18.1 C
Athens
Παρασκευή, 15 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠολιτισμόςΘέατροΤο «Τρίτο στεφάνι» και η πορεία ως το Παλλάς

Το «Τρίτο στεφάνι» και η πορεία ως το Παλλάς


Της Κωνσταντίνας Καλλέργη,

Γραμμένο στο μεταίχμιο της δεκαετίας του ’50 και του ’60, σε μια περίοδο κατά την οποία ο Κώστας Ταχτσής ταξίδευε εκτός Ελλάδος, το «Τρίτο στεφάνι» εκδόθηκε πρώτη φορά με δικά του έξοδα το 1962, αλλά δε γνώρισε μεγάλη επιτυχία παρά μόνο μετά την επανέκδοσή του, κατά τη διάρκεια της Χούντας, το 1970.

Με τον τίτλο να προέρχεται από τους τρεις γάμους της μίας εκ των πρωταγωνιστριών, στο μυθιστόρημα συναντάμε δυο γυναίκες, τη Νίνα και την Εκάβη, οι οποίες εξιστορούν γεγονότα από τη ζωή τους, με φόντο την περίοδο του Μεσοπολέμου και της Κατοχής στην Ελλάδα.

Ένα βιβλίο που εξελίσσεται με χαρακτήρα κουτσομπολιού και κουβέντας μεταξύ φιλενάδων κατάφερε, ακριβώς χάρη σε αυτό του το στοιχείο, να έρθει κοντά στο ελληνικό κοινό και τελικά να το κερδίσει. Ο Ταχτσής «μέσα από την κοινότοπη ιστορία δύο γυναικών, οι οποίες κινούν τα νήματα της μοίρας των αρσενικών, δίνει έναν πίνακα της μεταπολεμικής κοινωνίας με φλας μπακ στην εποχή των Βαλκανικών και της Μικρασίας κι άμεσες αναφορές στην εποχή του Μεταξά και την Κατοχή, εστιάζοντας στο εμφυλιακό και μετεμφυλιακό τοπίο. Τα ιστορικά γεγονότα περνάνε μέσα από τη ζωή των ηρώων του και ο συγγραφέας κατορθώνει να απογειώσει τη ζωή αυτή σε «συλλογικό δράμα», ενώ «η πρωτοτυπία του Τρίτου στεφανιού οφείλεται στο ότι προσφέρει μακριά από τη Δεξιά και την Αριστερά ένα βιβλίο για τους μικροαστούς, δηλαδή για τα ελληνικά μεσοστρώματα», όπως γράφει χαρακτηριστικά ο Μένης Κουμανταρέας στο επίμετρο της επανέκδοσης του βιβλίου, το 2009.

Στην αποστροφή του μυθιστορήματος προς τα μεσαία στρώματα της τότε κοινωνίας και στην οικειότητά του με αυτά αναφέρεται και ο Αναστάσης Βιστωνίτης σε άρθρο του (Βήμα, 2009), λέγοντας ότι «το καλύτερο που μπορεί να επιτύχει (ένα βιβλίο για τους μικροαστούς) είναι να αποτυπώσει έναν κόσμο, ο οποίος βρίσκεται στο ενδιάμεσο, μια κοινωνία της επιβίωσης – όχι της φτώχειας αλλά μιας ιδιότυπης μιζέριας, από την οποία δεν λείπει ούτε η πόζα ούτε το θράσος. Μια κοινωνία, δηλαδή, παρενδυτική που θέλει να πιστεύει ότι είναι κάτι χωρίς να είναι τίποτε. Γι’ αυτό και η σκληρότητά της, το πείσμα, οι μικρής διάρκειας ενθουσιασμοί και ο μελοδραματισμός της. Όλα τούτα διαπλέκονται με τρόπο αμίμητο -και με εξαίρετη τεχνική- στο Τρίτο στεφάνι».

Στο ίδιο άρθρο διαβάζουμε και για τον αυτοβιογραφικό χαρακτήρα που διαπνέει το εμβληματικό έργο του Κώστα Ταχτσή, καθώς φαίνεται πως «έχουμε μια αυτοβιογραφία μεταμφιεσμένη σε μυθιστόρημα, μια ευφυή δηλαδή και εκτενέστατη μεταφορά η οποία μας προσφέρει κατοπτρικά την εικόνα της ελληνικής κοινωνίας που όλοι τη γνωρίζαμε αλλά ως τότε δεν είχε αποτυπωθεί στην πεζογραφική αφήγηση με τέτοια πειστικότητα. […] οι ηρωίδες του Ταχτσή είναι περσόνες του, εικόνες και αντανακλάσεις του εαυτού του». Ο ίδιος ο Κώστας Ταχτσής, εξάλλου, είχε αποκαλύψει πως ο χαρακτήρας της Εκάβης ήταν απόλυτα βασισμένος σε αυτόν της γιαγιάς του και πως στο βιβλίο του αφηγείται ιστορίες της.

