20.5 C
Athens
Πέμπτη, 21 Νοεμβρίου, 2024
ΑρχικήΠαρατηρητήριο Αμερικανικής ΠολιτικήςΓιατί οι Η.Π.Α. δεν αποτελούν πλέον μια δημοκρατία (Μέρος B΄)

Γιατί οι Η.Π.Α. δεν αποτελούν πλέον μια δημοκρατία (Μέρος B΄)


Του Παναγιώτη Παλαιοκαστρίτη,

Το παρόν κείμενο αποτελεί συνέχεια του άρθρου «Γιατί οι Η.Π.Α. δεν αποτελούν πλέον μια δημοκρατία. (Μέρος Α’)», διαθέσιμο εδώ

Έλλειμμα Αντιπροσώπευσης

Μια αντιπροσωπευτική δημοκρατία, για να μπορεί να κρατά επάξια αυτόν τον τίτλο, θα πρέπει να παρουσιάζει έναν βαθμό συσχέτισης των πολιτικών της αποφάσεων με τις προτιμήσεις της πλειοψηφίας του κοινού, που αντιπροσωπεύει. Το 2014, στο πλαίσιο της Αμερικανικής Ένωσης Πολιτικών Επιστημών, διεξήχθη μια εμπειρική έρευνα, υπό την επιμέλεια δύο καθηγητών, του Martin Gilens από το Princeton University και του Benjamin I. Page από το Northwestern University. Στη συγκεκριμένη έρευνα, μελετήθηκαν 1,779 υποθέσεις, που σημειώθηκαν μεταξύ του 1981 και του 2002, και αφορούσαν τα αποτελέσματα πανεθνικών ερευνών, που είχαν διεξαχθεί με τη μορφή ερωτήσεων προς το αμερικανικό κοινό. Αυτές οι πανεθνικές έρευνες συγκεντρώθηκαν από τους δυο καθηγητές και κατέγραψαν σε ποιο βαθμό οι δημόσιες πολιτικές της κυβέρνησης των Η.Π.Α. βρίσκονταν σε αντιστοιχία με τις προτιμήσεις ορισμένων κατηγοριών του αμερικανικού κοινού. Αυτές οι κατηγορίες χωρίζονταν σε μέσους πολίτες, οικονομικές ελίτ, επιχειρηματικά-προσανατολισμένες ομάδες συμφερόντων και μαζικά-προσανατολισμένες ομάδες συμφερόντων.

Από την έρευνα, που διεξήγαγαν, κατέληξαν στα εξής συμπεράσματα: πρώτον, κατέληξαν στο ότι οι προτιμήσεις των μέσων πολιτών ευθυγραμμίζονται αρκετά καλά με αυτές των οικονομικών ελίτ. Όταν, όμως, οι πρώτοι αντιτίθενται στους δεύτερους, τότε συνήθως οι προτιμήσεις τους υπονομεύονται. Περαιτέρω, η έρευνα διαπιστώνει ότι, όταν οι προτιμήσεις των μέσων πολιτών δεν βρίσκονται σε αρμονία με αυτές των οικονομικών ελίτ και των επιχειρηματικών ομάδων συμφερόντων, τότε αυτές δεν έχουν κάποιο σημαντικό και ανεξάρτητο αντίκτυπο στην χάραξη της δημόσιας πολιτικής. Αντίθετα, οι προτιμήσεις των οικονομικών ελίτ και των επιχειρηματικών ομάδων συμφερόντων, καταλήγει η έρευνα, έχουν έναν πολύ σημαντικό και ουσιαστικά ανεξάρτητο αντίκτυπο στις τελικές κυβερνητικές αποφάσεις. Δεύτερον, οι ομάδες συμφερόντων, ως σύνολο (μαζικές και επιχειρηματικές), έχουν και αυτές σοβαρό αντίκτυπο στη χάραξη δημόσιας πολιτικής, αλλά και αυτές ευθυγραμμίζονται ελάχιστα με τις προτιμήσεις των μέσων πολιτών. Περαιτέρω, οι επιχειρηματικά προσανατολισμένες ομάδες συμφερόντων έχουν σχεδόν τον διπλάσιο συντελεστή επιρροής, σε σχέση με αυτόν των μαζικά-προσανατολισμένων (24% οι μαζικές, 45% οι επιχειρηματικές). Από αυτά προκύπτει ότι οι μαζικά-προσανατολισμένες ομάδες συμφερόντων, ως σύνολο (με κάποιες εξαιρέσεις), ελάχιστα συμπορεύονται με τις προτιμήσεις των μέσων πολιτών, ενώ οι επιχειρηματικά-προσανατολισμένες ομάδες συμφερόντων βρίσκονται σε μεγαλύτερη αρμονία με τις προτιμήσεις των οικονομικών ελίτ και έχουν μεγαλύτερη αποτελεσματικότητα.

