16 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΕυρώπηΕλληνική Εξωτερική ΠολιτικήΤα όρια των ελληνορωσικών σχέσεων

Τα όρια των ελληνορωσικών σχέσεων


Του Ιωάννη Χουλιάρα,

Στις 26 Οκτωβρίου του 2020, ο Υπουργός Εξωτερικών της Ρωσίας, Sergey Lavrov, πραγματοποίησε επίσημη επίσκεψη στην Αθήνα, όπου συναντήθηκε με τον Έλληνα ομόλογό του, Νίκο Δένδια, τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη και τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ, Αλέξη Τσίπρα. Η επίσκεψη αυτή του Ρώσου Υπουργού στην Ελλάδα απ’ ότι φαίνεται είχε να κάνει περισσότερο με την Τουρκία παρά με την ίδια την Ελλάδα, καθώς αιτία αποτέλεσε η ενεργή εμπλοκή της Τουρκίας στην σύγκρουση Αρμενίας-Αζερμπαϊτζάν. Η πολιτική αυτή ενόχλησε την Μόσχα, που θεωρεί τον Νότιο Καύκασο ως μέρος της δικής της σφαίρας επιρροής, και την ώθησε κατά πάσα πιθανότητα στο να στείλει ένα μήνυμα στην Τουρκία προσεγγίζοντας την Ελλάδα.

Στο πλαίσιο αυτό, ο Lavrov υποστήριξε τις ελληνικές θέσεις σχετικά με την οριοθέτηση του Αιγαίου, δηλώνοντας πως η θέση της Ρωσίας στο ζήτημα βασίζεται σε όσα προβλέπει η Σύμβαση των Ηνωμένων Εθνών για το Δίκαιο της Θάλασσας του 1982 (που η Τουρκία δεν αποδέχεται), σύμφωνα με την οποία «κάθε κράτος έχει το κυρίαρχο δικαίωμα να καθορίσει το εύρος των χωρικών υδάτων του έως τα 12 ναυτικά μίλια». Ωστόσο, παρά αυτή την οπωσδήποτε θετική για τα ελληνικά συμφέροντα τοποθέτηση, ο Ρώσος υπουργός δεν προχώρησε σε κάποια σαφή δέσμευση στήριξης προς την Ελλάδα. Αρκέστηκε στο να δηλώσει πως η Μόσχα τάσσεται υπέρ της επίλυσης των διαφορών μέσω διαλόγου και πως, καθώς διαθέτει καλές σχέσεις με όλες τις χώρες της περιοχής, είναι έτοιμη να συμβάλλει στην επίλυση των διενέξεων, ενώ απέφυγε να καταδικάσει ανοιχτά τις τουρκικές επιθετικές ενέργειες.

Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης κατά την συνάντηση με τον Sergey Lavrov. Πηγή: CNN Greece

Αυτό καταδεικνύει και τους περιορισμούς στην ανάπτυξη των ελληνορωσικών σχέσεων. Παρά την διαδεδομένη αντίληψη πως οι θρησκευτικοί και ιστορικοί δεσμοί μεταξύ των δύο χωρών δημιουργούν τις προϋποθέσεις για μια στενή πολιτική συνεργασία, στην ελληνική πολιτική έναντι της Μόσχας κυριαρχούσε ανέκαθεν ο πραγματισμός. Είναι γεγονός, βέβαια, πως οι ελληνικές κυβερνήσεις επιδίωξαν πολλές φορές, μετά την πτώση της στρατιωτικής δικτατορίας, να προσεγγίσουν την Ρωσία για να θωρακίσουν την γεωπολιτική θέση της Ελλάδας έναντι της Τουρκίας και να αποσπάσουν διπλωματικά οφέλη. Παρόμοια τακτική επιχείρησε να ακολουθήσει το 2015 και η τότε κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ, προκειμένου να ενισχύσει την διαπραγματευτική της θέση κατά τις συνομιλίες με τους Ευρωπαίους πιστωτές.

Καμία από αυτές τις πρωτοβουλίες, ωστόσο, δεν είχε αξιόλογα αποτελέσματα. Για την Ελλάδα, προτεραιότητα στην εξωτερική της πολιτική είναι η θέση της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (ΕΕ) και το ΝΑΤΟ. Ως μια μικρή χώρα, βρισκόμενη υπό την απειλή ενός ισχυρότερου στρατιωτικά γείτονα και εξαρτημένη οικονομικά από τους δυτικούς της εταίρους, η Ελλάδα απλά δεν είχε ποτέ τα περιθώρια να ακολουθήσει μια πραγματικά ανεξάρτητη πολιτική έναντι της Μόσχας. Η ανάπτυξη των ελληνορωσικών σχέσεων περιορίζεται επομένως από τον έντονο φιλοδυτικό προσανατολισμό και την εξάρτηση της Ελλάδας από την δυτική συμμαχία, καθώς και τον ρωσο-αμερικανικό ανταγωνισμό. Οι ΗΠΑ, ιδίως μετά την ουκρανική κρίση, δεν επιθυμούν ενίσχυση της Ρωσίας στην Ανατολική Μεσόγειο και δεν πρόκειται να επιτρέψουν μια σοβαρή προσέγγιση Ελλάδας-Ρωσίας.

