Της Ρένας Δανατζή,
Σε μία συνέντευξη που έδωσε ο Τζίμης Πανούσης πριν τον θάνατό του, όταν ρωτήθηκε για τον λόγο που επέλεξε να παντρευτεί με θρησκευτικό γάμο, απάντησε αφοπλιστικά ότι θεώρησε πολύ υποκριτικό να παντρευτεί με πολιτικό, εφόσον ήθελε πραγματικά να περάσει τη σχέση του σε ένα άλλο επίπεδο, κάνοντας έμμεσα λόγο για την ελληνική σεμνοτυφία. Υπάρχει παντού γύρω μας, είναι ο λόγος για ατελείωτους καβγάδες μεταξύ αγνώστων στα Social Media και παράλληλα βούτυρο στο ψωμί των πολιτικάντηδων της χώρας. Μία αγαπημένη συνήθεια όσων θέλουν να διχάσουν, να διαχωρίσουν τη θέση τους και να μπουν σε ένα αστείο comfort zone, που για εκείνους μοιάζει με κολυμπήθρα του Σιλωάμ.
Η τόσο επίκαιρη απάντηση του οξυδερκούς Τζίμη λειτούργησε ως καθρέφτης της κοινωνίας. Με αφορμή την ένταση που έχει προκληθεί από την απαγόρευση της κυβέρνησης για τον εορτασμό του Πολυτεχνείου, αλλά και τη γενικότερη αντιπαράθεση που έχει ξεσπάσει λόγω των συνθηκών που βιώνουμε, η σεμνοτυφία είναι ένα από τα εκατοντάδες σημάδια που κάποια στιγμή πρέπει επιτέλους να ξεφορτωθούμε, προχωρώντας μπροστά.
Ως λαός μας χαρακτηρίζει το δέσιμο με την παράδοση και πιο συγκεκριμένα με μικρές συνήθειες που έχουν όλοι γύρω μας, αλλά και εμείς οι ίδιοι από την παιδική ηλικία. Το χριστουγεννιάτικο τραπέζι, οι παρελάσεις, ο γάμος, ο εορτασμός του Πολυτεχνείου και πολλά ακόμα. Όλα τους ξεχωριστά, το καθένα για διαφορετικό λόγο, έχουν προσθέσει το δικό τους λιθαράκι σε αυτό που ονομάζουμε Ελληνική Κουλτούρα. Αναμφισβήτητα, αυτές οι μέρες – ορόσημα για τη μέση ελληνική οικογένεια είναι ιδιαίτερες, ξυπνούν μνήμες, εγείρουν συνειδήσεις, είτε μας φέρνουν πιο κοντά με τους δικούς μας ανθρώπους.
Το πρόβλημά μας ως κοινωνία είναι ότι τις περισσότερες φορές, στην προσπάθειά μας να γιορτάσουμε κάποιες εθνικές επετείους ή κάποιες ξεχωριστές ημέρες για τη θρησκεία, γινόμαστε τόσο εμμονικοί με το σωστό και το λάθος, που εν τέλει καταλήγουμε να γιορτάζουμε σεμνότυφα. Ακολουθούμε συγκεκριμένους κανόνες, λες και κάποιος μας ελέγχει αν το κάνουμε σωστά. Λες και πρέπει όλα να γίνονται με ένα συγκεκριμένο και απαράβατο τρόπο. Για παράδειγμα, την Πρωτομαγιά πρέπει όλοι να μαζευόμαστε σε παρέες και να ψήνουμε στην εξοχή, ενώ στις παρελάσεις πρέπει να φοράμε τα καλά μας και μετά να βγαίνουμε για φαγητό.
Θεωρώ πως ο εορτασμός είτε μίας εθνικής επετείου, είτε μίας γιορτής, δε χρειάζεται manual. Ο καθένας μπορεί να το κάνει με όποιον τρόπο νιώθει καλά. Κι αν για κάποιο λόγο, κάποια στιγμή, οι συνθήκες μας βγάζουν από συνήθη δεδομένα, αυτό δεν μας αφαιρεί το δικαίωμα του εορτασμού, ή της ελευθερίας της γνώμης μας. Οι γιορτές δε χρειάζονται πάντοτε φανφάρες και πανηγύρια. Κάποιες φορές, ή μάλλον πάντοτε, χρειάζονται πρώτα και πάνω απ’ όλα να ξέρουμε καλά τη δεδομένη συγκυρία και να μπορούμε να κατανοήσουμε μέσα μας, το λόγο της σπουδαιότητάς της. Τα υπόλοιπα περιττεύουν.