Ήταν αυτό το κοκτέιλ των οικείων, συνηθισμένων προσώπων και του απλού, καθομιλούμενου λόγου που έφερε το μυθιστόρημα τόσο κοντά στο κοινό. «Ο χειμαρρώδης λόγος του απηχούσε μια γλώσσα που την άκουγε ακόμη τότε καθημερινά παντού στις γειτονιές των ελληνικών πόλεων, όμως η γλώσσα αυτή τώρα δεν ήταν αποσπασματική. Διέθετε συνοχή και μέσω της συνοχής δημιουργούσε μιαν αίσθηση του περιβάλλοντος χώρου και έστηνε τελικά την εικόνα μιας Ελλάδας που, μολονότι όλοι την γνώρισαν, δεν την είχαν δει ως τότε να αποτυπώνεται σε ένα βιβλίο με τέτοια ζωντάνια»· ειδικά η χρήση απλής γλώσσας κι εκφράσεων κοινότοπων την τότε εποχή, σε συνδυασμό με τον τόνο και το ύφος που απέδωσε ο Ταχτσής στους χαρακτήρες του, έδινε στους αναγνώστες την αίσθηση ότι «κρυφάκουγαν» πίσω από μια μισάνοιχτη πόρτα τις μητέρες, τις θείες, τις γιαγιάδες τους να συζητούν, να εκθέτουν γεγονότα και καταστάσεις και να σχολιάζουν την επικαιρότητα, ιδωμένη μέσα από το δικό τους βλέμμα.

Κουτσομπολιά και συζητήσεις -πάνω από φλιτζάνια με τσάι ή καφέ, την ώρα που μια γυναίκα πλέκει ή μια άλλη καθαρίζει φασολάκια- οι οποίες μπλέκονται με αναμνήσεις, με αστεία περιστατικά, με τσακωμούς… κι όλα αυτά με σκηνικό τη νεότερη ελληνική ιστορία, είναι σκηνές που κάθε Έλληνας είχε ζήσει στην καθημερινότητά του και που με ιδιαίτερη ευχαρίστηση διάβαζε τώρα στον αφηγηματικό λόγο.

Αυτή η απήχηση του μυθιστορήματος στο κοινό, εδώ και δεκαετίες, είναι ιδιαίτερα αισθητή και από τις μεταφορές του σε άλλα αφηγηματικά είδη, με την αρχή να γίνεται το 1979 με τη διασκευή του για το «Τρίτο πρόγραμμα» με αφηγήτριες τη Ρένα Βλαχοπούλου και τη Σμαρώ Στεφανίδου, ώσπου να φτάσουμε στο 1995 και την τηλεοπτική του μεταφορά, η οποία έβαλε τη Νίνα και την Εκάβη ως ενεργές ομιλήτριες μέσα σε κάθε ελληνικό σαλόνι.

Με τη Νένα Μεντή και τη Λήδα Πρωτοψάλτη να ερμηνεύουν τους πρωταγωνιστικούς ρόλους, η σειρά, σε σκηνοθεσία Γιάννη Δαλιανίδη και με μόλις 16 επεισόδια, κατάφερε να κερδίσει μια θέση στην καρδιά ακόμα και αυτών που δεν είχαν πρωτύτερα έρθει σε επαφή με το βιβλίο και να μπει στη λίστα με τις πιο αγαπημένες τηλεοπτικές μεταφορές μυθιστορημάτων.

Με την επανέκδοση του βιβλίου, το 2009, ήρθε και η θεατρική του διασκευή από τους Σταμάτη Φασουλή και Θανάση Νιάρχο για το Εθνικό Θέατρο και, το 2016, για το Κρατικό Θέατρο Βορείου Ελλάδος, ενώ δεν είναι λίγες και οι φορές που το έργο έχει ανέβει και από ερασιτεχνικούς θιάσους, στο μεσοδιάστημα.

Και κάπως έτσι, φτάνουμε στο 2020 -μια χρονιά πρόκληση για το θέατρο και τον πολιτισμό εν γένει- και στη διασκευή του έργου από τον Κωνσταντίνο Μαρκουλάκη και τον Νίκο Μανουσάκη για το θέατρο Παλλάς. Με έναν εικοσαμελή θίασο, σε σκηνοθεσία Κωνσταντίνου Μαρκουλάκη και με πρωτότυπη μουσική του Μίνου Μάτσα, ζωντανεύει ξανά η ιστορία της Νίνας και της Εκάβης και μαζί τους η νεότερη ιστορία της Ελλάδας.

