13.7 C
Athens
Κυριακή, 22 Δεκεμβρίου, 2024
ΑρχικήΙστορίαΝορμανδική κατάκτηση της Νοτίου Ιταλίας

Νορμανδική κατάκτηση της Νοτίου Ιταλίας


Του Απόλλωνα-Δαμιανού Κικίδη,

Τον 10ο με 13ο αιώνα, τα δυτικά ευρωπαϊκά κράτη χαρακτηρίζονται από κινήσεις επεκτατισμού, μία όψη των οποίων ήταν η μετακίνηση ευρωπαϊκών αριστοκρατών στη Μεσόγειο από τις καρολίγγειες περιοχές. Κατά το πρώτο μισό του 11ου αιώνα, αυτοί οι «μεσαιωνικοί ιππότες» μετανάστευαν ως προσκυνητές. Η Ιταλία ήταν από τους πιο συχνούς σταθμούς αυτών των προσκυνητών είτε για να προσκυνήσουν στην ίδια, καθώς εκεί βρισκόταν και η Αγία Έδρα του Πάπα, είτε για να περάσουν από την Ιταλία με πλοίο στους Αγίους Τόπους.

Έτσι, ήρθαν και οι Νορμανδοί στη Νότια Ιταλία γύρω στο 1000. Σημαντικοί λόγοι που οδήγησαν στη μετανάστευσή τους ήταν ο υπερπληθυσμός στη Νορμανδία, η πατριμονία, καθώς οι νεότεροι γιοι δεν θα λάμβαναν κληρονομιά, όπως οι πρωτότοκοι, και η αναζήτηση πλούτου. Όμως ως βασικότερο αίτιο για τη μετακίνηση των Νορμανδών, ανάμεσα στις δεκαετίες 1020-1050, θεωρούνται οι πολιτικές και κοινωνικές ανωμαλίες που έγιναν στη Βόρεια Γαλλία μετά τη πτώση του Δούκα Robert II. Η περίοδος της αυξανόμενης δύναμης του Rainulf της Aversa (δεύτερο μισό του 1030) και η εγκατάσταση των Νορμανδών στο Melfi το 1041 ήρθαν μετά τη προβληματική κυριαρχία του Ριχάρδου του Γ΄ (1034-1035) και τα χρόνια της εξουσίας του William του Κατακτητή ως ανήλικου.

Το 999 ήταν η πρώτη καταγεγραμμένη παρουσία Νορμανδών στη Νότια Ιταλία, όταν Νορμανδοί προσκυνητές πήγαν να υποστηρίξουν τους κατοίκους του Σαλέρνο, που δέχονταν επίθεση από Άραβες της Σικελίας.

Χάρτης του Βυζαντινού Κατεπανικίου της Ιταλίας στις αρχές του 11ου αιώνα

Αρκετοί Νορμανδοί πήραν μέρος και στην αποτυχημένη επανάσταση του Melus της Βάρεως ενάντια στους Βυζαντινούς κυρίαρχούς τους υπό τον Βοϊωάννη στην Απούλια τα χρόνια 1017-1018. Έπειτα από αυτή την αυτοσχέδια στρατιωτική συμμετοχή, τότε άρχισαν να έρχονται οι Νορμανδοί στη Νότια Ιταλία όχι ως προσκυνητές, αλλά ως μισθοφόροι για τους τοπικούς Λομβαρδούς πρίγκηπες.

Μετά τη μάχη των Καννών, το 1018, πολλοί Νορμανδοί υπό τον Rainulf, τον μελλοντικό Κόμη της Αβέρσας (μετά το 1030), βρίσκονταν στην υπηρεσία των Λομβαρδών δουκών Gaimar III του Σαλέρνο και Pandulf IV για επιχειρήσεις πολιορκίας. Στα τέλη της δεκαετίας 1020, οι άνδρες που ακολουθούσαν τον Ραϊνούλφο είχαν πληθύνει μετά τον θάνατο του Δούκα Ροβέρτου Γ΄ της Νορμανδίας το 1035 και τα χρόνια που ο William, ο γιος του, ήταν ανήλικος. Ακόμα, πάντως δεν ήταν βασικοί παίχτες στη πολιτική εξέγερση εναντίον της Βυζαντινής ηγεσίας στην Απουλία. Δούλευαν μόνο για όποιον πλήρωνε περισσότερο.

