Της Ερμιόνης Μπάδα,
Με τη διάλυση της Βουλής των Αντιπρόσωπων από το Βασιλιά Abdullah ΙΙ στα τέλη Σεπτεμβρίου και με το νόμο να επιβάλλει τη διεξαγωγή εκλογών εντός τεσσάρων μηνών από τη διάλυση, οι Ιορδανοί προσήλθαν στις κάλπες εν μέσω της καταστροφικής εξάπλωσης της πανδημίας του κορωνοϊού και της ολοένα και βαθύτερης οικονομικής κρίσης που πλήττει τη χώρα.
Παρά τις αρχικές προτροπές για αναβολή των εκλογών λόγω της υγειονομικής κρίσης που αντιμετωπίζεται παγκοσμίως, οι εκλογές διεξήχθησαν λαμβάνοντας όλα τα απαραίτητα μέτρα προστασίας, ενώ μετά το πέρας των καλπών, η κυβέρνηση ανήγγειλε απαγόρευση κυκλοφορίας, ώστε να αποφευχθεί περαιτέρω επιδημιολογική επιβάρυνση από τυχόν εκδηλώσεις. Ωστόσο, τόσο υποστηρικτές νικητών όσο και ηττημένων υποψηφίων, αψήφησαν τον απαγορευτικό νόμο και διοργάνωσαν πανηγυρικές συγκεντρώσεις ή διαδηλώσεις, όπου προκλήθηκαν ζημίες.
Στις 130 έδρες από τις οποίες απαρτίζεται η Βουλή των Αντιπροσώπων, εκλέχθηκαν 100 νέα μέλη, καθώς 30 υποψήφιοι κατάφεραν να διατηρήσουν τη θέση τους. Αυτό, βέβαια, δεν σημαίνει ότι μεταβλήθηκε η ποιοτική υπόσταση του οργάνου, καθώς οι επιχειρηματίες και αντιπρόσωποι φυλών κατέχουν την πλειοψηφία και οι στρατιωτικοί ακολουθούν στο εσωτερικό της Κάτω Βουλής.
Από την άλλη πλευρά, οι γυναίκες υποψήφιες δεν κατάφεραν να ξεπεράσουν το πλαφόν των 15 εδρών, που είναι δεσμευμένες για αυτές, έχοντας συνεπώς απώλεια 5 θέσεων συγκριτικά με τις 20 έδρες της προηγούμενης εκλογικής αναμέτρησης, ενώ σημαντικές απώλειες είχε και η παράταξη-συνασπισμός των Ισλαμιστών που κέρδισαν μόνο 6 από τις 15 έδρες που κατείχαν. Αξίζει να αναφερθεί, επίσης, ότι μόνο το 16% των μελών υπάγεται σε κάποιο κομματικό συνασπισμό και οι ανεξάρτητοι υποψήφιοι έχουν πλέον την πλειονότητα των εδρών.
Το στοιχείο, όμως, που χαρακτήρισε περισσότερο αυτές τις εκλογές είναι η πολύ χαμηλή προσέλευση στις κάλπες, με ποσοστό μόνο 29,9% των πολιτών με δικαίωμα ψήφου -περίπου δηλαδή το 1/3 του πληθυσμού των εκλογέων- ποσοστό ιστορικά χαμηλό σε σύγκριση με τις προηγούμενες εκλογές του 2016, όπου σημειώθηκε 36% προσέλευση.
Γενικότερα, οι εκλογές στην Ιορδανία στιγματίστηκαν από ισχυρή αποχή και απώλειες. Η γυναικεία εκπροσώπηση και η ισλαμιστική αντιπολίτευση βίωσε πλήγμα στη δυναμική τους εντός της Βουλής των Αντιπροσώπων. Ταυτόχρονα, παρά την επέκταση, κατά δύο ώρες, της λήξης της προσέλευσης στις κάλπες και επιβεβαιώνοντας τις προβλέψεις των ειδικών, το ποσοστό της αποχής αποδείχθηκε απογοητευτικά υψηλό.
Γιατί όμως να σημειωθεί τέτοια μικρή συμμετοχή και μάλιστα σε μία τόσο δύσκολη περίοδο για τη χώρα; Το ζήτημα έχει συγκυριακή και θεσμική προέλευση.
Όπως είναι προφανές, η ύπαρξη της πανδημίας είναι ένα σημαντικός παράγοντας που επηρέασε την προσέλευση στις κάλπες, καθώς η Ιορδανία αντιμετωπίζει έξαρση των κρουσμάτων και των θανάτων, ως ένα ακόμη κράτος που δέχεται τις επιδράσεις του δεύτερου κύματος της πανδημίας του κορωνοϊού. Είναι φυσικό ο φόβος για τον ιό να επηρέασε την επιλογή των πολιτών για την παρουσία τους στα εκλογικά κέντρα, κάτι που διαφαινόταν και από τις αντιδράσεις για τη διεξαγωγή των εκλογών. Ωστόσο, ουσιαστικότερη σημασία για την αποχή έχει η συσσωρευμένη απογοήτευση του λαού έναντι του θεσμού της Βουλής των Αντιπροσώπων. Οι πολίτες δεν πιστεύουν στις δυνατότητες της Βουλής των Αντιπροσώπων και σε ευρύτερο επίπεδο, στους πολιτικούς θεσμούς της χώρας, θεωρώντας ότι δεν υπάρχει δραστική πολιτική πράξη αλλά μόνο ανεκπλήρωτες υποσχέσεις. Αν αναλύσουμε τη δομή του πολιτικού συστήματος της Ιορδανίας, αυτό ίσως να γίνεται πιο κατανοητό.