Σε μια παράσταση περίπου δυόμισι ωρών, με ευφάνταστη εναλλαγή σκηνικών, αρμονική μετάβαση από σκηνή σε σκηνή και ομαλή ροή, που δεν κουράζει, παρακολουθούμε τη Νίνα και την Εκάβη -με τη Μαρία Κίτσου και τη Μαρία Καβογιάννη να ερμηνεύουν τους ρόλους αντίστοιχα- να μαλώνουν, να φιλιώνουν, να μιλούν, να διαφωνούν, να αγαπούν, να πληγώνονται, να αφηγούνται ιστορίες από τη ζωή τους, ενώ, την ίδια στιγμή, η πραγματικότητα φέρνει ανατροπές και νέες εξελίξεις στην καθημερινότητά τους.

Με τη σκηνική διάταξη να απλώνεται σε δύο, άλλοτε και τρία επίπεδα, παρουσιάζεται ευφάνταστα η αντίθεση παρόντος-παρελθόντος, χωρίζοντας την αφηγηματική δράση σε δυο άξονες και δίνοντας στον θεατή την αίσθηση ανεξαρτησίας των αφηγούμενων κάθε φορά από την πρωταγωνίστρια γεγονότων. Τα ίδια αυτά επίπεδα χρησιμεύουν και στο να δίνουν το κλίμα της εποχής στην οποία διαδραματίζονται κάθε φορά τα γεγονότα, παρέχοντας μια άποψη της γενικότερης εικόνας σε αντιδιαστολή με τα προσωπικά βιώματα και την υποκειμενική σκοπιά αφήγησης των ηρώων.

Ειλικρινείς και καθηλωτικές ερμηνείες, που δεσμεύουν το συναίσθημα του θεατή, προκαλούν από αληθινό γέλιο ως βαθιά συγκίνηση. Ιδιαίτερα ενδιαφέρουσα η ερμηνεία της Μαρίας Κίτσου, ως Νίνα, με αρκετό χιουμοριστικό στοιχείο και μια πιο χαλαρή διάθεση από αυτή στην οποία την έχουμε συνηθίσει, με την ίδια να ανταποκρίνεται με περισσή άνεση σε σκηνές ανάλαφρου αλλά και τραγικού χαρακτήρα που εναλλάσσονται. Καταπληκτική, στον εμβληματικό ρόλο της Εκάβης, και η Μαρία Καβογιάννη, η οποία «έντυσε» την ηρωίδα της με την αυθεντικότητα και τη χειμαρρώδη διάθεση που της αρμόζει, προσφέροντας στο κοινό μια απολαυστική ερμηνεία.

Μια παράσταση που κατάφερε να κάνει πολλά μάτια να βουρκώσουν και πολλά χαμόγελα να φωτιστούν κάτω από τις μάσκες. Ένα έργο, που, για όσο κράτησε, άνοιξε μια πόρτα και μας έβγαλε από την τωρινή μας πραγματικότητα, απλώνοντας μπροστά μας έναν άλλο κόσμο, μιας άλλης εποχής -με όλα τα καλά και τα στραβά του, ιδωμένα τόσο τρυφερά όσο κι αυστηρά-, και χαρίζοντάς μας μια γνήσια θεατρική εμπειρία, γεμάτη από συναίσθημα.

Ένα έργο που μέσα από χιούμορ αλλά και δραματισμό παρουσιάζει και περνά αλήθειες διαχρονικές και τελειώνει με το εξής μήνυμα: «δεν υπάρχει ευτυχία, υπάρχει μόνο η ζωή… Η ζωή είναι ένας στρόβιλος… το να αγαπάς αυτό τον στρόβιλο, αυτό είναι ευτυχία!».

Όλα αυτά, φυσικά, πριν η έξαρση της πανδημίας επιβάλει έναν δεύτερο εγκλεισμό, μετά τη λήξη του οποίου, ελπίζω να δούμε περισσότερα τέτοια έργα στο θέατρο!


Πηγές


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνα Καλλέργη
Κωνσταντίνα Καλλέργη
Είμαι στο τέταρτο έτος των σπουδών μου, στο τμήμα Επικοινωνίας, Μέσων και Πολιτισμού, του Παντείου Πανεπιστημίου, ακολουθώντας την κατεύθυνση της Διαφήμισης και των Δημοσίων σχέσεων. Μιλάω αγγλικά, γερμανικά και ιταλικά, ενώ ασχολούμαι με τον εθελοντισμό, τη συγγραφή και τη φωτογραφία. Συνήθως αφιερώνω τον ελεύθερο χρόνο μου σε φίλους, σειρές ή βιβλία. Αγαπώ πολύ το θέατρο και δε χάνω ευκαιρία να ασχολούμαι και να διαβάζω γι’ αυτό!