Έστησαν βάσεις δικές τους στην Αβέρσα (βόρεια από τη Νάπολη) το 1030 και στο Μέλφι (όρια Απουλίας-Καμπανίας) το 1041. Όταν εγκαταστάθηκαν στο Μέλφι, οι Νορμανδοί στην Νότια Ιταλία αριθμούσαν περίπου στους 500.

Μεσαιωνική απεικόνιση του Melfi

Οι Βυζαντινοί αντέδρασαν γρήγορα και αντιμετώπισαν τους ενωμένους Λομβαρδούς-Νορμανδούς στις στοχευμένες μάχες του Ολιβέντο (17 Μαρτίου 1041) και Οφάντο (4 Μαΐου 1041) και μια τρίτη στο Μοντεπελόσο, στις αρχές του φθινοπώρου του ίδιου έτους. Μετά από τις τρεις αυτές μάχες οι Βυζαντινοί βγήκαν ηττημένοι.

Οι Νορμανδοί δεν είχαν ενότητα ακόμα, ήταν διαιρεμένοι ανάμεσα σε δυο μεγάλα ομάδες στην Αβέρσα και το Μέλφι και αρκετές αυτόνομες μικρότερες ομάδες στην Καπιτάνα και τη βόρεια Καμπανία. Σταδιακά, όμως, κυρίευσαν την Απουλία από τους Βυζαντινούς, οι οποίοι φαίνονται να μην μπορούσαν να απαντήσουν.

Ταυτόχρονα, όμως, οι Βυζαντινοί χρησιμοποιούσαν και αυτοί τους Νορμανδούς ως μισθοφόρους. Τη περίοδο του Μιχαήλ Δ΄, ο Γεώργιος Μανιάκης, στρατηγός του θέματος Λογγοβαρδίας, ο οποίος είχε μαθητεύσει υπό τον Βουλγαροκτόνο, εκμεταλλευόμενος τις έριδες των Αράβων αρχηγών της Σικελίας χρησιμοποίησε Σκανδιναβούς μισθοφόρους, και πολύ γρήγορα κατάφερε να καταλάβει σχεδόν όλη τη Σικελία (1038-1040, με τη πτώση των Συρακουσών). Οι επιτυχίες του τον κατέστησαν ύποπτο στην κυβέρνηση και έτσι τον ανακάλεσαν. Ο αντικαταστάτης του Μανιάκη δεν ήταν αρκετά ικανός και έχασε γρήγορα τη Σικελία στους Άραβες ξανά, όπως και τις μάχες κατά των Νορμανδών το 1041.

Οι Βυζαντινοί υπό τον Γεώργιο Μανιάκη αποβιβάζονται στη Σικελία και νικούν τους Άραβες

Οι Βυζαντινοί προσπάθησαν να λύσουν το θέμα διπλωματικά και ο Συνοδιανός έστειλε διπλωματική αποστολή στους Νορμανδούς το 1041 στην Υδρούς/Ortanto, αλλά, τελικά, κατέληξε σε αποτυχία.

Μετά τον θάνατο του Μιχαήλ Δ΄ και τη σύντομη βασιλεία του Μιχαήλ Ε΄, ο Μανιάκης ξαναστάλθηκε, κατά την περίοδο των αυτοκρατόρων Ζωή και Θεοδώρα, στη Νότιο Ιταλία και ανακατάλαβε σημαντικό κομμάτι της Σικελίας και της Νοτίου Ιταλίας, το οποίο είχε χαθεί.

