Της Δήμητρας Χαρέλη,
Ήδη από την αρχαιότητα είχε καθοριστεί μια αφετηρία στη σημασία και την αναγκαιότητα της ποινής στα πλαίσια μιας εύρυθμης, ομαλής και δίκαιης κοινωνίας. Μια πρόχειρη και αρκετά παλαιωμένη ερμηνεία της ποινής καλύπτει τον εκδικητικό χαρακτήρα της, ο οποίος εξυπηρετεί το κοινό αίσθημα δικαιοσύνης. Αν παραβλέψουμε αυτή την πλευρά του συνόλου, θα θυμηθούμε πως ήδη αυτός που έκανε την αρχή με την ερμηνεία της ποινής μέσα από τα έργα του ήταν ο Πλάτωνας. Ο προβληματισμός του ουσιαστικά στάθηκε γύρω από το μεγάλο δίλλημα του εκπαιδευτικού ή μη χαρακτήρα της επιβολής μιας ποινής. Ανάλογοι προβληματισμοί αναπτύχθηκαν πάνω στον σωφρονισμό, όπως το έργο του Τσεζάρε Μπεκαρία, «Περί εγκλημάτων και ποινών». Το σκεπτικό του τελευταίου επικεντρώθηκε στον παραδειγματισμό και στην αποτροπή επανάληψης εγκλημάτων.
Από την θεωρία στην πράξη…
Περνώντας από ένα τόσο θεωρητικό επίπεδο για το οποίο αφιερώθηκαν χιλιάδες σελίδες χαρτί, στο πιο πρακτικό, διαπιστώνει κανείς πως όλα τα παραπάνω σε πολλές περιπτώσεις έμειναν για πάντα στα χαρτιά. Σε αρκετές περιπτώσεις εγκλημάτων, η ποινή παίρνει μεγάλη έκταση, μετατρέποντας τον σκοπό της επιβολής της από τον σωφρονισμό, στην εκδίκηση και την δικαίωση προς το πρόσωπο του θύματος. Στην ελληνική πραγματικότητα υπάρχουν αρκετοί παράγοντες, οι οποίοι εμποδίζουν την απονομή παραδειγματικού χαρακτήρα μιας ποινής. Εν τέλει, αυτή η σωφρονιστική τακτική μετατρέπεται σε ένα πραγματικό κλουβί. Ο εκπαιδευτικός χαρακτήρας των σωφρονιστικών προγραμμάτων καταρρίπτεται από την ίδια τους τη λειτουργία. Οι διαθέσιμες παροχές στη χώρα μας, καθώς είναι περιορισμένες, ενισχύουν έντονα το φαινόμενο του υπερ-συνωστισμού των κρατούμενων. Κάτι τέτοιο καθιστά, αρχικά, αδύνατη την διάκριση των κρατουμένων με βάση το έγκλημα που διέπραξαν και τους μετατρέπει όλους σε μια μάζα. Ούτε υπάρχει, όμως, διαχωρισμός των εγκλεισμένων με βάση τις προσωπικές τους ιδιαιτερότητες, που πιθανόν να έχουν.
Επομένως, το αποτέλεσμα δεν θα μπορούσε να είναι διαφορετικό από μια μάζα γεμάτη μίσος, η οποία απλώς επιβιώνει και τίποτα άλλο, κάτω από μια σειρά έντονων απαγορεύσεων και περιορισμών. Είναι αδύνατη η εφαρμογή οποιασδήποτε στάσης μεταμέλειας. Πολλές ήταν οι περιπτώσεις όπου η ποινή δεν άγγιξε ούτε στο ελάχιστο τον στόχο της, δηλαδή τον σωφρονισμό των κρατούμενων, αλλά είχε εντελώς αντίθετο αποτέλεσμα. Έτσι, συχνά παρατηρείται ένα πνεύμα ανομίας και παραβατικότητας, όχι μόνο από τους κρατούμενους, αλλά πολλές φορές και από το ίδιο το προσωπικό ασφαλείας. Ένας μικρόκοσμος στον οποίο οι δυνατοί επιβιώνουν και οι αδύναμοι δεν έχουν καμία απολύτως εξουσία, ενισχύοντας το αίσθημα της βίας και του φόβου σε βάρος των τελευταίων. Σε συνδυασμό με ακατάλληλες συνθήκες διαβίωσης, ο σκοπός του σωφρονισμού ολοένα και απομακρύνεται από τον πραγματικό του στόχο.
Η πραγματική αιτία της αναποτελεσματικότητας των σωφρονιστικών κέντρων οφείλεται στην έλλειψη της μετάδοσης αξιών, στην μετάδοση του πραγματικού νοήματος της ζωής και στην παροχή προοπτικών για την εξέλιξη των κρατούμενων στην μελλοντική τους ζωής. Το «αύριο» αποτελεί το δυσκολότερο κεφάλαιο για εκείνους. Εκτός από τις ανάγκες της κυριολεκτικής επιβίωσης που έχουν να λύσουν, κουβαλάνε αρκετά ασήκωτα βάρη, τα οποία τους στιγματίζουν και τους εμποδίζουν να ενταχθούν ξανά στην κανονική ζωή. Το κοινό μυστικό όλων, ασχέτως με το αν θα υπάρχει μετάνοια για το έγκλημα που διαπράχθηκε, είναι πως σίγουρα δεν υπάρχει καμία ομοιότητα στο άτομο που περνάει την πύλη των φυλακών και το άτομο που αποφυλακίζεται. Στις περισσότερες μάλιστα περιπτώσεις, το βάρος του κοινωνικού στιγματισμού δεν απομακρύνεται ποτέ. Σε αυτές τις περιπτώσεις μπορούμε να πούμε πως η σωφρονιστική διαδικασία απέτυχε εντελώς.