Το Χασεμιτικό Βασίλειο της Ιορδανίας αναγνωρίζεται ως Συνταγματική Μοναρχία με ανώτατο ηγέτη τον Βασιλιά, Abdullah ΙΙ. Οι εξουσίες που διαθέτει ο μονάρχης και το Υπουργικό Επιτελείο του είναι διευρυμένες και περιοριστικές για τους υπολοίπους. Πιο συγκεκριμένα, ο ίδιος ο Βασιλιάς έχει υπό την εξουσία του τον Στρατό και τη Γενική Διεύθυνση Πληροφοριών της χώρας, μπορεί να διαλύσει τη Βουλή, να διοικεί ανεξάρτητα με διατάγματα, ενώ ορίζει ο ίδιος τον Πρωθυπουργό και τα 65 μέλη της Άνω Βουλής, της Γερουσίας (το άλλο σκέλος της Γενικής Συνέλευσης μαζί με την Βουλή των Αντιπροσώπων), άτομα που μπορεί με την ίδια ευκολία να καθαιρέσει. Η Βουλή, ειδικότερα, μπορεί να αποτελεί πηγή του νομοθετικού έργου, εντούτοις, η διαδικασία επικύρωσης και εφαρμογής των νόμων αυτών δεν είναι ευέλικτη, με τις νομοθεσίες να οφείλουν να λαμβάνουν έγκριση τόσο από τη Γερουσία όσο και από το Βασιλιά. Μόνο αν επιτευχθεί διπλή έγκριση, μπορεί να τεθεί η νομοθεσία σε ισχύ. Επομένως, βλέπουμε όντως ότι η Βουλή των Αντιπροσώπων, πάρα τις όποιες προσπάθειες να εκδημοκρατιστούν οι διαδικασίες, εξακολουθεί να μη διαθέτει τη δυναμική που επιθυμεί ο λαός και σταδιακά έχασε την εμπιστοσύνη του, όπως και οι κομματικοί σχηματισμοί σε αλληλεπίδραση με το έντονα φυλετικό στοιχείο της χώρας.
Η Ιορδανία έχει τώρα, περισσότερο από ποτέ, ανάγκη για αποτελεσματική δράση και ο λαός αντιδρά με την αποστροφή του, εφόσον είναι ο πρώτος που βιώνει τις επιδράσεις των τρεχουσών συνθηκών.
Η κοινή υγειονομική απειλή δεν έχει αφήσει καμία χώρα χωρίς πληγές και η Ιορδανία δεν αποτελεί εξαίρεση. Παρά την αρχική απόδοση των μέτρων κατά της εξάπλωσης της πανδημίας, η χώρα γνωρίζει αρνητικά ρεκόρ κρουσμάτων και θανάτων το διάστημα αυτό. Την ίδια την ημέρα της εκλογικής αναμέτρησης σημειώθηκαν αρνητικό ποσοστά στοιχείων για την εξέλιξη της πανδημίας. Αλληλένδετα, όντας μία οικονομία στηριζόμενη στον τουριστικό κλάδο και ήδη σε μία ανελαστική οικονομική κατάσταση, με την εμφάνιση του νέου ιού, η χώρα βυθίστηκε ακόμη περισσότερο στην οικονομική κρίση, με τον τουρισμό, που αποτελεί το 14% της οικονομίας, να κατακεραυνώνεται ολοσχερώς. Η εξωτερική οικονομική αρωγή ενισχύθηκε ακόμη περισσότερο, με το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο να αυξάνει το οικονομικό βοήθημα στη χώρα. Παρ’ όλα αυτά, τα οικονομικά δεδομένα δεν είναι ενθαρρυντικά, με την ανεργία να φτάνει σε ποσοστό 23%. Η ύπαρξη αξιόλογων προσφυγικών μαζών από την Παλαιστίνη, από τη Συρία και σε προηγούμενο χρόνο από το Ιράκ, και σε συνδυασμό με την ύπαρξη ένοπλων μετώπων στην περιοχή, έχει επιβαρύνει επιπρόσθετα την οικονομία της Ιορδανίας, χωρίς να έχει η ίδια τη δυνατότητα να ανταποκριθεί.
Συνεπώς, λαμβάνοντας υπόψιν τα παραπάνω στοιχεία, είναι εύλογη η αποστροφή των πολιτών από τις εκλογικές διαδικασίες και η απαίτηση για άμεση και αποτελεσματική ενεργοποίηση. Η έκβαση των πρόσφατων εκλογών είναι ένα ισχυρό ταρακούνημα για τους πολιτικά εμπλεκόμενους, όμως οριακά επικίνδυνη για το μέλλον της δημοκρατικής πορείας στην Ιορδανία. Η αναποτελεσματικότητα των πολιτικών θεσμών έχει δημιουργήσει χάσμα στη σχέση τους με τους πολίτες, και το κενό, που δημιουργείται, αφήνει περιθώρια στην ανώτατη εξουσία να δράσει βάσει της θέλησής της.