14.8 C
Athens
Κυριακή, 17 Νοεμβρίου, 2024
Αρχική1821-2021: 200 Χρόνια Ανεξαρτησίας και ΜνήμηςΟ Φιλελευθερισμός στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης: Ψήγματα φιλελεύθερης ιδεολογίας ως αιτία...

Ο Φιλελευθερισμός στα χρόνια της Ελληνικής Επανάστασης: Ψήγματα φιλελεύθερης ιδεολογίας ως αιτία και αιτιατό του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα


Του Κωνσταντίνου Δήμου,

Ο Φιλελευθερισμός ως ιδεολογική σχολή σκέψης υπήρξε απόρροια του κινήματος του Διαφωτισμού από τον 17ο αι. και έπειτα, με πλήθος διανοούμενων, -ακόμα και μοναρχών της αποκαλούμενης «πεφωτισμένης δεσποτείας»-, να γίνονται πρέσβεις των φιλελεύθερων ιδεών στα ανώτερα κοινωνικά στρώματα της ευρωπαϊκής αριστοκρατίας. Ο απλός λαός δεν άργησε να γίνει και αυτός κοινωνός, σταδιακά, του «πνεύματος της ελευθερίας», με αποκορύφωμα την έκρηξη της Γαλλικής Επανάστασης, το 1789, έναντι του βασιλιά Λουδοβίκου ΙΣΤ΄. Η παρακμή των μοναρχικών καθεστώτων στην Ευρώπη και η δημιουργία μιας νέας κοινωνικής ομάδας, της αστικής τάξης, συνέβαλαν στην περαιτέρω ανάπτυξη της αγάπης προς την ελευθερία, ενώ οι αστοί, με την πρωτόγνωρη δυναμική τους, διεκδικούσαν ενεργά τη συμμετοχή τους στην πολιτική εξουσία.

Συνεπώς, δεν προκαλεί έκπληξη το γεγονός ότι οι ριζοσπαστικές ιδέες του Διαφωτισμού που διαμόρφωσαν τον ευρωπαϊκό φιλελευθερισμό αργά ή γρήγορα θα οδηγούσαν σε γεωπολιτικές ανακατατάξεις στη Βαλκανική Χερσόνησο. Οι υπόδουλες εθνότητες -νυν υπήκοοι της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας- άρχισαν να αποζητούν την αυτονόμησή τους και τη χειραφέτηση από την κεντρική οθωμανική εξουσία. Αυτές τις πρώτες επαναστατικές προσπάθειες των Παραδουνάβιων Ηγεμονιών η Υψηλή Πύλη συνήθως της κατέπνιγε στο αίμα, με τη σιωπηλή αποδοχή της Ιερής Συμμαχίας. Οι μεγάλες δυνάμεις της εποχής, η αποικιοκρατική Μ. Βρετανία, η ηττημένη μετεπαναστατική Γαλλία, η Αυστροουγγαρία και η Ρωσία συμφώνησαν στο Συνέδριο της Βιέννης, το 1815, ότι θα έπρεπε να προστατέψουν το παλαιό μοναρχικό καθεστώς από τις φιλοδοξίες ενός νέου Ναπολέοντα. Ως αποτέλεσμα τα επαναστατικά κινήματα γίνονταν αντιληπτά ως ένας παράγοντας αποσταθεροποίησης στην Ανατολική Ευρώπη και Μεσόγειο, ενώ οι επαναστάτες ως παρίες των οποίων οι ενέργειες αμφισβητούσαν τη σουλτανική επικυριαρχία και τη νομιμότητά της επί αυτών.

