Του Νίκου Παπάζογλου,
Η αρχή του 7ου αιώνα είχε σημαδευτεί από ένα μεγάλο γεγονός, τη γέννηση του Ισλάμ. Το Ισλάμ ξεκινάει από τον Προφήτη Μωάμεθ, το 610, με το κήρυγμά του στη Μέκκα και η δημόσια δράση του απλώνεται μια δεκαετία περίπου αργότερα στον χώρο της Αραβίας.
Συγκεκριμένα, το 622 ο Μωάμεθ και οι οπαδοί του εγκατέλειψαν τη Μέκκα και εγκαταστάθηκαν στην Αίθριβο (μετέπειτα Μεδίνα), όπου ίδρυσαν την πρώτη ισλαμική κοινότητα, μετά το όραμα του Μωάμεθ. Το 630, έπειτα από μια σειρά πολέμων, ο Μωάμεθ επιβάλλει το Ισλάμ ως θρησκεία σε όλη τη βόρεια Αραβία. Η Αραβία γνώρισε μια δυναμική διαδικασία πολιτικής και θρησκευτικής ενοποιήσεως εξ αιτίας του Ισλάμ, που, κατά τη δεύτερη και τρίτη δεκαετία του 7ου αιώνα, το στρατιωτικό και το πολιτικό δυναμικό των φυλών τέθηκε σε ενέργεια και ήρθε στο ανώτατο επίπεδο ο αριθμός των στρατευμένων και των εξασκημένων ανδρών στα όπλα, διεκδικώντας έτσι περαιτέρω εδάφη.
Αντίθετα, ο βυζαντινός πολιτικός έλεγχος και η βυζαντινή διοίκηση στην Εγγύς Ανατολή είχαν καταργηθεί από τους Πέρσες, μέχρι που ο Ηράκλειος, περίπου δύο δεκαετίες μετά (629), κατάφερε να αποσύρει από τη Συρία και την Αίγυπτο τα τελευταία περσικά στρατεύματα, ώσπου το 641 το περσικό βασίλειο, ή αλλιώς η δυναστεία των Σασσανιδών, θα καταλυθεί οριστικά από τον δεύτερο διάδοχο στη σειρά του Μωάμεθ, Ομάρ.
Μετά τον θάνατο του Μωάμεθ, ακολουθεί η λεγόμενη περίοδος των τεσσάρων πρώτων χαλίφηδων, δηλαδή η διαδοχική κατάσταση για την αρχηγία της νεοσύστατης θεοκρατικής κοινότητας του Ισλάμ, η οποία, μάλιστα, αποτελεί και τη χρυσή εποχή του Ισλάμ. Το 632 οι οπαδοί του θα ξεκινήσουν τις πρώτες στρατιωτικές επιτυχίες. Καμία από τις δύο κουρασμένες αυτοκρατορίες, Βυζαντινή και Περσική, δεν μπορεί να ανταπεξέλθει στις άτακτες επιδρομές τους.
Η πτώση της Παλαιστίνης, το 633, είναι η έναρξη των κατακτητικών σχεδίων του Ισλάμ από τον Ομάρ, ο οποίος «ἔδωκε χάριν εἰς τήν ζωήν αὐτῶν (κατοίκων της πόλης), εἰς τά κτήματα, εἰς τάς ἐκκλησίας καί τούς σταυρούς, εἰς τούς ἀσθενεῖς καί τούς ὑγιεῖς καί εἰς πάντα τά μέλη τῆς κοινότητος αὐτῶν». Ο όρος, που τους επέβαλε, ήταν να παραμείνουν στις κατοικίες τους και να ζουν όπως και πριν, δίχως, μάλιστα, αλλαγή θρησκεύματος, αλλά με την υποχρέωση της πληρωμής κεφαλικού φόρου.
Το επόμενο έτος, το 634, ακολουθεί η πτώση της Συρίας, με τον Ομάρ να παρέχει τους ίδιους όρους στους κατοίκους, όπως και στην Παλαιστίνη.
Έρχεται η πτώση της Δαμασκού, που θα εξελιχθεί σε μεγάλο πλήγμα για τη Βυζαντινή αυτοκρατορία και τον χριστιανικό κόσμο. Ο Ηράκλειος συνάθροισε στράτευμα 25.000 περίπου ανδρών και τους απέστειλε υπό την ηγεσία του αδελφού του, Θεοδώρου, κατά των μουσουλμάνων. Τα δύο στρατεύματα συναντήθηκαν στην πεδιάδα του Ιερομίακα ή Υαρμούκ (Γιαρμούκ), παραπόταμο του Ιορδάνη. Τον Αύγουστο του 636, η αναμέτρηση γίνεται κάτω από αφόρητο καύσωνα, που τα αραβικά στρατεύματα ήταν συνηθισμένα σε τέτοιες συνθήκες γι’ αυτό και υπερίσχυσαν έναντι των βυζαντινών. Στη μάχη, μάλιστα, σκοτώθηκε και ο Θεόδωρος. Ο ηγέτης των αραβικών στρατευμάτων, Χαλίντ ιμπν Ουαλίντ, μετά την κατάληψη της πόλης, υπέγραψε ιστορικούς όρους με τους κατοίκους της, καθώς εγγυήθηκε για την προσωπική τους ασφάλεια, θρησκευτική ελευθερία και περιουσιακή κληρονομιά.