Ο Μανιάκης κατάφερε να πετύχει νίκες κατά των Νορμανδών ως το 1042. Καλέστηκε πίσω, όμως, για δεύτερη φορά με υποψία ανταρσίας, όταν σχεδόν είχε τελειώσει την ανακατάληψη της Σικελίας, το 1043, από τον Κωνσταντίνο Θ΄ Μονομάχο εξαιτίας συκοφαντιών. Αποτέλεσμα ήταν ο αγανακτισμένος Μανιάκης όντως να αποστατήσει και ο στρατός του να τον ανακηρύξει αυτοκράτορα. Η επανάστασή, όμως, του αυτή κατέληξε σε αποτυχία, όπως και πολλά άλλα επαναστατικά κινήματα της περιόδου.

Πάπας Λέων Θ’

Ο βυζαντινός στρατηγός και μάγιστρος Αργυρός, δούκας Ιταλίας, Καλαβρίας και Σικελίας, υπέστη επανειλημμένες ήττες και αναγκάστηκε, τέλος, να ζητήσει τη βοήθεια του Πάπα Λέοντα Θ΄, ο οποίος, επίσης, ανησυχούσε για τη Νορμανδική επέλαση.

Έτσι, οι Βυζαντινοί συμμάχησαν με τις παπικές δυνάμεις, για να προσπαθήσουν να σταματήσουν τους Νορμανδούς από το να κυριεύουν σταδιακά τις κτίσεις τους. Το 1053, μετά από τρία χρόνια διπλωματικών συνεννοήσεων ανάμεσα στο πάπα Λέων Θ΄, τους Λομβαρδούς πρίγκιπες, τη Γερμανία και το Βυζάντιο, σε μία από τις πιο σημαντικές μάχες της μεσαιωνικής ιστορίας, στη μάχη του Civitate, στη Καπιτάνα, περιοχή βόρεια από τη Lucera, νίκησαν οι Νορμανδοί και κατάφεραν να αρχίσουν να επεκτείνονται προς όλες τις κατευθύνσεις.

Το 1053 οι Νορμανδοί συνέτριψαν τον στρατό που ο Πάπας είχε στρατολογήσει στη Γερμανία και αιχμαλώτισαν τον ίδιο. Η συμμαχία του Πάπα με το Βυζάντιο μπορούσε, όμως, ακόμα να καρποφορήσει και να σταματήσει την προώθηση των Νορμανδών.

Όμως, ακολούθησε ένα από τα σημαντικότερα γεγονότα της όλης μεσαιωνικής ιστορίας, το οριστικό σχίσμα των δύο εκκλησιών, το 1054, που κατέστρεψε κάθε πιθανότητα περαιτέρω συμμαχικών σχέσεων, το οποίο έγινε, όταν πάπας ήταν ο Γάλλος μεταρρυθμιστής, Λέων Θ΄, και πατριάρχης ο Μιχαήλ Κηρουλάριος.

Μιχαήλ Κηρουλάριος

Το εκκλησιαστικό Σχίσμα του 1054, μάλιστα, άλλαξε τόσο πολύ το πεδίο, που ο Πάπας συμμάχησε με τους πρώην εχθρούς του, τους Νορμανδούς, εναντίον της ανατολικής αυτοκρατορίας. Αδιαφιλονίκητος αρχηγός των Νορμανδών ήταν ο Γυισκάρδος, από το 1057/59, ο οποίος, σε λίγα χρόνια, ένωσε την Ιταλία και έγινε δούκας Απουλίας και Καλαμβρίας, το οποίο, μετά από κάποια χρόνια, δουκάτο εξελίχτηκε στο βασίλειο της Σικελίας, με πρωτεύουσα το Παλέρμο.

Το 1059, στη σύνοδο του Μέλφι, ορκίστηκε υποτέλεια στο Πάπα Νικόλαο Β΄ (1058/59-1061). Στην σύνοδο αυτή, μαζί με τον Ροβέρτο χρίσθηκαν ο Ριχάρδος κόμης της Αβέρσας και ο γιος του Ραϊνούλφου πρίγκιπας της Καπούα, την οποία πόλη είχαν κυριεύσει το προηγούμενο χρόνο. Ακόμα συμμάχησαν και οι Νορμανδοί ηγέτες μεταξύ τους και η συμμαχία τους σιγουρεύτηκε με γάμους. Ο Πάπας και οι Λομβαρδοί δέχτηκαν τη Νορμανδική υπεροχή στην Νότια Ιταλία τότε.