Οι δομικοί περιορισμοί που επιβάλλονται στην Ελλάδα αντανακλώνται και σε τρία συγκεκριμένα περιφερειακά ζητήματα, στα οποία η ελληνική εξωτερική πολιτική βρίσκεται σε άμεση αντίθεση με τα ρωσικά συμφέροντα – θα μπορούσε να πει κανείς πως αποτελεί και σοβαρό κίνδυνο για αυτά.

Ο Vladimir Putin και ο τότε πρωθυπουργός της Ελλάδας Αλέξης Τσίπρας στην Αθήνα, Μάιος 2016. Πηγή: President of Russia

Πρώτον, η Ελλάδα τάσσεται υπέρ της διεύρυνσης του ΝΑΤΟ στα Βαλκάνια, κάτι που υπονομεύει την ρωσική επιρροή. Με την Συμφωνία των Πρεσπών, η Ελλάδα άνοιξε τον δρόμο για την ένταξη της Βόρειας Μακεδονίας στην ατλαντική συμμαχία. Αυτό οδήγησε και στην σοβαρότερη διπλωματική κρίση των σύγχρονων ελληνορωσικών σχέσεων: τον Ιούλιο του 2018 η ελληνική κυβέρνηση απέλασε δύο Ρώσους διπλωμάτες, με την κατηγορία της προσπάθειας υπονόμευσης της Συμφωνίας των Πρεσπών και κάνοντας λόγο για ύπαρξη δικτύου Ρώσων πρακτόρων στην βόρεια Ελλάδα. Ανεξάρτητα του κατά πόσο αληθεύουν αυτοί οι ισχυρισμοί είναι πέραν πάσης αμφιβολίας το ότι η συμφωνία ήταν σε βάρος των ρωσικών συμφερόντων.

Δεύτερον, η Ελλάδα φιλοδοξεί να αναδειχθεί σε κέντρο βάρους της στρατιωτικής παρουσίας των ΗΠΑ στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο, εκμεταλλευόμενη το αυξημένο αμερικανικό ενδιαφέρον για την περιοχή. Στο επίκεντρο αυτής της πολιτικής βρίσκονται η Αλεξανδρούπολη και η Κρήτη, αμφότερες στρατηγικής σημασίας τοποθεσίες. Οι ΗΠΑ φιλοδοξούν να αξιοποιήσουν το λιμάνι της Αλεξανδρούπολης ως πύλη για την είσοδο στρατευμάτων στα Βαλκάνια με προορισμό την Ουκρανία, και για καλύτερη επιτήρηση των στενών του Βοσπόρου. Όσον αφορά την Κρήτη, ο Αμερικανός Υπουργός Εξωτερικών Mike Pompeo, σε πρόσφατη επίσκεψή του στην Ελλάδα, ανακοίνωσε τον ελλιμενισμό νέων ναυτικών δυνάμεων στην βάση της Σούδας. Ο Pompeo ανέφερε μάλιστα ως αιτία τον «αποσταθεροποιητικό ρόλο» της Ρωσίας στην περιοχή, ειδικά την παρουσία της στην Λιβύη. Αυτό προκάλεσε την οργισμένη αντίδραση της ρωσικής πρεσβείας στην Αθήνα.

Τρίτον, η Ελλάδα αποτελεί επίσης νευραλγικό μέρος των ενεργειακών σχεδιασμών των ΗΠΑ στην περιοχή, με έργα όπως οι αγωγοί φυσικού αερίου IGB (Gas Interconnector Greece-Bulgaria) και TAP (Trans-Adriatic Pipeline) και ο τερματικός σταθμός υγροποιημένου φυσικού αερίου (Liquified Natural Gas – LNG) στην Αλεξανδρούπολη. Τα έργα αυτά θα επιτρέψουν στα κράτη της Νοτιοανατολικής Ευρώπης να προμηθευτούν φυσικό αέριο από παραγωγούς πέραν της Ρωσίας (π.χ. Αζερμπαϊτζάν), αποδυναμώνοντας την κυρίαρχη θέση της ρωσικής Gazprom στην περιφερειακή ενεργειακή αγορά. Ο τερματικός σταθμός στην Αλεξανδρούπολη είναι ιδιαίτερα κρίσιμος, καθώς πρόκειται να αποτελέσει ουσιαστικά την πύλη για την διοχέτευση αμερικανικού LNG στην Ευρώπη. Η στρατηγική σημασία της Αλεξανδρούπολης για την γενικότερη αμερικανική πολιτική κατά της Ρωσίας, καταδεικνύεται και από την προσπάθεια της αμερικανικής κυβέρνησης να θέσει υπό άμεσο έλεγχο το λιμάνι της πόλης, όταν ολοκληρωθεί η διαδικασία ιδιωτικοποίησής του.

O πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης και ο Υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Mike Pompeo κατά την διάρκεια επίσκεψης στην αμερικανική ναυτική βάση στην Σούδα, Σεπτέμβριος 2020. Πηγή: Al-Monitor

Προφανώς, όλες αυτές οι πρωτοβουλίες της Ελλάδας αποσκοπούν στο να κερδίσει η Αθήνα την αμερικανική στήριξη έναντι του τουρκικού αναθεωρητισμού, απορρέοντας από την γεωπολιτική της εξάρτηση. Ως αθέλητη (για την Ελλάδα) συνέπεια έχουν ωστόσο την μετατροπή της σε εργαλείο των ΗΠΑ για την ανάσχεση της Ρωσίας στα Βαλκάνια και την Ανατολική Μεσόγειο. Η Μόσχα αντιμετωπίζει επομένως την Ελλάδα ως ένα υποχείριο των ΗΠΑ που δεν είναι σε θέση να ασκήσει ανεξάρτητη εξωτερική πολιτική, και δεν εμπιστεύεται τις προθέσεις των ελληνικών κυβερνήσεων.

Η Τουρκία, από την άλλη πλευρά, έχει αναδειχθεί σε έναν πιο αξιόπιστο εταίρο για την Ρωσία. Η Άγκυρα είναι σε θέση να αγνοήσει ενίοτε τις ΗΠΑ και να ασκήσει ανεξάρτητη πολιτική με έναν τρόπο που δεν θα μπορούσε ποτέ η Ελλάδα. Είναι επίσης στρατηγικά σημαντικότερη για το Κρεμλίνο, καθώς ελέγχει τα στενά του Βοσπόρου και άρα την πρόσβαση της Ρωσίας στην Μεσόγειο. Κατά συνέπεια, συμφέρει πολύ περισσότερο την Ρωσία να ενθαρρύνει τις ανεξάρτητες πολιτικές της Τουρκίας και να την φέρει σε συνεργασία μαζί της, υπονομεύοντας την συνοχή του ΝΑΤΟ. Αυτή η ρωσο-τουρκική συνεργασία των τελευταίων ετών δυσχεραίνει ακόμη περισσότερο την βελτίωση των ελληνορωσικών σχέσεων.

Εν κατακλείδι, φαίνεται πως τους τελευταίους μήνες η ελληνική κυβέρνηση έχει αναλάβει μια πρωτοβουλία αναθέρμανσης των σχέσεων Ελλάδας-Ρωσίας, ως απάντηση στην αυξημένη τουρκική επιθετικότητα και αναγνωρίζοντας τον ενισχυμένο ρόλο της Ρωσίας στην περιοχή. Το πρόβλημα, ωστόσο, είναι πως αυτή η ισχυρότερη ρωσική περιφερειακή παρουσία, που θα μπορούσε ίσως η Ελλάδα να εκμεταλλευτεί ως φραγμό στον τουρκικό επεκτατισμό, προκαλεί ανησυχία στις ΗΠΑ, που με την σειρά τους υποχρεώνουν την Ελλάδα να εγκαταλείψει κάθε σκέψη για προσέγγιση με την Ρωσία. Η Μόσχα, από την άλλη πλευρά, παρακολουθεί με ικανοποίηση τις εντάσεις μεταξύ δύο μελών του ΝΑΤΟ και επιχειρεί να εκμεταλλευτεί τις διενέξεις Τουρκίας-ΗΠΑ, καθώς και την πιο ανεξάρτητη πολιτική της Άγκυρας, για τους δικούς της στόχους. Η εξάρτηση της Ελλάδας από τον δυτικό παράγοντα περιορίζει έτσι δραστικά την ελευθερία κινήσεών της στην εξωτερική πολιτική. Τα μικρά κράτη δεν έχουν πολλές επιλογές στο διεθνές σύστημα.


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Γιάννης Χουλιάρας
Γιάννης Χουλιάρας
Προπτυχιακός φοιτητής του τμήματος Διεθνών και Ευρωπαϊκών Σπουδών στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς. Κύρια ερευνητικά ενδιαφέροντα αποτελούν οι διεθνείς σχέσεις και η στρατηγική, με έμφαση σε Μέση Ανατολή, Ρωσία-Ανατολική Ευρώπη και ελληνική εξωτερική πολιτική, η κυβερνοασφάλεια, ζητήματα υπηρεσιών πληροφοριών, η διπλωματική ιστορία και η ιστορία των ιδεών. Κατέχει άριστη γνώση της αγγλικής γλώσσας, ενώ αυτό το διάστημα μαθαίνει και τη ρωσική.