Του Δημήτρη Τόλια,
Η φράση «θα λογαριαστούμε μετά» έπαιξε πολύ κατά το πρώτο κύμα της πανδημίας. Δήλωνε ρητά μια συναίνεση της αντιπολίτευσης στις κυβερνητικές επιλογές κατά τη διαχείριση της κρίσης. Μια συναίνεση ωστόσο με ημερομηνία λήξης, ως δάνειο για την αντιμετώπιση της δύσκολης συγκυρίας που όμως κάποια στιγμή θα πρέπει άτοκα ή όχι να επιστραφεί. Υποδήλωνε η φράση αυτή, πως ο λογαριασμός κάποτε θα πληρωθεί. Πότε;
Ο λογαριασμός αυτός δεν φαίνεται να ήρθε μέσα στο καλοκαίρι. Η χλιαρή στάση της αντιπολίτευσης και η σχοινοβασία στο επισφαλές δίλλημα οικονομία-υγεία δεν επέτρεψε την ξόφληση του δανείου. Και όσο η φερεγγυότητα της κυβέρνησης από την επιτυχία στο πρώτο κύμα ήταν υψηλή, ποιος θα παρίστανε τον τολμηρό; Οι μεμονωμένες καταγγελίες της αντιπολίτευσης για τις «Λίστες Πέτσα» δεν ξύπνησαν μνήμες λιστών Λαγκάρντ και δεν ταρακούνησαν ιδιαίτερα την κοινή γνώμη (σχέση αιτίου-αιτιατού;) σύμφωνα με τις δημοσκοπήσεις.
Το «λογάριασμα» τελικά ήρθε την Πέμπτη στο κοινοβούλιο. Όλα τα κόμματα φανερά ή κρυφά είχαν προετοιμαστεί για μάχη. Ο Πρωθυπουργός τόνισε πως ζητάει συναίνεση και να μείνουν χαμηλά οι τόνοι. Δεν ήταν δείγμα επιθυμίας για αποφυγή του «λογαριάσματος». Ήταν απλώς μια οχύρωση. Σαν να δόθηκε σήμα, ώστε οι μαχητές του κάστρου να λάβουν θέσης ετοιμότητας για να αντιμετωπίσουν την απειλή. Ο λόγος του Κυριάκου Μητσοτάκη και -κυρίως αυτό που έχει σημασία– η πρωτολογία του ήταν μια παράταξη ασπίδων. Η έκκληση για χαμηλούς τόνους ήταν απλώς η τελετουργία πριν την μάχη.
Χρησιμοποιώντας τα επιστημονικά δεδομένα υπεραμύνθηκε του ανοίγματος του τουρισμού και έχρισε ως υπαίτιους τους νέους για την εξάπλωση του δεύτερου κύματος. Έχει κάποια σημασία αυτό; Στόχος είναι να διεξαχθεί μια συζήτηση ως αξιολόγηση των πολιτικών που ελήφθησαν και όχι μια επίρριψη ευθυνών για το ποιος μας έφερε στην κατάσταση αυτή. Αυτός είναι και ο λόγος που δεν κυνηγάμε παγκολίνους και νυχτερίδες, αλλά αναζητούμε (σαν ανθρωπότητα) πολιτικές, που θα σώσουν ανθρώπους.
Το δυστυχές από την οπτική του πολιτικού συστήματος ήταν πως ο διάλογος επιδόθηκε σε διακομματικές κόντρες και πολιτικά πάγια. Οι πολιτικοί αρχηγοί της αντιπολίτευσης είχαν την εικόνα του αγανακτισμένου φιμωμένου, που μόλις μπόρεσε να μιλήσει. Και τι ειπώθηκε; Ότι και η ΝΔ έκανε τυμβωρυχία στους νεκρούς των καταστροφών επί ΣΥΡΙΖΑ, ότι ασκήθηκε κριτική για τους 40 νεκρούς από την γρίπη σε ένα εξάμηνο επί των ημερών του ΣΥΡΙΖΑ, για το ποιος έχει δικαιώματα κτήσης στη μνήμη του Πολυτεχνείου, για το πότε γράφει τις ομιλίες του ο Τσίπρας και πότε τις δημοσιεύει ο Μητσοτάκης.
Πραγματικά, είχα προσδοκίες για την διεξαγωγή ενός διαλόγου εφ’όλης της ύλης. Με λύπη άκουσα τον Πρωθυπουργό να χρησιμοποιεί μια έρευνα από γαλλικό πανεπιστήμιο, η οποία ανέφερε πως τα ΜΜΜ δεν είναι μεγάλη εστία διάδοσης του ιού. Τα γαλλικά ΜΜΜ μπορεί, εάν αναφερόμαστε στον ΟΑΣΘ αμφιβάλλω. Δεν άκουσα λέξη, ωστόσο και επιχειρήματα για το κομμάτι αυτό και από τα άλλα κόμματα. Δεν είναι δυνατόν ο αρχηγός της αξιωματικής αντιπολίτευσης να κατακρίνει την κυβέρνηση προσφεύγοντας στο συναίσθημα, αναφερόμενος στις οικογένειες των θυμάτων, όταν το επιχείρημα για τους θανάτους αναλογικά που χρησιμοποίησε, εξέπεσε από τα επιστημονικά στοιχεία, για τους θανάτους σε Βέλγιο και Πορτογαλία.
