Της Ανθής Ζωγράφου,
Νοέμβριος 2020. Το ημερολόγιο φαίνεται από μόνο του να προχωρά και να σκίζει τις σελίδες του κάπου κρεμασμένο σε μια γωνιά της κουζίνας του σπιτιού μας, ίσως πάνω από το οικογενειακό τραπέζι ή κάπου κοντά στο ψυγείο, για να «το βλέπουμε». Η δεύτερη season της πανδημίας είναι γεγονός, η διάρκειά της άγνωστη και η στροφή προς την τέχνη ίσως η μόνη λύση για να «βολέψει» τους ανήσυχους, όπως θα έλεγε και o Cesar Cruz.
Όταν, λοιπόν, γίνεται λόγος για τέχνη, δεν μπορούμε να μην αναφέρουμε τα μοναδικά έργα ζωγραφικής του Edward Hopper. O ίδιος, όντας ζωγράφος της νεότερης και σύγχρονης εποχής και αφοσιωμένος στη σύγχρονη και ρεαλιστική πλευρά της ζωγραφικής, αποφασίζει να απεικονίσει τη μοναξιά της πόλης, το πώς δηλαδή οι κάτοικοι της πόλης έχουν αποξενωθεί τόσο εξαιτίας της καθημερινότητάς τους, ώστε να απομονώνονται αποκλειστικά σε μια καφετέρια ή ακόμη και σε ένα δωμάτιο του σπιτιού τους. Πώς όμως συνδέεται η ζωγραφική του Hopper με τη σημερινή πραγματικότητα;
Είναι σχεδόν εντυπωσιακό πώς ένας ζωγράφος σχεδόν έναν αιώνα πριν απεικονίζει το σήμερα με τη μεγαλύτερη και καλύτερη προσέγγιση που θα μπορούσε να είναι δυνατή. Μια γυναίκα αποξενωμένη σε μια μεγάλη αίθουσα κινηματογράφου, ένας άντρας εμφανώς χαμένος στις σκέψεις του σε ένα καινούριο σύγχρονο διαμέρισμα, ένας «μαγαζάτορας» να εξυπηρετεί πελάτες που επιλέγουν να καθίσουν ένας-ένας στα τραπέζια ενός εστιατορίου είναι μερικοί από τους πίνακες του καλλιτέχνη που καθρεφτίζουν απόλυτα ίσως τις συνθήκες που ζούμε τους τελευταίους μήνες -αν όχι τα τελευταία χρόνια- με την έλευση του νέου ιού και που όλοι μας έχουμε αποδεχτεί και με τις οποίες έχουμε συμβιβαστεί.
Και ακριβώς εδώ έρχεται η σύνδεση των έργων του με το σήμερα. Πώς οι πίνακες του καλλιτέχνη απεικονίζουν την εποχή μας περισσότερο από ποτέ; Οι νέες συνθήκες καραντίνας για την προστασία της δημόσιας υγείας έχουν επιφέρει και αρκετά «σκαμπανεβάσματα» στην ψυχολογία των πολιτών, με πρώτο αίσθημα να έρχεται στο προσκήνιο εκείνο της μοναξιάς, ειδικότερα ανθρώπων που μένουν μόνοι. Ηλικιωμένοι, άνθρωποι χωρίς οικογένεια ή που μένουν μακριά από τις οικογένειές τους έχουν μεγαλύτερες πιθανότητες να εμφανίσουν συμπτώματα κατάθλιψης εξαιτίας της μοναξιάς τους, μιας και όλοι οι χώροι διασκέδασης και ψυχαγωγίας έχουν κλείσει, ενώ αρκετοί κλάδοι εργασίας αναγκάστηκαν για άλλη μια φορά να «κατεβάσουν ρολά» για τον περιορισμό διασποράς του ιού.
Ωστόσο, ο Hopper προφανώς δεν είχε στο μυαλό του την πανδημία του κορωνοϊού, όταν δημιουργούσε τα έργα τέχνης του, ούτε γνώριζε τις ριζικές αλλαγές που εκείνη θα έφερνε στην ανθρωπότητα. Ο ίδιος, επηρεασμένος από τις αλλαγές του φυσικού περιβάλλοντος και της βιομηχανικής εποχής και όντας βαθιά απογοητευμένος από τους γρήγορους ρυθμούς της καθημερινότητας των πόλεων, απεικονίζει τη μοναξιά που ανθίζει συνήθως στις μεγαλουπόλεις, όπως ακριβώς είναι, χωρίς «περιτυλίγματα» και άσκοπες ωραιοποιήσεις.
Μέσα από τους πίνακες ζωγραφικής του παρατηρούμε πόσο ακραία θεωρεί ο ζωγράφος τη σημερινή εποχή, καθώς και το καθόλου φιλικό προς τον άνθρωπο «πρόσωπό» της. Μεγάλα κτίρια βιομηχανικού στυλ, πληθώρα μαγαζιών με εντυπωσιακές επιγραφές, συνωστισμοί στους νέους ευρείς δρόμους των πόλεων φαίνεται να μην ευχαριστούν τον ζωγράφο, ο οποίος με το αίσθημα του καινούργιου μεν αλλά «ξένου» και μακριά από το φυσικό περιβάλλον δε τα αποτυπώνει με το πινέλο του στους καμβάδες του.
Κι ενώ έργα του Hopper μας δείχνουν πως η μοναξιά της νέας εποχής είναι αρκετά επικίνδυνη και πως πρέπει να απομακρυνθούμε από αυτήν την τακτική, παρακινώντας ο ίδιος ο καλλιτέχνης τους λάτρεις της ζωγραφικής του να αλλάξουν τρόπο ζωής, η σκληρή και ωμή όψη των πινάκων του έχει ως στόχο, στη συγκεκριμένη περίοδο της ζωής μας, όχι να μας αφυπνίσει, αλλά ίσως και να μας δείξει την άλλη πλευρά του «μένουμε σπίτι». Ναι, «μένουμε σπίτι» ίσως δε σημαίνει για όλους «μένουμε ασφαλείς» ή πόσο μάλλον «είμαστε εντάξει στο σπίτι μας». Διότι το «μένουμε σπίτι» συνεπάγεται και με το «μένουμε μόνοι». Πολλοί, ωστόσο, θα πουν πως η σύγχρονη βιομηχανική ζωή περιλαμβάνει θυσίες ή ότι υπό φυσιολογικές συνθήκες δεν είναι λίγοι εκείνοι που αποφασίζουν να απολαύσουν τον καφέ τους ή το ποτό τους σε ένα μπαρ μόνοι τους από επιλογή τους, νιώθοντας με αυτόν τον τρόπο μεγαλύτερη ελευθερία και ανεξαρτησία. Τώρα, όμως, που το να καθίσει κανείς μόνος δεν είναι επιλογή αλλά επιβολή για το δημόσιο συμφέρον, τι άλλο έμεινε άραγε από τη σύγχρονη βιομηχανική μοναχική ζωή μας;