Της Νεφέλης Θεοφανοπούλου,
Ιδιαίτερες αντιδράσεις έχει προκαλέσει τον τελευταίο μήνα η απόφαση της Κυβέρνησης του Μπαγκλαντές να επιφέρει τη θανατική ποινή για το έγκλημα του βιασμού. Αφορμή για την απόφαση αυτή υπήρξαν οι έντονες διαμαρτυρίες στους δρόμους και τα κοινωνικά δίκτυα, μετά από μια σειρά σεξουαλικών επιθέσεων, με τη σοβαρότερη όλων, ενός βίντεο ομαδικού βιασμού, το οποίο διέρρευσε και προκάλεσε τον τρόμο των πολιτών.
Εθνικός αναβρασμός προκλήθηκε επίσης τον προηγούμενο μήνα, μετά από κατηγορίες μελών του μαθητικού κόμματος της κυβέρνησης για το ίδιο έγκλημα. Οι διαδηλωτές στους δρόμους της Dhaka, πρωτεύουσα της χώρας, έκαναν έκκληση για αυστηρότερες ποινές, μέσα στις οποίες συμπεριέλαβαν τη θανατική ποινή. Αρχικά, το πρόβλημα του βιασμού στη χώρα πήρε ανησυχητικές διαστάσεις μεταξύ Ιανουαρίου και Σεπτεμβρίου του 2020, καθώς αναφέρθηκαν περίπου 1.500 περιπτώσεις βιασμού, από τις οποίες 200 ήταν ομαδικές, με αποτέλεσμα τον θάνατο 50 γυναικών. Οργανισμοί στη χώρα σημειώνουν πως το θέμα είναι πολύ μεγαλύτερο από ότι φαίνεται στα στατιστικά στοιχεία, μιας και πολλά θύματα δεν αναφέρουν ποτέ στις αρχές τις επιθέσεις, καθώς φοβούνται τον κοινωνικό στιγματισμό και αντιμετωπίζουν την περιφρόνηση των αρχών και των οικογενειών τους.
Το Μπαγκλαντές είναι μια βαθιά πατριαρχική χώρα με μεγάλο πρόβλημα οικογενειακής και σεξουαλικής βίας. Τα φαινόμενα εντάθηκαν ανησυχητικά και κατά τη διάρκεια της πανδημίας, υπογραμμίζοντας για ακόμη μια φορά την έλλειψη κοινωνικών δομών προστασίας και υπεράσπισης των γυναικών, παρόλο που η κυβέρνηση της χώρας έχει εισάγει στην ατζέντα της ένα εθνικό πρόγραμμα δράσης, το οποίο έχει ως στόχο να οικοδομήσει «μια κοινωνία χωρίς βία για τις γυναίκες και τα παιδιά μέχρι το 2025». Παρόλο που το κράτος κάνει θεωρητικά κάποια βήματα προς μια καλύτερη κατεύθυνση, σε πρακτικό επίπεδο φαίνεται πως όλα καταρρέουν.
Στα δικαστήρια της χώρας υπάρχει καθυστέρηση δικών 3.5 εκατομμυρίων υποθέσεων, διαφόρων παραβάσεων, και ο χρόνος που περνά για την εκδίκαση μιας υπόθεσης στοιχίζει στα θύματα οικονομικά και κυρίως ψυχολογικά, σε συνδυασμό με τις συνεχόμενες απειλές που συνεχίζουν να δέχονται από θύτες τους. Το δικαστικό σύστημα είναι επίσης βαθύτατα διεφθαρμένο, όπως αναφέρουν δικηγόροι που εργάζονται υπέρ σεξουαλικά κακοποιημένων γυναικών, καθώς ακόμα και οι οικογένειες των θυμάτων πληρώνουν για να αφεθεί μια υπόθεση στο περιθώριο και τελικά να ξεχαστεί. Μόλις το 2018, εγκαταλείφθηκε από την ιατρική κοινότητα της χώρας η πρακτική του «τεστ δύο δαχτύλων» για τα θύματα βιασμού που καθόριζε την αγνότητα των γυναικών και συνεπώς το απαράδεκτο συμπέρασμα για το αν ήταν ηθικά ορθές ή όχι για να βιαστούν. Επίσης, η χώρα κατέχει τη σοκαριστική πρωτιά σε επιθέσεις με οξύ παγκοσμίως, που είναι συνήθως το αποτέλεσμα μακροχρόνιας ενδοοικογενειακής βίας.
Πάνω στο ζήτημα της επαναφοράς της θανατικής ποινής διαφορετικοί οργανισμοί, μεταξύ των οποίων και η Διεθνής Αμνηστία, ζητούν από την κυβέρνηση διεξοδικότερες έρευνες και δίκαιες δίκες, ενώ αναφέρουν πως η απόφαση μπορεί να έχει τελικά αρνητικό αντίκτυπο, που θα οδηγήσει σε περισσότερες δολοφονίες γυναικών προς αποφυγή των δραστών να έρθουν αντιμέτωποι με τις αρχές, εξαφανίζοντας κάθε στοιχείο. H Ύπατη Αρμοστεία του Ο.Η.Ε για τα ανθρώπινα δικαιώματα, Michelle Bachelet, τοποθετήθηκε πάνω στο ζήτημα, εκφράζοντας ανησυχίες για τις αυξημένες εκδηλώσεις σεξουαλικής βίας και υπογράμμισε τον κοινωνικό και θεσμικό μισογυνισμό που υπάρχει.
H θανατική ποινή, όμως, δεν αποτελεί τη λύση του προβλήματος και από την πλευρά των ανθρωπίνων δικαιωμάτων σε καμία περίπτωση δεν μπορεί να γίνει αποδεκτή από δημοκρατικές κοινωνίες, καθώς έρχεται σε σύγκρουση με το βασικό δικαίωμα στην ζωή. Κύριο εμπόδιο στην αντιμετώπιση του προβλήματος αυτού είναι το θεσμικό και κοινωνικό σύστημα, που δεν αφήνει περιθώρια για πραγματικές τιμωρίες, κάνοντας το σύστημα δικαιοσύνης ευνοϊκό για ισχυρούς εγκληματίες.
Εν κατακλείδι, μια πιο αποτελεσματική λύση θα αποτελούσε η υιοθέτηση μιας κουλτούρας κατά του βιασμού, που θα μπορούσε να καλλιεργηθεί από μικρές ηλικίες μέσω του σχολείου και του κοινωνικού περίγυρου, έτσι ώστε οι κοινωνίες να αποβάλλουν τελικά τα στερεότυπα και την αποστροφή προς το γυναικείο φύλο, μένοντας ταυτόχρονα μακριά από απολυταρχικές λύσεις που αφήνουν το πρόβλημα του βιασμού ως έχει.