Της Φαίης Φωτιάδου,
Στο «Το έργο τέχνης στην εποχή της τεχνολογικής του αναπαραγωγιμότητας» (The Work of Art in the age of Mechanical Reproduction, 1935), ίσως το σημαντικότερο δοκίμιό του, ο Walter Benjamin, Γερμανός μαρξιστής και φιλόσοφος, υποστηρίζει πως, με την εξύψωση του καπιταλισμού στον βιομηχανικό τομέα, προϊόντα, όπως πίνακες ζωγραφικής και μουσικές συνθέσεις, υφίστανται αξιόλογες μεταβολές, καθιστώντας τα πλέον προϊόντα μαζικής παραγωγής, κάνοντάς τα να χάσουν την πραγματική τους αξία, τον πνευματικό τους χαρακτήρα και τη μοναδικότητά τους. Με τη μηχανική αναπαραγωγή, η βιομηχανοποίηση διαλύει αυτό που ο Benjamin αποκαλεί «αύρα» των έργων τέχνης και μας ωθεί σε μια κοινωνική χειραφέτηση.
Ως «αύρα» εκφράζεται το «γνήσιο» και η «αυθεντικότητα», τα οποία στην προκείμενη εποχή είναι ακόμα ιδιαίτερα, καθώς ορίζουν την παρουσία του καλλιτέχνη, την ψυχοσύνθεσή του τη δεδομένη στιγμή που δημιουργεί. Πρόκειται για μια ασταθή έννοια που αποπειράται να απεικονίσει κάτι άυλο, «μια ουσία που θυμίζει αιθέρα ή φωτοστέφανο που περιβάλλει τον δημιουργό», όπως χαρακτηρίζεται. Στις προκαπιταλιστικές κοινωνίες, η «αύρα» αποτελεί ακόμα απόλαυση, ιδανικό. Πριν ακόμα από τη δεκαετία του 1960, η αγωνία και η λαχτάρα κυριαρχούν στο -τότε- κοινό στην ιδέα της επαφής του με ένα αληθινό τεχνούργημα, κάτι τόσο απρόσιτο. Η συναναστροφή αυτή με τα πραγματικά έργα που κουβαλούσαν την αυθεντικότητά τους ήταν εκείνη που ξεχώριζε την υψηλή τάξη της κοινωνίας από την αστική και την εργατική.
Φτάνοντας στην εποχή της ραγδαίας τεχνολογικής ανάπτυξης, η δυνατότητα της αναπαραγωγής έρχεται να αλλάξει τη σχέση της μάζας, δηλαδή του λαού μιας κατώτερης τάξης, με τα αντικείμενα της τέχνης. Αναζητώντας το κέρδος και την πολιτισμική ομοιογένεια, οι μεγάλες πολιτισμικές βιομηχανίες θυσιάζουν απροκάλυπτα τα πρότυπα στοιχεία της υψηλής κουλτούρας, κάνοντάς την εξαιρετικά προσβάσιμη σε ένα κοινό που μέχρι τότε αδυνατούσε να πλησιάσει τέτοιου είδους πολυτέλειες.
Όταν ο διάσημος τενόρος Luciano Pavarotti χάρισε απλόχερα την όπερα στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα με τις συναυλίες του, η ελίτ της εποχής φάνηκε να αντιδρά, ενώ περιέγραφαν μια κατάσταση περί εκχυδαϊσμένης αισθητικής, την οποία απέρριπταν ως νέο ιδεώδες. Με παραστάσεις που, όπως γράφτηκε σε πρωτοσέλιδα τοπικών εφημερίδων και περιοδικών, «δεν ήταν για τους πλούσιους, αλλά για τους πολλούς», ο Pavarotti κατάφερε να τοποθετήσει ένα από τα πρώτα λιθαράκια σε ένα συνεχώς αναπτυσσόμενο εμπορικό σύστημα που σκοπό είχε να «απομυθοποιήσει» την υψηλή κουλτούρα, μετατρέποντας τα αντικείμενά της σε ένα ευπώλητο εμπόρευμα. Οποιοδήποτε αντικείμενο της τέχνης σημειώσει σημαντική επιτυχία αξιοποιείται μέχρι την εμπορική εξάντλησή του, μέχρι την τελική «αποκρυστάλλωσή» του. Μπορούμε να σκεφτούμε τον τρόπο με τον οποίο η όπερα καθώς και η κλασσική μουσική χρησιμοποιούνται στη σημερινή διαφήμιση για να πουληθεί οποιοδήποτε προϊόν, από φτηνά καρβέλια με ψωμιά και είδη πρώτης ανάγκης μέχρι ακριβά αρώματα και μάρκες αυτοκινήτων.