Αφού διαίρεσαν τη Συρία σε τέσσερις στρατιωτικές περιοχές, Δαμασκό, Φιλιστάν (Παλαιστίνη), Έμεσα (Χόμς) και Αλ-Ούρντουν (Ιορδανία), τα μουσουλμανικά στρατεύματα κινήθηκαν προς την Ιερουσαλήμ, η οποία και έπεσε το 638. Ο Πατριάρχης Σωφρόνιος, αφού είδε ότι ήταν μάταιο να συνεχίσει την αντίσταση, άνοιξε τις πύλες της πόλης, για να επωφεληθεί των προνομίων χάριν του λαού της, που σε τέτοιες περιπτώσεις εξασφάλιζαν οι μουσουλμάνοι. Γι’ αυτό, άλλωστε, ο Ομάρ «καταλαβῶν τήν Ἱερουσαλήμ ουχί ὡς ἐξωργισμένος κατακτητής (εἰσῆλθον), ἀλλʼ ὡς εὐλαβής προσκυνητής τῶν ἐν αὐτῆ ἁγίων Τόπων». Είναι γνωστό ότι οι Μουσουλμάνοι θεωρούν την Ιερουσαλήμ ιερή πόλη, σέβονται τον Πανάγιο Τάφο και τους υπόλοιπους Αγίους Τόπους, διότι συγκαταλέγουν τον Ιησού Χριστό ανάμεσα στους Προφήτες τους και πολλές παραδόσεις τους συνέδεαν τον Μωάμεθ με την Ιερουσαλήμ.
Σειρά έχουν τώρα οι πόλεις της Αντιόχειας (638), της Μεσοποταμίας (639) και της Αιγύπτου (640). Για την κατάληψη της Αιγύπτου, μάλιστα, χρειάστηκαν 4.000 ιππείς. Το ίδιο έτος πέφτει και η Αλεξάνδρεια από λανθασμένη στρατηγική κίνηση του υιού και διαδόχου του Ηρακλείου, Κώνστα του Β΄ (641), ο οποίος παρέδωσε ειρηνικά την πόλη, αδυνατώντας να εμπιστευτεί τις δυνάμεις των Αλεξανδρινών για την υπεράσπιση της πόλης τους, με τους 50.000 στρατιώτες και το ισχυρό ναυτικό που διέθεταν, ύστερα από την πρώτη αποτυχημένη μάχη τους με τα αραβικά στρατεύματα.
Αφού συνέχισαν να κατακτούν πόλεις οι οπαδοί του Ισλάμ λεηλάτησαν τη Μ. Ασία, υπέταξαν την Αρμενία (653) και κατόρθωσαν να φτάσουν ως τα τείχη της Πόλης. Με τη δημιουργία ενός στόλου, απειλούσαν τις θαλάσσιες κτήσεις της αυτοκρατορίας και κατόρθωσαν να κυριεύσουν την Κύπρο (649) και να λεηλατήσουν τη Ρόδο (654). Ο αυτοκράτωρ Κώνστας θεώρησε καλύτερο να αφήσει την Πόλη και να φύγει στη Δύση για την προσωπική του ασφάλεια.
Όταν ο κίνδυνος έφτασε έξω από τα τείχη της Πόλης, ο νέος αυτοκράτορας, Κωνσταντίνος ο Δ΄ (668-685), όντας δραστήριος και χαρισματικός, έλυσε την πενταετή πολιορκία ρίχνοντας στη μάχη το δυναμικό στόλο του με το νέο καταστροφικό όπλο, το υγρό πυρ. Ο στρατός της ξηράς, ύστερα από μια ήττα που επέβαλλε στη στρατιά του Ισλάμ στο Συλλάκο, τούς ανάγκασε να αποσυρθούν. Χάριν του αυτοκράτορα Κωνσταντίνου, το κατακτητικό σχέδιο του Ισλάμ αναχαιτίσθηκε, το γόητρο της αυτοκρατορίας αποκαταστάθηκε και, όπως λέει και ο χρονογράφος Θεοφάνης, «και μεγάλη ησυχία βασίλευε στην Ανατολή και τη Δύση»…
ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
- Diehl Charles, Ιστορία της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, τόμος Α΄, Εκδόσεις Ηλιάδη,1919
- Πάπυρος Λαρούς Μπριτάνικα, τόμος 37, λήμμα Κωνσταντινούπολη, Εκδοτικός Οίκος Πάπυρος, Αθήνα 1996
- Zίακας Γρ.- Ζιἀκα Αγγ., Διαθρησκειακός διάλογος, Εκδόσεις Πανεπιστημίου Μακεδονίας, Θεσσαλονίκη 2016
- Παπαδόπουλος Χρυσόστομος, Ιστορία της Εκκλησίας των Ιεροσολύμων, Αθήνα 1970