Καταστολή Ψηφοφορίας

Απαραίτητο συστατικό μιας αντιπροσωπευτικής δημοκρατίας είναι η γνήσια και ανεμπόδιστη καταγραφή της βούλησης των ψηφοφόρων, την ημέρα των εκλογών. Ένα φαινόμενο, που παρατηρείται εδώ και καιρό στις Η.Π.Α., και οι συνιστώσες του δεν έχουν λάβει την απαραίτητη δημοσιότητα, που τους αρμόζει, είναι αυτό της καταστολής της ψηφοφορίας. Με τον όρο αυτό νοείται μια σειρά από πραγματικά γεγονότα, τα οποία λαμβάνουν χώρα την ημέρα των εκλογών και οδηγούν στην παρεμπόδιση της άσκησης του εκλογικού δικαιώματος. Τέτοια γεγονότα αποτελούν συνήθως η ανάγκη ταυτοποίησης των ψηφοφόρων (Voter ID), η μη εγγραφή ψηφοφόρων στους εκλογικούς καταλόγους ή η διαγραφή τους από αυτούς, το κλείσιμο πολλών εκλογικών κέντρων, οι ατελείωτες ουρές την ημέρα των εκλογών λόγω λίγων ανοιχτών εκλογικών κέντρων κ.ά.

Σύγχυση Λειτουργιών

Μια βασική αρχή όλων των σύγχρονων δημοκρατιών, δυτικού τύπου, είναι αυτή της διάκρισης των λειτουργιών. Όμως, αυτό το αντιστάθμισμα δεν στάθηκε ικανό, για να αποτρέψει την σύγχυση των κρατικών λειτουργιών, που προκαλούν οι ενέργειες των αμερικανικών πολιτικών κομμάτων. Για παράδειγμα, ο Πρόεδρος είναι ο μόνος υποψήφιος που θέτει υποψηφιότητα σε πανεθνικό επίπεδο. Οπότε, είναι και αυτός ο οποίος διατηρεί την αίγλη του κόμματος. Τα κομματικά στελέχη, από την άλλη, που αγωνίζονται για μια θέση στο Κογκρέσο, έχουν ιδιαίτερη υποχρέωση, αν θέλουν να ενισχυθεί η αίγλη του κόμματος, να συνταχθούν με την πλευρά των υποψήφιων προέδρων τους και να αντιταχθούν στους προέδρους των αντίπαλων κομμάτων. Όμως, η σύγχυση δεν εξαντλείται μόνο στην εκτελεστική και νομοθετική εξουσία. Πιο συγκεκριμένα, το σύνταγμα των Η.Π.Α. προβλέπει ότι οι δικαστές στα ομοσπονδιακά δικαστήρια, στα εφετεία και στο Ανώτατο Δικαστήριο, προτείνονται από τον πρόεδρο και ύστερα αυτοί εγκρίνονται από την Γερουσία. Η θητεία τους είναι ισόβια. Για άλλη μια φορά, τα κόμματα έχουν τη δυνατότητα να θέτουν κάτω από τον έλεγχό τους άλλη μια κρατική λειτουργία. Ειδικότερα, στο Ανώτατο Δικαστήριο, το οποίο έχει και την, ιδιαίτερης σημασίας, αρμοδιότητα της τελικής ερμηνείας του συντάγματος, η θέση φιλικά προσκείμενων δικαστών καθίσταται καίριας σημασίας. Η επέμβαση κομματικών συμφερόντων στο δικαιοδοτικό έργο αναιρεί την ανεξάρτητη και αμερόληπτη κρίση, με την οποία θα έπρεπε να εξοπλίζονται οι δικαστές, σαν θύλακες του συντάγματος και των νόμων, και μετατρέπει το δικαστικό έργο σε μέσο προς επίτευξη πολιτικών σκοπιμοτήτων.

Θεσμική Ακαμψία

Το Σύνταγμα των Η.Π.Α. αποτελεί ένα από τα παλαιότερα συντάγματα που υπήρξαν ποτέ. Επίσης, αποτελεί και ένα από τα πιο δύσκαμπτα και ελάχιστα τροποποιημένα συντάγματα. Πιο συγκεκριμένα, μέσα στα 231 χρόνια ύπαρξής του, έχουν θεσμοθετηθεί μόνο 27 τροπολογίες. Αυτό οφείλεται στο άρθρο πέντε του συντάγματος, το οποίο προβλέπει τη διαδικασία αναθεώρησης. Σύμφωνα με αυτό το άρθρο, λοιπόν, μια πρόταση αναθεώρησης, για να κατατεθεί, πρέπει να περάσει μέσα από την αυξημένη πλειοψηφία των 2/3 του Κογκρέσου ή μετά από πρόταση συνέλευσης, η οποία συστάθηκε ύστερα από απαίτηση των 2/3 των Πολιτειών. Εφόσον αυτή η πρόταση συγκεντρώσει την απαραίτητη πλειοψηφία, ύστερα αποστέλλεται στις κυβερνήσεις των πολιτειών, προκειμένου αυτές να αποφασίσουν αν θα την επικυρώσουν. Για να ενσωματωθεί μια τροπολογία στο σύνταγμα, πρέπει ο αριθμός των επικυρώσεων από τις πολιτείες να συναντά την, επίσης, αυξημένη πλειοψηφία των ¾ από αυτές, δηλαδή πρέπει να την επικυρώσουν, περίπου, οι 38 από τις 50 πολιτείες. Αυτή η διαδικασία, καθιστά ουσιαστικά την τροποποίηση του Συντάγματος ένα κενό γράμμα. Αν υπολογιστεί στα παραπάνω και η βαθιά πόλωση των δυο κομμάτων, τα οποία ελέγχουν, πέρα από τα ανώτατα ομοσπονδιακά όργανα, και τα όργανα των επιμέρους πολιτειών, τότε η κοινή γραμμή σε μια αναθεωρητική πορεία είναι μάλλον ένα ουτοπικό σενάριο.