«Σε έναν ακόμη μεγαλύτερο βαθμό, το έργο τέχνης αναπαραγόμενο γίνεται το έργο τέχνης σχεδιασμένο για αναπαραγωγή»
Η εκλαϊκοποίηση της υψηλής τέχνης δεν θα ήταν μια εντελώς αρνητική εξέλιξη, θα έλεγε ο καθηγητής κοινωνιολογίας, Edward Shils, αν ο όρος δεν ταυτιζόταν με αυτόν της μαζικής τέχνης. Παρατηρούμε, όμως, πως ακόμα και η ίδια η τέχνη δείχνει να προσκυνά τη μάζα. Το μαζικά παραγόμενο προϊόν πλέον στοχεύει στην ικανοποίηση ενός μέσου γούστου, απαρνούμενο την ανωτερότητα και την ξεχωριστότητα που διακατείχαν τα πρώιμα δημιουργήματα τέχνης. Αναδεικνύεται ένα νέο φαινόμενο, ο «ιμπεριαλιστικός καταναλωτισμός», κατά το οποίο ο αρτίστας παύει να παραθέτει τις ιδέες του στα έργα του, αλλά κινείται μέσα σε περιορισμένα πλαίσια που επιβάλλονται από την πολιτισμική βιομηχανία και για το ευρύ κοινό. Παράγεται μια δημοφιλής κουλτούρα, της οποίας η κατανάλωση είναι πάντα παθητική και υπερβολικά επαναλαμβανόμενη, ενώ τα τελικά στοιχεία αυτής της τέχνης χαρακτηρίζονται, σύμφωνα με τους Theodore Adorno και Max Horkheimer, σπουδαίους κοινωνιολόγους που μελέτησαν διεξοδικά το ζήτημα, από ομοιογένεια και προβλεψιμότητα.
Με καλλιτέχνες, όπως οι Andy Warhol, Jasper Johns και Roy Lichtenstein, να ζωντανεύουν την Pop Art, χρησιμοποιώντας συνηθισμένα καθημερινά αντικείμενα που το κάθε λαϊκό νοικοκυριό θα μπορούσε να αναγνωρίσει, επιτυγχάνεται μια νέα αισθητική θέση που σημαδεύεται από αυθορμητισμό, ανάλαφρη διάθεση, αλλά και αδιαφορία προς τα εγκεφαλικά θέματα που απαιτούν σχετικές νοητικές διεργασίες για την κατανόησή τους.
Ένα φωτογραφικό πορτραίτο επίκαιρων αστέρων της showbiz, όπως αυτά του Elvis Prisley και της Merilyn Monroe, σε πολλαπλά αντίτυπα και έντονες χρωματικές αντιθέσεις μπορούσε να αποτελέσει τον ορισμό της εμπορευματοποίησης της «εύκολης τέχνης» που το κοινό απορροφούσε, υποβαθμίζοντας την αξία της «αύρας», που εξασθενεί πίσω από την τυποποιημένη μαζική παραγωγή. Η παρουσία του πρωτότυπου δεν απασχολεί πλέον το κοινό, το οποίο τείνει προς την απλοποίηση των πραγμάτων και δεν αναζητά την ένταση της «αύρας» του αρχετυπικού. Οι απαιτήσεις του μέσου ανθρώπου, ως μέρος του όχλου, πέφτουν και οι θεατές πλέον καλύπτονται από μια μορφή τέχνης που δεν είναι παρά άκαρπη τόσο συναισθηματικά όσο και εγκεφαλικά.
Θα λέγαμε πως, μετά από μια τέτοια εξέγερση της τέχνης και τη δημιουργία ενός νέου κινήματος, η βιομηχανοποίηση έχει αλλάξει τον πολιτισμικό χάρτη. Μέσα σε μια ποικιλία καταναλωτικών επιλογών, στόχος είναι η διασκέδαση του θεατή. Η επεξεργασμένη μαζική τέχνη σπαταλά την πολυδιαστασιακή ενεργητική του καλλιτέχνη, ενώ το νόημα πλέον «παράγεται τη στιγμή της κατανάλωσης, ανεξαρτήτως του τρόπου παραγωγής».