Ανέμενα επιχειρήματα για την πορεία λήψης των μέτρων από την Κυβέρνηση. Ζήσαμε δύο εβδομάδες πλήρους αποδιοργάνωσης. Δεν είναι δυνατόν τη μια μέρα ο κυβερνητικός εκπρόσωπος να δηλώνει ρητά πως δεν υπάρχει περίπτωση γενικού lock down και την επόμενη ο Πρωθυπουργός να το ανακοινώνει. Η κατάρρευση της συμπαγούς εικόνας που επιμελώς διατηρούσε η κυβέρνηση ενάμιση χρόνο, κατέρρευσε μέσα σε 10 ημέρες. Τα γεγονότα το επιβεβαιώνουν. Είτε με τα νέα μέτρα (2 ζώνες) που παρουσίαζε με τις ώρες ο Ν. Χαρδαλιάς και πετάχτηκαν στα σκουπίδια λίγες ημέρες μετά, είτε με τα όσα ειπώθηκαν από τον Α. Γεωργιάδη σχετικά με το λάθος της κυβέρνησης για το άνοιγμα του τουρισμού. Θα είναι ανοιχτά τα delivery και τα take away, ισχύει απαγόρευση κυκλοφορίας, μετακίνησης; Καταλήξαμε να μην γνωρίζουμε τι ισχύει και τι δεν ισχύει. Και αυτό ήταν εξ αρχής το πρόβλημα.
Έλλειψε από την πρώτη στιγμή το αφήγημα. Το πλάνο. Η κυβέρνηση χρησιμοποιώντας προσαυξητικές πολιτικές είχε να διαχειριστεί ένα πρόβλημα συλλογικής δράσης. Το ζήτημα είναι πως ποτέ δεν το είδε ως τέτοιο, εξ ου και το κλισέ της ατομικής ευθύνης. Για να επιτευχθεί μια πολιτική που απαιτεί ενεργή δράση του κάθε ατόμου δεν αρκεί μια ρυθμιστική πολιτική ή μια επικοινωνιακή καμπάνια. Χρειάζεσαι ένα πειστικό αφήγημα. Στο πρώτο κύμα το αφήγημα ήταν ξεκάθαρο. Μένουμε σπίτι μέχρι να μειωθούν τα κρούσματα και μετά βγαίνουμε. Η συντριπτική πλειοψηφία το έκανε και πετύχαμε πράγματι το ζητούμενο.
Στην συνέχεια δεν υπήρξε αφήγημα. Η υπόνοια ήταν πως το Φθινόπωρο πάμε για νέο lockdown. Όσες έρευνες διενεργήθηκαν ακριβώς αυτή την πεποίθηση έδειξαν. Άρα, ο μέσος πολίτης και δη ο νέος προτίμησε να κάνει όσα του απαγορεύτηκαν και όσα θα του απαγορευτούν μετά το καλοκαίρι. Το αφήγημα ήταν, περιορίζομαι, ξεδίνω (ή μειώνω τη ζημιά) και ξανά-περιορίζομαι. Θα έπρεπε να δοθεί η προοπτική πως μπορούμε να αποφύγουμε ένα δεύτερο lockdown. Δεν έγινε. Και κανένα κόμμα δεν μίλησε για αυτή την έλλειψη συνολικού πλάνου και αφηγήματος, την Πέμπτη.
Στο παίγνιο αυτό λοιπόν αναζητήσαμε με τις ώρες στην Βουλή, όχι το πως θα μειώσουμε το κόστος του, αλλά το ποιος θα πληρώσει τελικά τον λογαριασμό. Και λογαριαστήκαμε. Η κυβέρνηση (ΜΕΘ, ΜΜΜ, σχολεία, νυχτερινά κέντρα, αλαλούμ μέτρων), οι καταστηματάρχες, οι αυτοδιοικητικοί, οι πολίτες (νέοι); Αυτά συζητήθηκαν την Πέμπτη. Αντί να αξιολογηθούν οι πολιτικές, να γίνουν προτάσεις, να υπάρξει αντιδικία πάνω σε τεκμήρια, παρακολουθήσαμε τα κόμματα να ανασύρουν πολιτικά πάγια και να διαξιφίζονται για το «τι κάναμε εμείς και τι κάνατε εσείς».
Δόθηκε μια μάχη για την οποία όλοι ήταν προετοιμασμένοι, μα δεν την ήθελε κανείς. Έτσι, κατέληξαν να πετούν δεξιά και αριστερά έναν λογαριασμό στην πραγματικότητα ξοφλημένο. Τον έχουν πληρώσει οι 909 άνθρωποι, που μέχρι την ώρα που γράφονται αυτές οι γραμμές , έχουν χάσει την πραγματική μάχη.