Μετά από αυτή τη συμμαχία, ο Γυισκάρδος βρήκε μια επιτυχία για χρόνια (1060/61-1072/73) στο να έχει υπό την ηγεσία του παρωδικά ή μόνιμα κάποιες από τις σημαντικότερες πόλεις της Νοτίου Ιταλίας και Σικελίας, με τη βοήθεια του αδελφού του Ρογήρου Borsa. Το τελευταίο λομβαρδικό οχυρό, το Salerno, έπεσε στα χέρια του το 1076/77.

Robert Guiscard

Σε αυτή την εξάπλωση των Νορμανδών στη Νότιο Ιταλία, βοήθησε και ότι κατά την εξουσία του Κωνσταντίνου Ι΄ του Δούκα, εξαιτίας των υποσχέσεων που είχε κάνει, της μείωσης των στρατιωτικών δαπανών και τη μεγαλύτερη υποστήριξη προς τους πολιτικούς υπαλλήλους, των οποίων οι θέσεις ήταν προϊόν αγοραπωλησίας πλέον, πολλοί στρατιωτικοί άφηναν το αξίωμά τους για υπαλληλικές θέσεις και αρμοδιότητες. Η αμυντική ικανότητα του Βυζαντίου είχε περιοριστεί και οι πολιτικοί του εχθροί επωφελήθηκαν από αυτό το γεγονός και ενέτειναν τις επιθέσεις τους. Το 1061 οι Νορμανδοί κατέλαβαν το Βρινδήσιο ταυτόχρονα με επιτυχίες των Ούγγρων και των Πετσενέγων στο βόρειο μέτωπο, και τεράστιες επιτυχίες των Σελτζούκων στην Ανατολή.

Το σημαντικότερο κατόρθωμα του Γυισκάρδου ήταν η κατάκτηση της Βάρεως, έπειτα από μια τρίχρονη πολιορκία, κατά την οποία εκμεταλλεύτηκε σωστά τις εσωτερικές διαιρέσεις των κατοίκων. Έτσι, οι Νορμανδοί συμπλήρωσαν, με την πολιορκία της Βάρεως, την κατάκτηση της νοτίου Ιταλίας και ύστερα μπορούσαν να διασχίσουν την Αδριατική και περάσουν στις ακτές της Χερσονήσου του Αίμου.

Η πτώση αυτού του τελευταίου και σημαντικού φρουρίου, της τελευταίας βυζαντινής κτήσης στην Ιταλική Χερσόνησο έγινε κατά την περίοδο της κυριαρχίας του άβουλου και ανίκανου Μιχαήλ Ζ΄ Δούκα και του πανούργου και ανήθικου ευνούχου Νικηφόρου/Νικηφορίτζη. Τότε οι Νορμανδοί στερέωσαν την κυριαρχία τους στην Κάτω Ιταλία, χωρίς να φοβούνται για τους Βυζαντινούς και κατάφεραν να κινηθούν στην κατάκτηση της Σικελίας, η οποία πραγματοποιήθηκε το 1091. Και μέσα σε μια δεκαετία κατάφεραν να μεταφέρουν τον πόλεμο στις απέναντι βυζαντινές ακτές της Βαλκανικής, την οποία ήδη λεηλατούσαν οι Ούγγροι και οι Πετσενέγοι και οι Βούλγαροι επιχειρούσαν επαναστάσεις.

Μιχαήλ Ζ’ Δούκας, ο Παραπινάκης

Το στρατηγικό αυτό λιμάνι έπεσε στις 16 Απριλίου 1071. Τον ίδιο χρόνο, πραγματοποιήθηκε και η τρομερή ήττα του Βυζαντίου εναντίον του Αρπ Ασλάν στο Ματζικέρτ (19/26 Αυγούστου 1071). Με τη πτώση της Βάρεως και την ήττα στο Ματζικέρτ, οι Βυζαντινοί πλέον δεν είχαν να υπερασπιστούν εδάφη στα δυτικά και αφιερώθηκαν στην Ανατολή και το βαλκανικό μέτωπο, όπου ήταν γεμάτα τουρκόφωνα φύλλα.