Συμπέρασμα

Όλες οι παραπάνω κατηγορίες μπορούν να νοηθούν τόσο αυτοτελώς όσο και συνδυαστικά. Για παράδειγμα, επειδή στις Η.Π.Α. το εκλογικό σύστημα είναι το πλειοψηφικό, αυτό έχει επιτρέψει την άνθηση φαινομένων, όπως αυτών του Gerrymandering ή του άκαμπτου δικομματισμού. Επειδή υπάρχει ο δικομματισμός, έχει επέλθει αυξημένη σύγχυση των λειτουργιών, φαινόμενα καταστολής της ψηφοφορίας αλλά και ενίσχυση των πρακτικών του Gerrymandering. Το Gerrymandering, με τη σειρά του, λειτουργεί αμφίδρομα και ενισχύει το δικομματισμό. Επίσης, λόγω του δικομματισμού, οι δραστηριότητες lobbying έχουν βρει ένα πιο πρόσφορο έδαφος από αυτό που θα έβρισκαν σε ένα σύστημα που ευνοεί την ύπαρξη πολλών κομμάτων. Με το lobbying να αναδεικνύεται ουσιαστικός παράγοντας για τη θέση υποψηφιότητας ή τη διατήρηση εκλογικού αξιώματος, επέρχεται και η αναπόφευκτη μετακίνηση του βάρους της επιλογής των αντιπροσώπων από το σύνολο του πληθυσμού σε μια μικρή μερίδα της κοινωνίας. Αυτή η μετακίνηση αλλοιώνει τον αντιπροσωπευτικό χαρακτήρα που θα έπρεπε να έχει το πολίτευμα εν γένει, εις βάρος του συνόλου.

Με μια συνεχόμενη δυσαρέσκεια ενάντια στο Κογκρέσο, η οποία κυμαίνεται από 70% έως 86%, για τα έτη 2010-2020, είναι απορίας άξιο, γιατί ακόμα δεν έχουν σημειωθεί αλλαγές εκ βάθρων. Όπως σημειώθηκε, όμως, το αμερικανικό σύνταγμα δεν είναι ένα σύνταγμα το οποίο συντελεί, λόγω της διαδικασίας αναθεώρησής του, στην ευόδωση αλλαγών. Οπότε, το επόμενο θεσμικό μέσο, στο οποίο θα μπορούσε να στραφεί το αμερικανικό κοινό, θα ήταν, ίσως, το Ανώτατο Δικαστήριο των Η.Π.Α., το οποίο μπορεί, μέσω της ερμηνείας που εφαρμόζει στις συνταγματικές διατάξεις, να αποτελέσει μια δύναμη αλλαγής. Όμως, όπως προαναφέρθηκε, το Ανώτατο Δικαστήριο σπάνια θα επιχειρήσει μια ερμηνεία που θα αντίκειται στα κομματικά συμφέροντα. Οπότε, από όλα τα παραπάνω δεν καταλείπεται κάποιο περιθώριο θεώρησης του αμερικανικού πολιτεύματος ως ενός αντιπροσωπευτικού συστήματος, πολλώ δε μάλλον ενός δημοκρατικού. Ίσως, αυτό που θα μπορούσε να χαρακτηρίσει, δογματικά καλύτερα, το αμερικανικό πολίτευμα να είναι η ολιγαρχία.


ΕΝΔΕΙΚΤΙΚΕΣ ΠΗΓΕΣ


TA ΤΕΛΕΥΤΑΙΑ ΑΡΘΡΑ

Παναγιώτης Παλαιοκαστρίτης
Παναγιώτης Παλαιοκαστρίτης
Γεννήθηκε το 1992 στην Αθήνα. Είναι απόφοιτος του τμήματος Πολιτικών Επιστημών και Ιστορίας του Παντείου Πανεπιστημίου. Σπουδάζει Νομική στο ΑΠΘ. Γνωρίζει άριστα Αγγλικά. Έχει έντονο ενδιαφέρον για την Πολιτική Φιλοσοφία, την Ιστορία, την Κοινωνιολογία και τις διεθνείς σχέσεις. Φιλοδοξεί να αποκτήσει ένα μεταπτυχιακό στην Εγκληματολογία. Τέλος, ως χόμπι έχει την ενασχόληση με τις πολεμικές τέχνες.