Η Εθνική Παλιγγενεσία των Ελλήνων το 1821 δεν αποτελεί εξαίρεση στον κανόνα αυτό, αλλά, ωστόσο, αποτελεί ιδιάζουσα περίπτωση συγκριτικά με τους υπόλοιπους βαλκανικούς λαούς. Η σχέση μεταξύ των Ελλήνων και των Ευρωπαίων υπήρξε ιστορικά αμφίδρομη και αμοιβαία από αρχαιοτάτων χρόνων, αναφορικά με τη διάδοση και αναμετάδοση φιλελεύθερων επιστημονικών και φιλοσοφικών ιδεών, κάθε φορά, όμως, με διαφορετικό εννοιολογικό περιεχόμενο. Η «πολυτάραχη» ελληνική ιστορία, από την Αρχαιότητα μέχρι και τα υστεροβυζαντινά χρόνια, καθόρισε σε μεγάλο βαθμό την ταυτότητα και τις προτεραιότητες, που θα έθετε η Δύση στα γράμματα, τις τέχνες και τον πολιτισμό γενικότερα, από το Αναγεννησιακό κίνημα των βόρειων ιταλικών πόλεων το 15ο αι. μέχρι και τον Διαφωτισμό του 17ου αι., χάρη στη φυγή λογίων από την Ανατολή μετά την άλωση της Πόλης το 1453 από τους Οθωμανούς Τούρκους.

Κατά μια έννοια, λοιπόν, ο Νεοελληνικός Διαφωτισμός είναι ταυτόχρονα, εκτός από απότοκο του ευρωπαϊκού Διαφωτισμού, μία από τις αιτίες του αλλά και το κατεξοχήν ζητούμενο του Εθνικοαπελευθερωτικού Αγώνα για την Ανεξαρτησία και Ελευθερία του ελληνικού Έθνους, καθώς οι ιδέες που κάποτε απελευθέρωσαν από τον σκοταδισμό τη Δύση, επιστρέφουν στην αρχική κοιτίδα τους, για να ελευθερώσουν αυτή τη φορά τους «Γραικούς». Γι’ αυτό και οι επαναστατημένοι Έλληνες ζητούν την υλική και έμψυχη υποστήριξη από τους Ευρωπαίους, προκειμένου να αντισταθούν ενάντια στην κυρίαρχη ισλαμική δύναμη της Ανατολής. Στο κάλεσμα αυτό θα ανταποκριθούν φιλέλληνες Ευρωπαίοι, έγκριτοι Φαναριώτες, μέλη της Φιλικής Εταιρείας και διανοούμενοι, όπως ο Αδαμάντιος Κοραής και ο Ρήγας Φεραίος, οι οποίοι θα μοχθήσουν για τη μόρφωση και έπειτα για την αφύπνιση του ελληνικού Γένους.

Figyre 1, Ο Αδ. Κοραής και ο Ρ. Φεραίος ορθώνουν την Ελλάδα. Πηγή Εικόνας: Ta Nea

Πρώτη μέριμνά τους θα γίνει όχι μόνο η έγχυση φιλελεύθερων και δημοκρατικών στοιχείων στην ελληνική συνείδηση, αλλά και η παρουσίαση του ελληνικού επαναστατικού κινήματος στην Ευρώπη κάτω από ένα διαφορετικό πρίσμα, βασισμένο στις θρησκευτικές και πολιτισμικές αντιθέσεις μεταξύ Ελλήνων και Οθωμανών Τούρκων και στις πολιτικο-ιδεολογικές διαφορές μεταξύ του Αγώνα από τις προηγούμενες επαναστατικές «εκλάμψεις» (βλ. Ορλωφικά) ή από άλλα παρόμοια κινήματα. Σαν πρώτο βήμα συγκροτήθηκε ένας διοικητικός μηχανισμός με μια έστω επιφανειακή λειτουργία δημοκρατικών διαδικασιών και μεθόδων, βασιζόμενος στις Εθνοσυνελεύσεις, με τη συμμετοχή του «βουλευτικού» και «εκτελεστικού» σώματος, κάτι που αργότερα θα χρησίμευε για τη σύσταση του ελληνικού κράτους.