Οι Βυζαντινοί φαίνεται προσπαθούσαν να δώσουν διπλωματικά ένα τέλος στον κίνδυνο των Νορμανδών, τουλάχιστον μετά από το τέλος της εξουσίας του Μονομάχου, το 1055, με τον γραφειοκράτη αυτοκράτορα Κωνσταντίνο Ι΄ Δούκα προσφέροντάς του γάμους.

Ο Μιχαήλ Ζ΄ ο Δούκας ή Παραπινάκης ήταν ο μόνος που κατάφερε να συνάψει επωφελή ειρήνη με τον Γυισκάρδο, ανάμεσα στο 1071/73 και 1074, όποτε εκδόθηκε αυτοκρατορικό χρυσόβουλο. Η συμφωνία μέσω του γάμου φαινόταν πολύ ευνοϊκή, με τον γάμο του διαδόχου Κωνσταντίνου Δούκα και της Ολυμπιάς, κόρη του Γυισκάρδου. Ο Γυισκάρδος θα έπαιρνε το τίτλο του Novelissimos και αρκετούς τίτλους και αξιώματα για τους συμπατριώτες του. Η συμφωνία πραγματοποιήθηκε τελειωτικά το 1075/76. Η Ολυμπιάς ήρθε στην Κωνσταντινούπολη, άλλαξε το όνομα της σε Ελένη και δέχτηκε την απαραίτητη βυζαντινή παιδεία.

Η ειρήνη, όμως, αυτή τέλειωσε με την πτώση του Παραπινάκη από τον επαναστάτη Νικηφόρο Γ΄ (1078-1081). Ο αρραβώνας έτσι έληξε, με την κόρη του Γυισκάρδου να διώχνεται από το παλάτι και να στέλνεται σε μονή. Ούτε η πτώση του Βοτανειάτη από τον Αλέξιο Α΄ δεν έπεισε τον Γυισκάρδο να σκεφτεί ξανά για ειρήνη. Ο Αλέξιος, μάλιστα, είχε σοβαρές αντιδράσεις για ένα όλο και πιο δυνατό εχθρικό Νορμανδό Δούκα, έτοιμο να επιτεθεί, μόλις θα ανέβαινε στην εξουσία ο Κομνηνός. Ο Γυισκάρδος είχε οργανώσει σχέδιο για το πώς θα επιτιθόταν έχοντας μαζί του ένα ψευδο-Μιχαήλ (Ζ΄ Παραπινάκη), προσπαθώντας να τον επιστρέψει υποτίθεται στον θρόνο του.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ

  • Νorwich, John Julius (1992). The Normans in Sicily. Penguin Books.
  • Θεοτοκής, Γ., 2018, «11th Century Norman Mercenaries in the Mediterranean- Fame, Faith, and Fortune», MEDIEVAL WARFARE VIII-1 John Hawkwoodin Italy, The Battle of Castagnaro 1387
  • Καραγιαννόπουλος, Ι., 2001, Το Βυζαντινό Κράτος, 4η έκδοση, Εκδόσεις Βάνιας, Θεσσαλονίκη
  • Ράνσιμαν, Σ., 1969, Βυζαντινός Πολιτισμός, Εκδόσεις Γαλαξία Ερμείας
  • Σαββίδης, Α., 2007, Byzantino-normannica, The Norman Capture of Italy (to A.D. 1081) and the First Two Invasions in Byzantium (A.D. 1081-1085 and 1107-1108), Orientalia Lovaniensia Analecta 165, Uitgeverij Peeters enDepartement Oosterse Studies, Leuven-Paris-Dudley, MA

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Απόλλων-Δαμιανός Κικίδης
Απόλλων-Δαμιανός Κικίδης
Είναι πτυχιούχος Ιστορικός και Διαχειριστής Πολιτισμικών Αγαθών. Σπούδασε στο Πανεπιστήμιο Πελοποννήσου στην Καλαμάτα. Ασχολείται με την Μεσαιωνική Ιστορία και διάφορες μυθολογίες.