρόκειται για ένα πολιτιστικό συγκρότημα που χρονολογείται από την ύστερη αρχαιότητα ως τη μεταβατική περίοδο και την πρώιμη Μεσοβυζαντινή περίοδο (4ος – 9ος αιώνας μ.Χ.) και περιλαμβάνει την κύρια μαρμαρόστρωτη ρωμαϊκή οδό, Decumanus Maximus, και το εμπορικό κέντρο της ρωμαϊκής και βυζαντινής Θεσσαλονίκης, ένα δηλαδή μνημειακό σύνολο που αποτελεί αναπόσπαστο τμήμα της ιστορίας της πόλης της Θεσσαλονίκης και της παγκόσμιας πολιτιστικής κληρονομιάς. Η εξέλιξη του έργου του μετρό συνιστά μια καταστροφική επιλογή για τις αρχαιότητες, όπως καταδεικνύουν οι έντονες αντιδράσεις εθνικών και διεθνών θεσμικών, επιστημονικών και επαγγελματικών φορέων και οργανώσεων, πολλών ΜΚΟ και κορυφαίων εκπροσώπων της παγκόσμιας επιστημονικής κοινότητας. Η κατά χώραν διάσωση των αρχαιοτήτων ταυτίζεται με τη διάσωση της γνησιότητας του ιστορικού προσώπου της Θεσσαλονίκης. Η κ. Χ. Χρυσανθάκη, επίτιμη έφορος αρχαιοτήτων Θεσσαλονίκης, αναφέρει σχετικά: «[…] Δεν έχω πάψει να σκέφτομαι την ποιότητα και το μέγεθος του ιστορικού τοπίου που θα προέκυπτε στην καρδιά της σύγχρονης Θεσσαλονίκης, από την κατάργηση του σταθμού της οδού Βενιζέλου και την επέκταση της ανασκαφής στα οικοδομικά τετράγωνα της βόρειας παρειάς της οδού. Λένε πως, ποτέ δεν είναι αργά για τη διόρθωση ενός λάθους, υπάρχει κι εκείνη η ρήση για την ιστορία πως δεν ξαναγράφεται..». Σημειωτέον, εκκρεμεί η εκδίκαση της αίτησης ακυρώσεως κατά της εν λόγω απόφασης του υπουργείου, που έχουν καταθέσει στο ΣτΕ οι φορείς των Ελλήνων Αρχαιολόγων.
Γενικά, πιστεύω ότι η αξία του οποιουδήποτε μνημείου δεν είναι αυθύπαρκτη. Τι νόημα έχει η επίσκεψη σε έναν αρχαιολογικό χώρο την ιστορικότητα του οποίου αγνοείς. Μια απλή βόλτα. Αν δεν έχεις και ξεναγό, βαρετή βόλτα. Αν αφαιρέσεις από αυτά τα έργα το κάδρο, το πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκαν δε μένει τίποτα άλλο παρά σπασμένες πέτρες και μάρμαρα. Για παράδειγμα, η Ακρόπολη των Αθηνών. Η Ακρόπολη είναι το γέννημα της αττικής τραγωδίας, της ευγενικότερης κατάκτησης του ανθρωπίνου πνεύματος, που λέει ο ποιητής. Η αττική τραγωδία είναι η οδηγία της κλασσικής αρχαιότητας για έναν τρόπο ζωής που, στο βαθμό που μπορεί να τον ακολουθήσει ο άνθρωπος, βάζει τη ζωή του στην τροχιά του αθάνατου ρυθμού της φύσης. Και ο ρυθμός της φύσης είναι αθάνατος , γιατί δεν έχει μέσα του την ανοησία, την αδικία, την τυχαιότητα, τον εγωισμό και την τύφλα που έχει ο ρυθμός των σύγχρονων κοινωνιών. Η υψηλή αισθητική του Παρθενώνα -η έννοια της οποίας εγγίζει τα μεταφυσικά όρια της ερμηνείας του- είναι το αποτύπωμα της υψηλής ηθικής και πολιτικής της κλασσικής Αθήνας. Τι αξία έχουν τα Ελγίνεια Μάρμαρα έξω και πέρα από το φυσικό τους χώρο;
Η αρχιτεκτονική ως συλλογική έκφραση είναι στην ουσία έκφανση του εαυτού μας. Μία εξωτερίκευση της βούλησης, του χαρακτήρα μας. Υπό αυτό το πρίσμα μπορεί να εξηγηθεί η κακόγουστη τάση που επικρατεί στην αρχιτεκτονική μας σήμερα. Ενώ στις ξένες χώρες βλέπεις στα κοινοβούλια, στα πανεπιστήμια, παντού να κυριαρχεί ο αρχαιοελληνικός, δωρικός ρυθμός, εδώ βλέπεις στα δημόσια κτήρια κάτι απάνθρωπες, χαζοαφηρημένες κατασκευές. Δεν είναι τυχαία ούτε το τσιμεντάρισμα, ούτε ο φωτισμός στον Παρθενώνα. Το τσιμέντο και ο φωτοστολισμός είναι χαρακτηριστικά της σύγχρονης (κακής) αισθητικής του νεοέλληνα. Να μπαζώσουμε όπου υπάρχει χώμα, να βάλουμε λαμπάκια σε ότι υπερίπταται του μέτρου από το έδαφος. Να λαμπυρίζει, να φαίνεται, να είναι ατρακσιόν για τον ξένο και για τον τουρίστα. Πιστεύω ότι αυτή η στάση είναι ένα είδος βαρβαρότητας.
Όταν πρωτοέκανε την δεκαετία του ’50 ο Καραμανλής με τον Πικιώνη τη διαμόρφωση στην Ακρόπολη είχε τεθεί το θέμα αυτό το νεοπλουτίστικο μέχρι ποιο σημείο θα έπρεπε να πηγαίνει ο δρόμος για τα αυτοκίνητα. Εκείνες τις μέρες είχε έρθει στην Ελλάδα ο Λε Κορμπυζιέ, ο μεγάλος Γάλλος αρχιτέκτονας και του έκαναν οι δημοσιογράφοι αυτή την ερώτηση: Πώς νομίζετε ότι πρέπει να πηγαίνει κανείς στην Ακρόπολη, με το αυτοκίνητο ή με τα πόδια; «Με τα γόνατα!», τους απάντησε.