Η «δημοκρατικότητα», όμως, συνάντησε σθεναρή αντίσταση από τους υποστηρικτές-επωφελούμενους του ancién regime, τους προεστούς και τους κοτζαμπάσηδες των τοπικών κοινοτήτων, οι οποίοι φοβήθηκαν ότι θα έχαναν την προνομιακή μεταχείριση από τους Τούρκους και τις διοικητικές και δικαστικές εξουσίες και αρμοδιότητες είχαν μέχρι τότε. Γι’ αυτόν τον λόγο, μάλιστα, προσπάθησαν να συμμετέχουν ενεργά στις διεργασίες των Εθνοσυνελεύσεων, προκειμένου να περιορίσουν την επιρροή των οπλαρχηγών στη διακυβέρνηση της χώρας και να ηγηθούν οι ίδιοι του επαναστατικού αγώνα, με τις ευλογίες της τριανδρίας του Μαυροκορδάτου, του Κουντουριώτη και του Κωλέττη, προκαλώντας, όμως, στην πορεία δύο εμφυλίους πολέμους, τον Μάρτιο και τον Νοέμβριο του 1824. Η συνέχιση της άσκησης της πολιτικής εξουσίας, ακόμα και μετά το πέρας της Επανάστασης, δεν σήμαινε, φυσικά, την εξάλειψη των προϋπαρχουσών παθογενειών, όπως οι πελατειοκρατικές σχέσεις, η διχόνοια και ο ανταγωνισμός (homo homini lupus est) για την κατάληψη ανώτερων αξιωμάτων εντός του νεοελληνικού κράτους ακόμη και μετά το 1830.

Συλλήβδην οι υποστηρικτές της Ελληνικής Επανάστασης προσπαθούσαν να καθιερώσουν στο μυαλό των κλασικιστών Ευρωπαίων ένα «ρομαντικό» αφήγημα περί της καταγωγής των υπόδουλων Ελλήνων από τους αρχαίους προγόνους τους, πράγμα που θα νομιμοποιούσε τον αγώνα τους ενάντια στον τουρκικό ζυγό, αμβλύνοντας την αντίδραση της Ιερής Συμμαχίας. Η προσπάθειά τους αυτή θα είχε αποτύχει, άμα οι φιλελεύθερες ιδέες περί αυτοδιάθεσης των λαών, ο ιδεαλιστικός πατριωτισμός και η αρχαιολατρία δεν είχαν ριζώσει στους αριστοκρατικούς κύκλους της Ευρώπης, που λειτουργούσαν ακόμη ως ευρωπαϊκά κέντρα εξουσίας. Οι επαναστατημένοι δεν στρέφονταν κατά της μοναρχικής εξουσίας per se, αλλά, αντίθετα, ταυτίζονται περισσότερο με τα ευρωπαϊκά ιδεώδη, τη νοοτροπία, τις συνήθειες και τον τρόπο ζωής των δυτικοευρωπαίων, παρά με τον μυστικισμό, την απολυταρχία και το θεοκρατικό δεσποτισμό εξ Ανατολών, τόσο των τουρκικών φυλών, όσο και με την αποστασιοποίησή τους και από το βυζαντινό παρελθόν.

Αυτό, όμως, δεν σήμαινε την εγκατάλειψη του χριστιανικού στοιχείου ή την απεμπόλησή του από την ελληνική ιστορική συνέχεια. Κατά τη διάρκεια της προεπαναστατικής περιόδου, παρατηρείται το «πάντρεμα» του Ελληνισμού με την Ορθοδοξία, με απώτερο σκοπό οι Ρωμιοί να γίνουν πιο αρεστοί στους υπόλοιπους χριστιανικούς λαούς της Ευρώπης, οι οποίοι, επίσης, πριν από την έλευση του Χριστιανισμού διατηρούσαν τις παγανιστικές τους ρίζες. Ωστόσο, ο φιλελευθερισμός πρότασσε την εκκοσμίκευση και την καλλιέργεια του ανθρώπου, πράγμα που η Ορθόδοξη Εκκλησία είδε ως απειλή. Η εκκλησία φοβήθηκε ότι η παροχή εκπαίδευσης και η διάδοση νεωτερικών ιδεών θα μείωναν την επιρροή της στο θρησκευτικό της ποίμνιο και εν τέλει θα περιθωριοποιούνταν. Ο κοινωνικός της ρόλος ως ο μοναδικός φορέας εκπαίδευσης και προστασίας των χριστιανικών πληθυσμών, αλλά και ως μεσολαβητής μεταξύ των χριστιανικών κοινοτήτων και της οθωμανικής εξουσίας θα εξαλειφόταν, όπως και η ίδια.

Επομένως, η έλευση του νεοελληνικού διαφωτισμού σηματοδότησε και τη σύγκρουση μεταξύ των νεωτεριστικών και των συντηρητικών δυνάμεων που υπήρχαν στον ελλαδικό χώρο. Το έργο του Ανώνυμο Έλληνα «Ελληνική Νομαρχία» (1806) αποτυπώνει με γλαφυρό τρόπο τη σύγκρουση μεταξύ του φιλελεύθερου ιδεαλιστικού προτύπου που θέτει (με ειδική μνεία στο έργο του Φεραίου) με τις καθεστηκυίες δυνάμεις της εποχής. Η Νομαρχία καυτηριάζει την αποδοκιμαστική στάση του ανώτατου κλήρου, των εγγράμματων Φαναριωτών και των επαναπαυμένων Ελλήνων ενάντια στον επαναστατικό αγώνα και τα ιδεώδη της ελευθερίας στο πλαίσιο μιας ευνομούμενης πολιτείας, που ο νόμος θα είναι υπεράνω όλων. Σε όλη την έκταση του έργου, ο Ανώνυμος εξαίρει τα πλεονεκτήματα που θα είχε θεωρητικά η δημοκρατία έναντι της τυραννίας/ολιγαρχίας, αλλά και το πόσο μεγάλη και σπουδαία θα μπορούσε να γίνει η Ελλάς ως μέλος της Δύσης.

Figure 2, Ειδική μνεία στο Ρήγα στην «Ελληνική Νομαρχία». Πηγή Εικόνας: Fractalart

Αντίθετα, ψέγει τους τοπικούς άρχοντες και το κλήρο: τους πρώτους για τη βαναυσότητα τους και τη δουλική υποταγή στις επιταγές της Υψηλής Πύλης ως φοροεισπράκτορες και καιροσκόπους του προσωπικού τους συμφέροντος έναντι του συλλογικού καλού του Έθνους και τους δεύτερους για τη διασπορά της δεισιδαιμονίας και της αγραμματοσύνης στους πιστούς για να παραμείνουν υποχείρια της εκμετάλλευσης από την εκκλησία και τους κατακτητές. Εν κατακλείδι, ο σπόρος του φιλελευθερισμού λόγω της συνεισφοράς των εγγράμματων Ελλήνων της διασποράς θεωρήθηκε fait accompli με την έκρηξη της Επανάστασης στον Μόρια και στη Ρούμελη.


ΒΙΒΛΙΟΓΡΑΦΙΑ
  • Έλλην, Ανώνυμος, 1806. Ελληνική Νομαρχία ήτοι λόγος περί Ελευθερίας. Αθήνα: Εκδ. Κάλβος.
  • Κονδύλης, Παναγιώτης, 1991. Η παρακμή του Αστικού Πολιτισμού: από τη Μοντέρνα στη Μεταμοντέρνα Εποχή και από το Φιλελευθερισμό στη μαζική Δημοκρατία. Αθήνα: Εκδ. Θεμέλιο.

 

TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Κωνσταντίνος Δήμου
Κωνσταντίνος Δήμου
Γεννήθηκε στην Καβάλα το 1996. Είναι κάτοχος μεταπτυχιακού στις Διεθνείς Σχέσεις από το Cardiff University της Ουαλίας και απόφοιτος του Τμήματος Ιστορίας και Αρχαιολογίας του ΑΠΘ, με ειδίκευση στην Ιστορία. Ασχολείται με την αναθεωρητική ιστορική έρευνα και τις στρατηγικές σπουδές υπό το πρίσμα της σχολής σκέψης του Ρεαλισμού. Έχει συμμετάσχει σε πλήθος εθελοντικών δράσεων, ενώ τα ενδιαφέροντα του περιλαμβάνουν το τένις, τη δυστοπική λογοτεχνία, τις ταινίες δράσης των 80s και την sci-fi pop κουλτούρα γενικότερα.